Μέσα στον ορυμαγδό των ειδήσεων των τελευταίων ημερών –με τον Ψυχρό Εμφύλιο στις ΗΠΑ να υπερθερμαίνεται, με το Νεπάλ να φλέγεται, με μια νεαρή Ουκρανή να σφαγιάζεται μέσα σε ένα αμερικανικό τρένο, με ρωσικά drones στην Πολωνία και ανέμους του πολέμου να πνέουν πάνω από την Ευρώπη, κ.ά.– φιγουράρει εκείνο. Είναι λεπτό, φινετσάτο, το τέλειο καταναλωτικό όνειρο, που θα σε πάρει μακριά από όλα: το iPhone 17.
Μέχρι του χρόνου τουλάχιστον, που το 17 θα βρεθεί στην τσέπη κάποιου τυχερού εφήβου, ο οποίος θα το «φλεξάρει» τα μάλα στην αυλή του σχολείου (θα τού το έχει δώσει ο πατέρας του ή ο νονός του, καθώς θα έχει ήδη σπεύσει να πάρει το iPhone 18).
Εντάξει, εδώ μιλάμε για innovation και στάτους. Τι γίνεται όμως και με τις άλλες συσκευές που έχουν ημερομηνία λήξης, όχι απλώς επειδή βγήκε η επόμενη, πιο εξελιγμένη γενιά, αλλά επειδή χαλάνε, κρασάρουν, «τα φτύνουν», «καίνε φλάντζα», λαγκάρουν;
Πού είναι εκείνα τα παλιά, βαρβάτα ψυγεία που σχεδόν τα παντρευόσουν; Οχι, δεν είναι ιδέα μας, οι ηλεκτρικές συσκευές του 21ου αιώνα έχουν απελπιστικά μικρή διάρκεια ζωής. Αλήθεια, τι σημαίνει αυτό για εμάς που επιμένουμε να τις καταναλώνουμε;
Frost free και άλλα ψεύδη
Θυμάμαι την πρώτη μέρα μετά τις διακοπές που γύρισα (πρώτη) στο σπίτι. Τη γλυκιά, αγνώμονα μελαγχολία της επιστροφής διέλυσε μια δυσάρεστη οικιακή έκπληξη. Το ψυγείο, το υπέρκομψο, το σούπερ ντούπερ, το no frost, το αγορασμένο προ εξαετίας, είχε πιάσει πάγο. Τρίτη (ή τέταρτη φορά) που έβγαζε πρόβλημα.
Τηλεφώνησα στην αντιπροσωπεία, πεπεισμένη ότι το ψυγείο το υπέρκομψο, το no frost, δεν θα χρειαζόταν την κλασική απόψυξη της Εποχής του Χαλκού, δηλαδή να το αδειάσω βλαστημώντας από όλα τα πράγματα και να το βγάλω από την πρίζα. Και όμως, ακριβώς αυτό πρέπει να κάνω (ιδανικά για δύο ολόκληρα 24ωρα), όπως με ενημερώνουν όταν τηλεφωνώ στην αντιπροσωπεία, ανάθεμα τη frost free λειτουργία που μου έταξαν όταν το αγόρασα.
Kαλώς ήρθα και εγώ στον κόσμο της planned οbsolescence (προγραμματισμένη απαξίωση), που λένε και στο χωριό μου. Σου φτιάχνουν δηλαδή κάτι με τέτοιο τρόπο και τέτοια υλικά, που αργά ή γρήγορα (μάλλον γρήγορα, και, όπως μου έλεγε ένας μάστορας, συνήθως κοντά εκεί που λήγει και η εγγύηση των δύο ετών) θα κλατάρει. Οι «μπουκωμένες» τεχνολογικώς νέες οικιακές συσκευές είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς, γιατί αν χαλάσει ένα κουμπί, πάρ’ την όλη κάτω.
Νοσταλγώ, λοιπόν, εκείνο το παλιό ψυγείο, εκείνο τον αξιόπιστο γίγαντα της General Electric που μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου, εν έτει 1999 παρακαλώ, σε δραχμές φυσικά, όταν έμεινα για πρώτη φορά σε δικό μου σπίτι. Το ψυγείο που είχα μέχρι προ εξαετίας (μέχρι να αγοράσω το καινούργιο-μπακατέλα). Που, όχι, δεν είχε night mode ούτε έφτιαχνε οκτώ είδη πάγου. Αναπολώ και τη λευκή Saba τηλεόραση και την τοστιέρα (αγνώστου μάρκας) στο εξοχικό, που εδώ και πάνω από μισό αιώνα δεν παθαίνει τίποτα.
Νομίζω ότι η δική μου γενιά, η Γενιά Χ, είμαστε οι τελευταίοι που θυμόμαστε αυτές τις γρανιτένιες συσκευές που τις αγόραζες κάθε φορά μαζί με την (εκάστοτε) καινούργια ζωή σου (γιατί μια καλή οικιακή συσκευή ήταν και κάποιου είδους καινούργιο ξεκίνημα). Και που ήξερες ότι θα «φτουρήσουν»· δουλειά ή σύντροφο ή κοσμοθεωρία μπορεί να άλλαζες, αλλά ο ψυγειοκαταψύκτης του πατρός (που έκανε και εξονυχιστική έρευνα αγοράς) θα ήταν πάντα εκεί.
