Ο Καραμανλής στο Μαντείο των Δελφών
Ο Καραμανλής στο Μαντείο των Δελφών
Ο Κώστας Καραμανλής, μετά από επτά χρόνια πρωθυπουργίας, ηττήθηκε στις εκλογές του 2009. Αμέσως παραιτήθηκε και από την προεδρία της ΝΔ, προκηρύσσοντας το συνέδριο της διαδοχής του. Εκτοτε, και σχεδόν για μια δεκαπενταετία –αν και βουλευτής ως το 2019– υιοθέτησε το μοντέλο πολιτικού αναχωρητισμού του θείου του. Πλήρης αποχή από τα –εσωκομματικά, πολιτικά και εθνικά– δρώμενα, πεισματική αφωνία για τα τεκταινόμενα στο πολιτικό σκηνικό και στον διεθνή περίγυρο της χώρας.
Αν και η Ελλάδα περνούσε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της, με οικονομική χρεωκοπία (για την οποία είχε προφανείς και πανθομολογούμενες ευθύνες), με σκληρή διεθνή εποπτεία, με τεκτονικές πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις και συγκρούσεις, αυτός παρέμεινε εκνευριστικά μακάριος και μακρινός. Οι γείτονές του στη Ραφήνα τον έβλεπαν να βγαίνει κάθε απόγευμα για μακρινούς μοναχικούς περιπάτους κρατώντας μια γκλίτσα και οι μόνες «ειδήσεις» που έβγαιναν από αυτόν ήταν κάτι φωτογραφίες από εκδρομές του σε ορεινά χωριά, μαζί με την οικογένειά του.
Μια ολόκληρη χώρα που υπέφερε, τον καλούσε τότε να μιλήσει για την πρωθυπουργική επταετία του και για τις ευθύνες που είχε ο ίδιος για την οικονομική μας χρεωκοπία. Τίποτα ο Καραμανλής, στόμα ερμητικά κλειστό. Η ριζοσπαστική Αριστερά, για πρώτη φορά μετά τον μεγάλο πόλεμο, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Αχνα από το μεγαλύτερο και συμβολικότερο πολιτικό όνομα της ελληνικής Δεξιάς. Σαν να μην τον πείραξε αυτή η ανατροπή.
Σωρεία προσωπικών συνεργατών και υπουργών του μετοίκισαν σταδιακά στον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, ο οποίος έδειχνε μια σταθερά ύποπτη ανοχή στα πεπραγμένα της καραμανλικής περιόδου. Κατά το τότε αριστερό γκουβέρνο, για την κατάντια μας έφταιγαν όλοι οι πριν και οι μετά τον Καραμανλή. Μηδέν σχόλιο και εδώ από τον πρώην πρωθυπουργό.
Και ξάφνου, μετά το 2023, τον έπιασε λογοδιάρροια, λες και είχε φάει γλιστρίδα. Ανησυχεί για τα σκάνδαλα, για τη Δικαιοσύνη, για την απαξίωση των θεσμών, για την κατεύθυνση της εξωτερικής μας πολιτικής, για τη διολίσθηση της χώρας σε αδύναμη θέση στο Αιγαίο, για τη μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα.
Προσφάτως ανησύχησε σφόδρα και για την πιθανότητα πολιτικής και εθνικής(!) κρίσης. Γενικώς περνάει περίοδο βαθιάς ανησυχίας, την οποία εκφράζει ανά δίμηνο-τρίμηνο σε παρουσιάσεις βιβλίων και απομνημονευμάτων, με τις οποίες αντικατέστησε τις παλιότερες θρυλικές επισκέψεις του σε ταβέρνες και ψαγμένα φαγάδικα της επικράτειας.
Και αφού αποφάσισε να βγάλει από μέσα του όλες τις ανησυχίες που καταχώνιαζε για καιρό, τουλάχιστον δεν το κάνει όπως ο Σαμαράς, που τα λέει τσεκουράτα. Ο Καραμανλής συνεχίζει να διατυπώνει τις θέσεις του με εκείνον τον περιφραστικό και δίχως ευθείες βολές λόγο του, που στο τέλος καταντά χρησμός του Μαντείου των Δελφών. Ο καθένας τον ερμηνεύει κατά το συμφέρον του. Εδώ προχθές «τα έριξε» στον Μητσοτάκη με τόσο περιπεπλεγμένο και αξεδιάλυτο τρόπο, που έδωσε τη δυνατότητα στον Μαρινάκη να πει μέχρι ότι ο πρώην πρωθυπουργός μιλούσε κατά της αντιπολίτευσης.
