Κι όμως, έκλεψαν και το Λούβρο
Κι όμως, έκλεψαν και το Λούβρο
Οταν το 2012, ένα άτομο κατάφερε να αφαιρέσει έργα του Πικάσο και του Μοντριάν από την Εθνική Πινακοθήκη, λέγαμε ότι κάτι τέτοιο είναι ανήκουστο για έναν εθνικό θεσμό. Χρειάστηκαν εννέα χρόνια για να εξιχνιαστεί η υπόθεση και να συλληφθεί ο δράστης, ο οποίος μάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε ο ίδιος ότι θα γινόταν πρωταγωνιστής σε μια κλοπή που χαρακτηρίστηκε ως η κλοπή του αιώνα.
Κατά καιρούς έρχονται στη δημοσιότητα περιστατικά που αποδεικνύουν ότι τα μουσεία δεν είναι «πολιτιστικά φρούρια», όπως η συλλογική ψευδαίσθηση θέλει να πιστεύει. Η ληστεία στο Λούβρο το επιβεβαιώνει περίτρανα. Οταν μέσα σε ελάχιστα λεπτά, μια ομάδα δραστών καταφέρνει να αποσπάσει από το πιο διάσημο μουσείο του κόσμου κοσμήματα ανεκτίμητης αξίας από τη συλλογή της γαλλικής αυτοκρατορίας, παρά τα συστήματα παρακολούθησης και τη φύλαξη, το μήνυμα είναι σαφές: η τέχνη δεν είναι απολύτως ασφαλής σε κανένα χώρο πολιτισμού, γιατί κανένας χώρος πολιτισμού δεν είναι τελικά τόσο οργανωμένος όσο χρειάζεται.
Η παραπάνω διαπίστωση ισχύει ακόμα και για τα πλέον εμβληματικά μουσεία. Γιατί όλα αντιμετωπίζουν την ασφάλεια ως διοικητική λεπτομέρεια και όχι ως οργανικό μέρος της αποστολής τους. Επενδύουν περισσότερα στην αισθητική και λιγότερα στην προστασία του περιεχομένου των αιθουσών τους. Δίνουν έμφαση στους φωτισμούς, στις εκθέσεις, στις δημόσιες σχέσεις, αλλά μπορεί οι κάμερες τους να μην λειτουργούν όλες, οι έλεγχοι να μην είναι επαρκείς και η εκπαίδευση του προσωπικού να γίνεται με το σταγονόμετρο. Είναι σαν να πιστεύουν ότι η στραβή δεν πρόκειται να γίνει, αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα γίνεται όταν υπάρχουν κενά ασφαλείας, και φαίνεται ότι υπάρχουν παντού.
Από την «εξαιρετικά ασυνήθιστη», όπως είχε χαρακτηριστεί, κλοπή κοσμημάτων και ημιπολύτιμων λίθων από το Βρετανικό Μουσείο μέχρι την κλοπή αντικειμένων αξίας 113 εκατ. ευρώ από το Μουσείο της Πράσινης Κρύπτης στη Δρέσδη, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κάθε φορά η κοινή γνώμη μένει άναυδη, οι αρχές υπόσχονται αναθεώρηση των μέτρων και μετά από λίγο όλα ξεχνιούνται. Οι επίδοξοι ληστές περιμένουν τον επόμενο απρόσεκτο φύλακα, το επόμενο τεχνικό σφάλμα, την επόμενη αλαζονεία, για να δράσουν.
Θα ήταν αφέλεια να θεωρούμε ότι το ζήτημα είναι μόνο τεχνικό. Είναι βαθιά πολιτικό και πολιτισμικό και ξεκινάει από το ότι η κοινωνία αντιμετωπίζει την τέχνη ως πολυτέλεια. Με αυτή τη λογική, η ασφάλεια των χώρων που την φιλοξενούν περνάει σε δεύτερη μοίρα και οι στραβές αντιμετωπίζονται σαν παράπλευρες απώλειες. Το βλέπουμε να συμβαίνει ακόμα και σε χώρες που έχουν τον Πολιτισμό μπροστάρη τους και στηρίζουν την οικονομία τους σ’ αυτόν.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να είσαι επαγγελματίας διαρρήκτης για να οργανώσεις ληστεία σε μουσείο. Κάποια από αυτά είναι κυριολεκτικά αφημένα στην τύχη τους, με ελάχιστο προσωπικό, με συστήματα ασφαλείας περασμένων δεκαετιών και με χώρους που δεν πληρούν καν τις βασικές προδιαγραφές. Δεν αναφέρομαι στο Μουσείο της Ακρόπολης, βεβαίως, αλλά στα δεκάδες άλλα μικρότερης εμβέλειας τα οποία, όμως, έχουν μέσα τους θησαυρούς του παρελθόντος. Οταν περνάς το κατώφλι τους σαν επισκέπτης διαπιστώνεις πόσο έκθετα είναι τα εκθέματα στις ορέξεις του καθενός.
Πέρα, όμως, από τη δική μας ολιγωρία, η μεγάλη εικόνα στον κόσμο δείχνει ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο Πολιτισμός πάσχει. Οι κλοπές σημαντικών εκθεμάτων τα τελευταία χρόνια, όπως και οι βανδαλισμοί άλλων τόσων, καθρεφτίζουν ένα γενικότερο πρόβλημα το οποίο αφορά όλες τις κυβερνήσεις και θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι θα λυθεί μόνο με κάμερες και συναγερμούς. Χρειάζεται ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα ασφάλειας το οποίο, φυσικά, δεν μπορεί να δημιουργεί με τσιγκουνιά και με τη λογική του «εκτός προϋπολογισμού εξόδου».
Οι συνεχείς ληστείες στα μουσεία δεν αποκαλύπτουν μόνο την ευρηματικότητα των εγκληματιών, αλλά και την αδιαφορία των κοινωνιών απέναντι στην πολιτιστική τους κληρονομιά. Οταν οι κυβερνήσεις περικόπτουν κονδύλια φύλαξης, όταν τα μουσεία στηρίζονται σε εθελοντές και όχι σε εξειδικευμένους επαγγελματίες, όταν η ασφάλεια αντιμετωπίζεται ως περιττό κόστος και όταν το πολύτιμο θεωρείται ευκαιρία και όχι ευθύνη, τότε οι πολιτιστικοί θησαυροί παραδίδονται ουσιαστικά στην τύχη τους.
Να μη μας σοκάρει λοιπόν αν κάποιο «Λούβρο» ή «Πινακοθήκη» γίνεται κατά καιρούς πρωτοσέλιδο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
