Υπόθεση Τριαντόπουλου: Mια δίωξη με προδιαγεγραμμένη έκβαση
Υπόθεση Τριαντόπουλου: Mια δίωξη με προδιαγεγραμμένη έκβαση
Οκτώ κρίσιμα σημεία
1. H υπόθεση Τριαντόπουλου ήταν εξ αρχής προβληματική. Oχι μόνο επειδή υπήρξε παραβίαση ή καταστρατήγηση ή, ακριβέστερα νομίζω, «περιγραφή» του Συντάγματος (α 86 παρ. 3), σίγουρα πάντως μη τήρησή του, λόγω της ουσιαστικά μη διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης εκ μέρους της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που συγκροτήθηκε για τον σκοπό αυτόν μετά τη σχετική πρόταση του ΠΑΣΟΚ, και η μη τήρηση αυτή δεν θεραπεύεται από το ότι δεν μπορεί να υπάρξουν νομικές συνέπειες εις βάρος των υπαιτίων, αφού δεν μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά τα interna corporis της Βουλής (και κάποιος θα έπρεπε να έχει ενημερώσει επ’ αυτού την κυρία Καρυστιανού πριν υποβάλει την τελευταία μήνυσή της).
Ηταν εξαρχής προβληματική και για έναν άλλον, κατά τη γνώμη μου πιο σοβαρό (γιατί δημιουργεί ένα πάρα πολύ κακό προηγούμενο, αυτό ακριβώς που το Σύνταγμα θέλει να αποτρέψει), λόγο: Επειδή ήταν ολοφάνερο ότι δεν «έστεκε» νομικά και, συνεπώς, ήταν εντελώς άδικη η κίνηση της σχετικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα:
Το αδίκημα για τη διερεύνηση του οποίου συγκροτήθηκε η ειδική επιτροπή του άρθρου 86Σ για τον Χρ. Τριαντόπουλο, εις βάρος του οποίου, μετά την επακολουθήσασα ψηφοφορία στην Ολομέλεια ήδη ασκήθηκε ποινική δίωξη, είναι το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, το οποίο ορίζεται από τον νόμο ως εξής (α 259 ΠΚ): «Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη».
Οπως ανέφερε και η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την υπόθεση, από την παραπάνω διάταξη και την πάγια ερμηνεία της προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος απαιτούνται (α) παράβαση ενός καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται και επιβάλλεται από τον νόμο ή από διοικητική πράξη ή απορρέει από τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊστάμενης αρχής ή ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της συγκεκριμένης υπηρεσίας (β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη γνώση και τη θέληση της παράβασης του εν λόγω υπηρεσιακού του καθήκοντος και (γ) σκοπός του δράστη, συνιστάμενος στην επιδίωξή του να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο. Μεταξύ δε της παράβασης του καθήκοντος και του σκοπού ωφέλειας ή βλάβης (που αμφότερες μπορεί να είναι υλικές ή ηθικές) πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι πρόσφορος τρόπος επίτευξης της σκοπούμενης ωφέλειας ή βλάβης.
Συνεπώς, αναγκαίο στοιχείο της παράβασης καθήκοντος αποτελεί η επιδίωξη του δράστη είτε να προσπορίσει παράνομο όφελος σε κάποιον (στον εαυτό του ή σε τρίτο) είτε να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο. Χωρίς να διατυπώνεται υποψία έστω για την ύπαρξη μιας τέτοιας επιδίωξης, κανείς δεν μπορεί καν να κατηγορηθεί για παράβαση καθήκοντος (δεν επιτρέπεται να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη), αφού λείπει ένα από τα συστατικά στοιχεία που συγκροτούν το εν λόγω αδίκημα.
Δηλαδή, αντίθετα από την εντύπωση που μάλλον επικρατεί στους μη νομικούς, για να κατηγορηθεί κάποιος για παράβαση καθήκοντος, δεν φτάνει να κάνει μια παράνομη πράξη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ακόμη και εκ προθέσεως. Τέτοιες γίνονται χιλιάδες, καθημερινά, σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης, από μια άδεια που δόθηκε ή δεν δόθηκε παράνομα μέχρι μια υπουργική απόφαση που παραβιάζει το νόμο, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τις χιλιάδες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που ακυρώνουν καθημερινά παράνομες διοικητικές πράξεις. Αλίμονο αν σε κάθε τέτοια περίπτωση θεωρείτο ότι έχει τελεσθεί παράβαση καθήκοντος. Οχι βέβαια. Παράβαση καθήκοντος, ως αξιόποινη πράξη, υπάρχει μόνο όταν η παραβίαση του νόμου γίνεται με γνώση της σχετικής αντίθετης νομικής υποχρέωσης και βούληση παραβίασής της προκειμένου κάποιος να ωφεληθεί ή να ζημιωθεί παράνομα.