Αλλά πάντα έτσι κάνει ο Καραμανλής. Δεν ανησυχεί ευθέως ο ίδιος για την κατάπτωση των θεσμών, ανησυχεί που ο κόσμος ανησυχεί γι’ αυτό. Δεν εκρήγνυται ο ίδιος για τα σκάνδαλα, επισημαίνει ότι ο λαός έχει φθάσει στα όρια του με αυτά. Δεν καταδικάζει ευθέως την κατάλυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, προειδοποιεί ότι ο κόσμος έχει μέγα πρόβλημα με αυτή την κατάσταση. Οπότε το λέει και δεν το λέει. Ή το λέει δίχως να το λέει. Ή δεν το λέει, αλλά λέει πως το λένε οι άλλοι. Τελικά, δίχως ο ίδιος να παίρνει ευθεία θέση, γίνεται ένας –έμμεσος και ανεύθυνος– μεσάζων ανησυχιών, φόβων και ζοφερών προβλέψεων για το μέλλον… και όποιος καταλάβει κατάλαβε.
Ο Μητσοτάκης τον κοιτάζει από καιρό με μισό μάτι. Αλλά ούτε μπορεί ούτε προτίθεται να κάνει αυτό που θα ήθελε να κάνει. Μια φορά τόλμησε να πει το αυτονόητο για «την εξωτερική πολιτική αδράνειας της περιόδου 2000-2007» και έπεσε το λαϊκοδεξιό σύμπαν να τον πλακώσει. Αντιστοίχως, ο Καραμανλής δεν σκοπεύει να κάνει αυτό που υποδηλώνουν οι ξαφνικές ανησυχίες του. Δεν τον αφήνει το επίθετο του να δράσει σαν Τσίπρας προς τον Κασσελάκη μέσα στο μπουζουξίδικο. Ή να προσπαθήσει τουλάχιστον.
Κοντολογίς, ο ένας δεν μπορεί να «φάει» τον άλλον, πράγμα που πολύ θα γούσταραν αμφότεροι. Ομως ο ένας έχει μια διακυβέρνηση και μια παράταξη στους ώμους του να διαχειριστεί, ο άλλος δεν έχει τίποτε άλλο πάρα το «κληρονομικώ δικαιώματι ελεύθερο» να κάνει τον κριτή. Ζόρικη δουλειά η πρώτη, εύκολη η δεύτερη. Ο ένας προσπαθεί να κουνήσει το κάρο στον λασπωμένο δρόμο, ο άλλος τον κατακεραυνώνει από τον Ολυμπο του αναχωρητισμού του, ενώ τον καιρό που ήταν ο ίδιος καροτσέρης είχε ρίξει το όχημα στον βάλτο.
Κατά μία έννοια, ο Κώστας Καραμανλής επικαλείται ένα είδος ηθικού πλεονεκτήματος να ομιλεί αφ’ υψηλού στον Μητσοτάκη για τα εθνικά και τα θεσμικά, που απορρέει μόνο από το γεγονός ότι γεννήθηκε Καραμανλής, δίχως να κρίνεται για όσα ο ίδιος έκανε. Καινούριο «ηθικό πλεονέκτημα» αυτό, που στην παρούσα φάση λειτουργεί καταστροφικά για την παράταξη την οποία ο ίδιος υποστηρίζει ότι διαφυλάττει. Διότι η υπηρέτηση μιας στρατηγικής υπονόμευσης και ήττας σαν κι αυτή που έχει εγκαινιάσει, δεν χτυπά τον Μητσοτάκη. Ευθέως τη ΝΔ χτυπά.
Η πολιτικο-εθνική κρίση για την οποία ανησυχεί και προειδοποιεί, κυοφορείται στον δυναμιτισμό του μοναδικού σταθερού πόλου του πολιτικού συστήματος. Ο Ερντογάν ή οι νταβατζήδες (για να θυμηθώ τα παλιά δικά του) ή οι λαϊκιστές των χρεοκοπιών, δεν θα έρθουν όσο ο Μητσοτάκης θα είναι πάνω. Θα έρθουν όταν η χώρα βρεθεί ακέφαλη. Εκτός αν κάποιοι πιστεύουν ότι τότε θα κληθεί κάποιος αναχωρητής εκ Ραφήνας να τη σώσει…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
