912
| CreativeProtagon

Μαμά, βαριέμαι να έρθω να σε δω

Λένα Παπαδημητρίου Λένα Παπαδημητρίου 5 Οκτωβρίου 2025, 09:39

Μαμά, βαριέμαι να έρθω να σε δω

Λένα Παπαδημητρίου Λένα Παπαδημητρίου 5 Οκτωβρίου 2025, 09:39

«Εχω να δω τη μητέρα μου δύο χρόνια», μου εκμυστηρεύεται ένα 55άρης γνωστός σε μια φθινοπωρινή κοινωνική εκδήλωση προ ημερών. Λίγο νωρίτερα μου μιλούσε για το βεβαρημένο πρόγραμμά του, τη μέση του που τον έχει «τσακίσει», τα δυο μικρά παιδιά που του αφήνουν ελάχιστες ώρες ύπνου και την έξτρα απαιτητική δουλειά που του αφήνει ακόμα λιγότερες, αφού για να την προλάβει σηκώνεται από το χάραμα.

Το ότι έχει να δει τη μητέρα του δύο χρόνια δεν το λέει απολογητικά, ούτε ενοχικά, αλλά ως μια πραγματικότητα της ζωής. Αλλωστε τα πράγματα δεν είναι και τόσο τραγικά. Η 88χρονη μητέρα του, όπως με πληροφορεί, ζει τρεις ώρες μακριά από την Αθήνα, ο αδελφός του είναι και αυτός εκεί (με τα παιδιά του κ.τ.λ.), οπότε, από τα συμφραζόμενα συνάγεται ότι δεν είναι εντελώς μόνη.

Αναρωτιέμαι για ποιον είναι πιο σκληρή αυτή η πραγματικότητα. Για τον ίδιο ή για τη μητέρα του;

Yπάρχουν, είναι η αλήθεια, πολλά μεσήλικα παιδιά που κάνουν την υπέρβαση για να δώσουν σε αυτόν ή αυτήν που τους ανάστησε ποιότητα σε αυτά τα τελευταία δύσκολα χρόνια, όταν «οι αναμνήσεις αντικαθιστούν τα όνειρα», όπως υπέροχα συνόψισε τη γήρανση προ ημερών ο ερευνητής της μακροζωίας Στάθης Γκόνος (συνέντευξη στην Κέλλυ Σώκου, ow.gr).

Φέρνω στο μυαλό μου τη γειτόνισσά μου, που κράτησε για επτά χρόνια τη μάνα της –με βαριά άνοια– στο σπίτι, μαζί με τον άντρα της, δύο εφήβους και έναν σκύλο. Αγόγγυστα, χωρίς ίχνος παραπόνου ή γκρίνιας. Σκέφτομαι και μια άλλη φίλη, που έχασε πριν από λίγες μέρες την υπερήλικη μητέρα της. Οταν της τηλεφώνησα για να τη συλλυπηθώ, μου διηγόταν τη χαρά που προσέφεραν και στην ίδια οι βόλτες που έκαναν μαζί τον τελευταίο αυτόν χρόνο στη θάλασσα και στον ήλιο (έστω και αν η μαμά ήταν σε καροτσάκι).

Ποιος τελικά θα πάει να του/της ρίξει μια ματιά;

Οι περισσότεροι, βέβαια, τους «χάνουμε» τους ηλικιωμένους γονείς μας ενώ είναι ακόμη εν ζωή. Γιατί χανόμαστε οι ίδιοι σε έναν κυκεώνα υποχρεώσεων (πρωτίστως επαγγελματικών, οικιακών και βέβαια –για όσους έχουν και παιδιά– γονεϊκών, η πολύπαθη «γενιά σάντουιτς»).

Σε όλα αυτά έρχονται να επικαθήσουν οι πρακτικές δυσκολίες (π.χ. η απόσταση από το «πατρικό» και τα οικονομικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτήν)· η καμουφλαρισμένη ανάγκη να το πιει κάποιος άλλος αυτό το πικρό ποτήρι (κατά κανόνα ένα από τα αδέλφια επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας των γονέων)· η επιθυμία για λίγο «προσωπικό ποιοτικό χρόνο» (ένα μπασκετάκι, ένα κομμωτήριο, μια εκδρομή, έναν καφέ με φίλο, βρε παιδί μου)· οι πλείστες άλλες προφάσεις που έχουν να κάνουν με τη δική σου βεβαρημένη μέση ηλικία: η σωματική κούραση, η χοληστερίνη, το υπερβολικό doomscrolling, η φθορά στον γάμο σου, η αϋπνία, οι υπαρξιακές κρίσεις, αλλά και το ζάρωμα μπροστά στη φυσική φθορά των «γέρων» σου, που σου υπενθυμίζει τόσο μα τόσο τη δική σου.