Στην περίπτωση Τριαντόπουλου λείπει εντελώς από την εις βάρος του κατηγορία αυτό το αναγκαίο στοιχείο, η αναφορά σε επιδίωξή του να ωφεληθεί κάποιος, όπως βέβαια και ο προσδιορισμός του ωφελούμενου (ή, εναλλακτικά, σε επιδίωξη πρόκλησης ζημίας σε κάποιον ή στο κράτος), ακόμη και ως αναπόδεικτη υποψία.
2. Αυτή η κρίσιμη έλλειψη, η οποία στη νομική γλώσσα καθιστά την κατηγορία «νόμω αβάσιμη», δηλαδή άνευ άλλου απορριπτέα, χωρίς καν να χρειάζεται καμιά περαιτέρω επί της ουσίας διερεύνηση (αφού δεν υφίστανται τα στοιχεία εκείνα τα αδικήματος που θα έπρεπε να διερευνηθούν), ήταν γνωστή εξαρχής. Γνωστή ασφαλώς και στους συντάκτες της πρότασης του ΠΑΣΟΚ για τη συγκρότηση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής εις βάρος του κ. Τριαντόπουλου, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς αν τη διαβάσει: ενώ παραθέτει τόσο τα πραγματικά περιστατικά όσο και τα στοιχεία που προβλέπει ο νόμος, όταν φτάνει στο δια ταύτα σε σχέση με τη συνδρομή ή μη των στοιχείων του αδικήματος στη συγκεκριμένη υπόθεση, και δη του κρίσιμου αυτού στοιχείου, στο αν δηλαδή υπήρχε τέτοια επιδίωξη εκ μέρους του κ. Τριαντόπουλου και ποια ενδεχομένως ήταν αυτή (ποιον δηλαδή ήθελε να ωφελήσει ή να ζημιώσει, ή, έστω, αν ήθελε να ωφελήσει ή να ζημιώσει κάποιον), σιωπά. Σιωπά προφανώς συνειδητά, για τον απλό λόγο ότι οι έμπειροι νομικοί που την συνέταξαν είχαν την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό να μην καταφύγουν στην πολλάκις καταγγελθείσα από τον νομικό κόσμο παλιά εισαγγελική πρακτική να συμπληρώνεται μια τέτοια κρίσιμη έλλειψη με φράσεις όπως «…προκειμένου να προσπορίσει σε άγνωστο πρόσωπο άγνωστο όφελος…».
Είναι αλήθεια ότι η υποβολή της πρότασης εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ εν γνώσει της συγκεκριμένης κρίσιμης έλλειψης θα μπορούσε σε κάποιο βαθμό να δικαιολογηθεί στη βάση του ότι δεν αφορούσε παρά στην διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (για τον σκοπό αυτόν συγκροτείται η επιτροπή της παρ. 3 του α 86Σ), κατά την οποία υπήρχε η θεωρητική πιθανότητα στη διαδικασία ενώπιον της επιτροπής να εντοπισθούν στοιχεία που θα την συμπλήρωναν, αν και κανονικά, από αυστηρά νομική πλευρά, ούτε προκαταρκτική εξέταση επιτρέπεται να γίνει εις βάρος κάποιου (που καθίσταται έτσι επίσημα «ύποπτος», κάτι διόλου αδιάφορο, ιδίως στη δημόσια ζωή) όταν η εναντίον του μηνυόμενη πράξη δεν περιλαμβάνει καν, έστω αναπόδεικτα, ως εξιστόρηση, όλα τα αναγκαία στοιχεία του αδικήματος, δηλαδή δεν στηρίζεται στον νόμο, αλλά η υπόθεση πρέπει να τεθεί στο αρχείο (παρ. 3 α 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
Αυτό όμως που δεν μπορεί καθόλου να δικαιολογηθεί είναι η μετά τη λήξη των (τύποις) εργασιών της επιτροπής πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, ισοδυναμούσα με άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος του Χ. Τριαντόπουλου, περί παραπομπής του ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου ως κατηγορούμενου για παράβαση καθήκοντος, χωρίς η έλλειψη του προαναφερόμενου κρίσιμου στοιχείου να έχει έστω και κατ’ ελάχιστον καλυφθεί. Αντίθετα, εξακολουθεί να λείπει οποιαδήποτε αναφορά στο νομικά αναγκαίο στοιχείο της εκ μέρους του παράνομης επιδίωξης προσπορισμού οφέλους ή πρόκλησης βλάβης!
