Σαν μόνιμη επωδός κάθε κοινωνικής επαφής ακούγεται τελευταία το πόσο αφόρητη έχει γίνει η ζωή στην Αθήνα. Πώς είναι δυνατόν η Κηφισίας να έχει διαρκές μποτιλιάρισμα από το νωρίς πρωί μέχρι αργά το βράδυ! Πόσες ώρες χάνει κανείς στον δρόμο και πόση υπομονή χρειάζεται για να βρει να παρκάρει! Πώς όλα έχουν γίνει ξαφνικά πιο δύσκολα στην πόλη, από τα ψώνια μέχρι ακόμα και τη διασκέδαση! Και τι κόστος έχει όλο αυτό για την οικονομία και, κυρίως, την ποιότητα ζωής μας!
Μου μοιάζει προφανές: Απλώς δεν χωράμε πια σε αυτή την πόλη. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η πρωτεύουσά μας συγκεντρώνει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά του συνολικού εθνικού πληθυσμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ το 80% των Ελλήνων ζει μόλις στο 25% της επικράτειας.
Στριμωχνόμαστε στην Αθήνα σαν να ζούμε μέσα σε έργο του Γαΐτη. Η (υπερ)δραστηριότητα που ακολούθησε το τέλος της κρίσης και την Covid –μαζί με την αυξημένη παρουσία των τουριστών– υπερχειλίζει τις δημόσιες και ιδιωτικές υποδομές που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες: από τους δρόμους, μέχρι τα σπίτια.
Την ίδια ώρα, ο πληθυσμός της περιφέρειας απομειώνεται και σε πολλές περιοχές, ιδίως της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι εμφανή τα σημάδια κοινωνικού και κατ’ επέκτασιν οικονομικού μαρασμού.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ταυτόχρονα υπάρχει μια υφέρπουσα –συχνά απλώς θεωρητική– αναζήτηση ενός άλλου τρόπου και τόπου ζωής. Οσοι πλησιάζουν στα όρια της συνταξιοδότησης συζητούν σχέδια για να κάνουν μόνιμη κατοικία τα εξοχικά της δεκαετίας του ’80, από τη Λούτσα και τη Νέα Μάκρη, μέχρι την Κινέττα, το Λουτράκι ή και πιο μακριά. Ακόμα και οι νεότεροι όμως, αναζητούν ένα διαφορετικό πλαίσιο ποιότητας ζωής, με περισσότερο ελεύθερο χρόνο και περισσότερη επαφή με τη φύση, ίσως ακόμα και στο χωριό του παππού.
Πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis για τη Eurobank και το υπουργείο Οικογένειας έδειξε ότι οι νέοι 19-35 επιθυμούν ένα νέο μοντέλο ζωής που θα μπορούσε να αφορά έναν εναλλακτικό τρόπο διαβίωσης σε μικρότερα αστικά κέντρα, όπου οι νέες μορφές εργασίας, οικογένειας και κοινωνικών σχέσεων θα μπορούν να διαμορφώσουν μια πιο βιώσιμη συνθήκη ζωής. Από την ανάλυση των ποιοτικών στοιχείων προκύπτει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες δυναμικές και στο μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Ομως μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να εγκαταλείψει κάποιος την Αθήνα είναι να έχει τη δυνατότητα να εργαστεί στην περιφέρεια. Σε αυτό το σημείο αναδύεται η αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στη χώρα.
Οι αναλύσεις του ΟΟΣΑ και του ΙΟΒΕ τεκμηριώνουν την απειλή για την ευημερία των Ελλήνων από την υφιστάμενη πορεία χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Το ΕΒΕΑ μιλά για την ανάγκη ενός μοντέλου βασισμένου στη βιομηχανική ανασυγκρότηση, την ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού κλάδου, την περιφερειακή ανάπτυξη, τη σύγχρονη κτηνοτροφία και την ευφυή γεωργία, που θα αξιοποιεί την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες και θα δημιουργεί ποιοτικές και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Πώς γίνεται όμως αυτό πράξη;
Χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη και μακρόπνοη στρατηγική για την αποκέντρωση που θα μπορεί να απαντά ταυτόχρονα σε πολλές προκλήσεις: από το κυκλοφοριακό και τις τιμές της κατοικίας, μέχρι το δημογραφικό και την οικονομία. Μια συνεκτική εθνική στρατηγική που θα εστιάζει στην ευζωία των πολιτών σε τοπικό επίπεδο, με αναπτυξιακό πρίσμα. Θα στηρίζεται σε διεπιστημονική μελέτη των αναγκών και των δυνατοτήτων κάθε περιοχής και θα δημιουργεί νέες ευκαιρίες με βάση βέλτιστες διεθνείς πρακτικές που μπορούν να εφαρμοστούν και στη χώρα μας. Υπάρχουν ακόμα στην περιφέρεια υποδομές που δεν αξιοποιούνται επαρκώς: σχολεία με πέντε μαθητές, κέντρα Υγείας με ελάχιστους ασθενείς, άδεια σπίτια έτοιμα να καταρρεύσουν, χωράφια για δεκαετίες ακαλλιέργητα, θελκτικοί τόποι που όμως παραμένουν αναξιοποίητοι.
Και δεν χρειάζεται να πλημμυρίσουμε μόνο από ΚΟΙΝΣΕΠ που φτιάχνουν βιολογικές μαρμελάδες, όσο νόστιμες κι αν είναι. Το νέο μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης χρειάζεται να ενσωματώνει τα δεδομένα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης όπου η καινοτομία έχει έναν οριζόντιο ρόλο ακόμα ακόμα και στον πρωτογενή τομέα. Μια Ελλάδα που θα αξιοποιεί το φυσικό περιβάλλον της για να φιλοξενήσει απομακρυσμένες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, τεχνολογικές πρωτοβουλίες και ψηφιακούς νομάδες. Το ότι αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα, το αποδεικνύουν εταιρείες ψηφιακών υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα η TPGreece, ο πέμπτος μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας: περίπου 4.000 εργαζόμενοί της ζουν και εργάζονται εκτός Αθηνών, ακόμα και σε απομονωμένα χωριά της δυτικής Μακεδονίας και της Θράκης, μέχρι και σε μικρά νησιά του Αιγαίου.
Αυτή η ολιστική αλλαγή μοντέλου δεν είναι προφανώς εύκολη, ούτε μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Παρά την υπερχρήση του όρου «μεταρρύθμιση», πρόκειται όντως για μια πραγματική μεταρρύθμιση δομικού χαρακτήρα, που δεν θα διαμορφώσει το σήμερα με όρους πολιτικού timing, αλλά θα καθορίσει τη μελλοντική πορεία της χώρας. Θα δημιουργήσει ένα νέο εθνικό αφήγημα και, κυρίως, μια νέα προοπτική για τους πολίτες.
Εάν η μεταπολεμική Ελλάδα χρειάστηκε να συγκεντρώσει –χωρικά– δυνάμεις για να μπορέσει να αναπτυχθεί, η Ελλάδα τού σήμερα και κυρίως τού αύριο, χρειάζεται να τις αποκεντρώσει. Συντεταγμένα, με όραμα και σχέδιο.