Στην Κίνα το είχαν δει «το έργο» εδώ και χρόνια και περάσαν νόμο υποχρεωτικής επίσκεψης στους ηλικιωμένους γονείς.

Η δε Ευρώπη, που έχει κάθε λόγο να προσέχει «τη γκρίζα μειονότητα» (που ετοιμάζεται ολοταχώς να γίνει «πλειονότητα»), τα πάει όλο και χειρότερα. Μαντέψτε ποιες χώρες περισσότερο. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση Age & Mental Health, στην Ελλάδα και στην Κύπρο βιώνουν τη μεγαλύτερη μοναξιά οι ηλικιωμένοι (και, μια που το έφερε η κουβέντα, και οι μεσήλικες)!

Οσο για το τι προκαλεί η μοναξιά σε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, πολλές άλλες έρευνες τα τελευταία χρόνια έχουν φροντίσει να το καταδείξουν. Μεταξύ άλλων, όπως είναι γνωστό, έχει τον ίδιο αντίκτυπο στη σωματική υγεία με 15 τσιγάρα την ημέρα.

Πέρα από το γήρας

Εχουμε σχεδόν ξεχάσει τη σημασία που έχει η επίσκεψη σε κάποιον που βρίσκεται εις τας δυσμάς του βίου, όταν οι απώλειες έχουν πια συσσωρευτεί, όταν και οι παλιές ιστορίες έχουν πια ξεθυμάνει. Πόσο απαλύνει η φυσική παρουσία ενός αγαπημένου προσώπου (και δη του τέκνου σου, έστω και αν είναι ενήλικο και γεμάτο νευρώσεις).

Κάποιος που θα έρθει στο σπίτι όχι μόνο για να σε στηρίξει, να σου πει μια γλυκιά κουβέντα, να πληρώσει μέσω e-banking τους λογαριασμούς, να βάλει σε μια τάξη τα φάρμακά σου. Αλλά και να σου πει τα νέα της ευρύτερης οικογένειας, να κάνει λίγη πλάκα με την επικαιρότητα, να σε ανακουφίσει λίγο και από τα άλλα –τα ανείπωτα–, αυτά που με κανέναν ένας ηλικιωμένος δεν κουβεντιάζει.

Ισως αυτό είναι το πιο σκληρό που κάνουμε με τους προκεχωρημένης ηλικίας γονείς μας. Τους ταυτίζoυμε με την εικονογραφία του γήρατος (σούρσιμο παντόφλας, τιμές κρεατινίνης, ακουστικά βαρηκοΐας και ελληνικές σειρές μέχρι τελικής πτώσεως). Ξεχνάμε πόσα άλλα είναι, πόσα άλλα έχουν υπάρξει –και είναι ακόμα– έξω από εμάς, τον πιεσμένο μας χρόνο και τις ηλίθιες τύψεις μας.

Πόσο μένει, αλήθεια;

Υποτιμάμε, δε, και τη δύναμή μας να τους φέρουμε σε επαφή και με σημαντικούς άλλους. Συναντώ στον δρόμο μια ηλικιωμένη οικογενειακή φίλη. Το πρόσωπό της φωτίζεται ολόκληρο όταν μου μιλάει για τις επισκέψεις της 20χρονης εγγονής «που πήγε στη Βενετία με το Πολυτεχνείο» και ήρθε και της είπε όλα τα νέα.

Σκέφτομαι πόσες φορές έχω αναβάλει να πάω να δω τη δική μου μητέρα (που έχω την τύχη να μένει όχι απλά στην ίδια πόλη, αλλά μια ανάσα από το σπίτι μου). Γιατί τρέχω με τη δουλειά, τα παιδιά, το σουπερμάρκετ, την τελευταία πολιτική ασχημοσύνη του Ντόναλντ Τραμπ και το χιλιοστό επεισόδιο του «Handmaid’s tale» (ναι, πρόλαβα και τον είδα ολόκληρο τον τελευταίο κύκλο).

Ξεχνάω και εγώ, όπως τα περισσότερα μεσήλικα τέκνα, ότι ο χρόνος δεν είναι για κανέναν απεριόριστος. «Ηθελα να πάω να τον δω τους τελευταίους μήνες […] αλλά δεν το έκανα εγκαίρως» είπε πρόσφατα η Τζέιν Φόντα για τον 89χρονο φίλο της Ρόμπερτ Ρέντφορντ. «Μου έγινε μάθημα. Οταν είναι κανείς στην ηλικία μας, στα τέλη των 80, μην περιμένεις».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...