Για να καταδειχθεί η σημασία αυτής της έλλειψης, είναι σαν κάποιος να κατηγορείται ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος (α 42 ΚΟΚ) χωρίς καν το κατηγορητήριο να αναφέρει, έστω αναπόδεικτα, ότι οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος! Νομικά θα ήταν αδιανόητη και, φυσικά, πλημμελής, μια τέτοια άσκηση ποινικής δίωξης, η οποία φυσικά δεν θα είχε καμία τύχη. Ακριβώς αντίστοιχο όμως είναι αυτό που συνέβη εν προκειμένω.
3. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί η αλήθεια είναι ότι τόσο, αρχικά, η υποβολή της πρότασης του ΠΑΣΟΚ και η αποδοχή της από τη ΝΔ για σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής όσο και, στη συνέχεια, η απόφαση για άσκηση ποινικής δίωξης, υπαγορεύθηκαν αποκλειστικά υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία με τη σειρά της, όπως όλοι ζήσαμε, δημιουργήθηκε από μια ανεξέλεγκτη, χωρίς κανένα μέτρο, κατά παραβίαση κάθε επιστημονικής, δημοσιογραφικής, αλλά και δικηγορικής δεοντολογίας, διάδοση κάθε πιθανής και απίθανης θεωρίας που είχε στο κέντρο της, με μόνη τεκμηρίωση την πυρκαγιά που προκλήθηκε κατά τη σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη, την ύπαρξη ξυλολίου ή άλλης εύφλεκτης ουσίας, που υποτίθεται παράνομα μετέφερε το ένα από τα δύο τρένα, η οποία τάχα ανήκε και είχε φορτωθεί από κάποιον λαθρεμπόρο καυσίμων ή άλλο ισχυρό πρόσωπο (ή, κατ’ άλλη εκδοχή, από τον στρατό ή και από το ίδιο το ΝΑΤΟ), τους οποίους η κυβέρνηση ή κάποιοι στην κυβέρνηση ή τουλάχιστον ο Πρωθυπουργός, για κάποιον άγνωστο λόγο, όχι μόνο γνώριζαν, αλλά ήθελαν και να προστατεύσουν. Αυτό υποτίθεται, χωρίς να έχει λεχθεί ρητά αλλά να υπάρχει όμως γενικώς ως υπονοούμενο στη δημόσια σφαίρα, ήταν που επιδίωξε τάχα να κάνει ο Χ. Τριαντόπουλος, να ωφελήσει αυτούς, κατόπιν πιθανώς άνωθεν εντολών ή ενδεχομένως κι από μόνος του, με τον όποιο εκ μέρους του συντονισμό αποκατάστασης του χώρου (που ταυτίστηκε στην πορεία με τους όρους «μπάζωμα» και «ξεμπάζωμα»), αφού με τον τρόπο αυτόν και την απομάκρυνση χωμάτων και υλικών δεν θα ήταν δυνατόν να ανιχνευθεί η υποτιθέμενη αυτή, παράνομα μεταφερθείσα, ουσία και, συνακόλουθα, να εντοπισθεί ο αποστολέας της…
Φαίνεται εξωφρενικό και τερατώδες ως κατηγορία; Και όμως! Αυτό που σήμερα δείχνει τόσο εξωφρενικό, το οποίο πράγματι μπορεί να χαρακτηρισθεί τρομακτικό ως κοινωνικό φαινόμενο, που πιθανότατα θα αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών στο μέλλον, είχε στ’ αλήθεια επικρατήσει στην ελληνική κοινωνία.