«Πριν από 35 χρόνια επισκευάζαμε 8-10 ηλεκτρικά σίδερα την εβδομάδα», μού λέει ο ιδιοκτήτη του καταστήματος ηλεκτρικών που ξέρω από μικρό παιδί. «Ναι, τα επισκευάζαμε! Ξέρεις, το καλώδιο τριβόταν πάνω στη σανίδα και φαίνονταν τα σύρματα μέσα. Ετσι, ερχόταν η νοικοκυρά και της το αλλάζαμε. Μια φορά μάλιστα, που εξυπηρετούσα μία, το άκουσε ένας πελάτης, Ελληνας που ζούσε στην Αμερική. “Καλά, εσείς τα σίδερα τα φτιάχνετε; Εμείς τα πετάμε!»
Και εμείς είμαστε πλέον large και τα πετάμε, και δη για πλάκα, εξ ου και το e-waste πλέον έχει λάβει αδιανόητες διαστάσεις, οι δε μεγάλες οικιακές συνιστούν πάνω από το ήμισυ των ηλεκτρονικών αποβλήτων. Για να μη μιλήσουμε για τις μικρές, για τον εξοπλισμό πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών κ.τ.λ. Η Eurostat λέει ότι το 2022 στην Ευρωπαϊκή Ενωση συλλέχθηκαν κατά μέσο όρο περίπου 11 κιλά απορριμμάτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ανά κάτοικο. Πραγματικά και εγώ δεν ξέρω με πόσες ηλεκτρονικές ζυγαριές έχω συμβάλει στις δυσώδεις χωματερές αυτού του πλανήτη.
Το χειρότερο, λένε, είναι αυτή η φτηνή «fast-tech», αυτoί οι μικροί μεγάλοι «επιμολυντές» που δεν τους πιάνει το μάτι σου: φορτιστές, vapes, μίνι ανεμιστήρες (μεγάλο χιτάκι με τους καύσωνες, ακόμα και στη Βρετανία) και το κακό συναπάντημα.
Ασε τα φωτιστικά LED που τα παίρνεις, νομίζεις, και κοψοχρονιά. Παλιά, όταν «καιγόταν» άλλαζες τη λάμπα, τώρα καλείσαι να αλλάξεις ολόκληρο το φωτιστικό.
Ο φίλος ιδιοκτήτης καταστήματος ηλεκτρικών ειδών κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του όταν κάνω λόγω για εγγυήσεις, επισκευές, ανταλλακτικά και άλλα τέτοια «παλιακά». «Tα ηλεκτρικά σίδερα, που λέγαμε πριν, όπως τα κατασκευάζουν πλέον, δεν μπορείς να τα επισκευάσεις… Το πετάς και παίρνεις άλλο. Και πες ότι κάτι στο φτιάχνουν… Πρέπει να το πας π.χ. στην Ιερά Οδό, να το αφήσεις κάποιες μέρες και μετά να πας να το πάρεις».
Και ποιος αντέχει σήμερα, στην εποχή της άκοπης ευκολίας, να ζήσει για πάνω από λίγες ώρες π.χ. χωρίς την εξηνταπεντάρα τηλεόραση LED ή το πλυντήριο ρούχων-στεγνωτήριο;
Επένδυση στο ευτελές
Υπάρχει βέβαια και η psychological obsolescence (ψυχολογική απαξίωση), όταν δεν σου έχει χαλάσει η παλιά συσκευή σου, αλλά σου πλασάρουν κάτι πιο trendy, με καινούργια εντυπωσιακά «χαρακτηριστικά» (features), π.χ. το ψηφιακό Air Fryer, που σου φτιάχνει τέτοιο κοντοσούβλι που σε κάνει να ξεχνάς όλες τις υπαρξιακές σου ανησυχίες.
Και αυτό το λουσάτο και καινούργιο είναι πολύ πιθανό να καταργεί παντελώς κάτι στο οποίο είχες επενδύσει στο παρελθόν. «Τι σημαίνει ότι το καινούργιο laptop δεν παίρνει CD;», διαμαρτυρόμουν προ ημερών στον συμβίο μου. «Τι τις μάζευα δηλαδή τόσες δεκαετίες όλες αυτές τις ταινίες;»
«Βιομηχανική παραγωγή για την κοινωνία της κατανάλωσης», που έγραφε στο «Διπλό Βιβλίο» ο Δημήτρης Χατζής (ήδη από τη δεκαετία του ’70). Το ζήτημα είναι και τι τύπου ανθρώπους (εκτός από καταναλωτές) διαπλάθει όλη αυτή η καινούργια κουλτούρα των ηλεκτρικών συσκευών που τα κακαρώνουν εύκολα.
Μάλλον μας μαθαίνει στο ευτελές, στο αναλώσιμο, στο «καλύτερα να αγοράσεις καινούργιο, παρά να το φτιάξεις» (η μόνιμη σχεδόν επωδός κάθε μάστορα που πατάει τα τελευταία 15 χρόνια στο σπίτι μου). Μας εκπαιδεύει να μην επενδύουμε σε κάτι που θα μας μείνει. Μας νανουρίζει με απανωτές καταναλωτικές ονειρώξεις, να ξεχνάμε τα δεινά που μας περιστοιχίζουν.