Αυτό λοιπόν και η ανάγκη αντιμετώπισης της αντίστοιχης πίεσης της κοινής γνώμης ήταν στην πραγματικότητα ο λόγος (ακραιφνώς δηλαδή πολιτικός) που οδήγησε αρχικά στην υποβολή (ΠΑΣΟΚ) και αποδοχή (ΝΔ) της πρότασης για τη συγκρότηση της επιτροπής του α 86 Σ κατά του Χ. Τριαντόπουλου και, στη συνέχεια, πριν από λίγες ημέρες (με ψήφους ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), στην άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του. Οι μεν για να δείξουν ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν στην υπόθεση και προς απόδειξη συμπράττουν και οι ίδιοι να παραπεμφθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης ένας υπουργός τους, παρόλο που τον θεωρούν αθώο, οι δε για να μη φανεί ότι υστερούν σε διωκτικό και αντιπολιτευτικό μένος και κατηγορηθούν ως «συστημικοί».
4. Υπό την ίδια πίεση, άλλωστε, είχε συμβεί και κάτι άλλο νωρίτερα, που επηρέασε τα πράγματα και την απόφαση για συγκρότηση της ειδικής επιτροπής του α 86 Σ. Οτι, δηλαδή, όταν η αρμόδια εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας είχε θέσει στο αρχείο τη μήνυση συγγενών θυμάτων για το περίφημο «μπάζωμα», μετά τον προαναφερόμενο βομβαρδισμό της κοινής γνώμης από σενάρια και τηλεοπτικούς αυτοανακηρυχθέντες πραγματογνώμονες, η εισαγγελέας Εφετών Λάρισας, κάνοντας δεκτή τη σχετική προσφυγή κάποιου εκ των μηνυτών, τελικά άσκησε ποινική δίωξη κατά 4 προσώπων (Αγοραστού και άλλων τριών) για παράβαση καθήκοντος από κοινού. Η εξέλιξη αυτή χρησιμοποιήθηκε από όλες τις πλευρές για την αιτιολόγηση της δίωξης Τριαντόπουλου, με τη λογική τού αφού διώκονται ιδιώτες για το «μπάζωμα», γιατί να μη διωχθεί και το εμπλεκόμενο στις ίδιες πράξεις, και μάλιστα ως συντονιστής, πολιτικό πρόσωπο.
Σημειώνεται, επιπροσθέτως, για να θυμηθούμε καλύτερα το κλίμα των προηγούμενων μηνών, εντός του οποίου κινήθηκε η διαδικασία εις βάρος του Χ. Τριαντόπουλου, ότι η Εισαγγελέας του ΑΠ παρήγγειλε και πειθαρχική έρευνα κατά της εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας που είχε εκδώσει την αρχική απορριπτική διάταξη για τη μήνυση.
5. Oλα όμως τα παραπάνω δεν θεράπευσαν βέβαια την κρίσιμη έλλειψη που προαναφέρθηκε. Αντιθέτως. Αν την περίοδο που αποφασίστηκε η συγκρότηση της επιτροπής του α 86Σ, που ακόμη αναμένονταν τα αποτελέσματα επίσημων ερευνών, ήταν ίσως εύλογο να υπάρχουν αμφιβολίες και ερωτηματικά (παρόλο που σε ένα κράτος δικαίου οι αμφιβολίες δεν μπορεί να δημιουργούν ενόχους, εδώ όμως βιώσαμε μια συλλογική παράκρουση, με πλήρη αναστροφή όχι μόνο του τεκμηρίου της αθωότητας και του βάρους απόδειξης αλλά και της ίδιας της λογικής), αυτό δεν ίσχυε καθόλου πια την στιγμή που αποφασίστηκε η δίωξη Τριαντόπουλου, αφού ήδη, πέρα από την διαπίστωση της γνησιότητας των βίντεο από τα οποία προέκυπτε ότι δεν υπήρχε καμία δεξαμενή στα επίμαχα ανοικτά βαγόνια, από τα δημοσιευθέντα αποτελέσματα πολλών σοβαρών επιστημονικών μελετών, κάποιων μάλιστα με πρωτοβουλία συγγενών θυμάτων, κανένα απολύτως στοιχείο δεν είχε προκύψει ούτε για ύπαρξη παράνομα μεταφερθείσας ουσίας ούτε, ακόμη περισσότερο, για επιδίωξη του Χ. Τριαντόπουλου, με οποιαδήποτε πράξη του, να προσπορίσει κάποια παράνομη ωφέλεια σε κάποιον (που υπονοείτο ότι θα ήταν ο ιδιοκτήτης αυτής της μη εντοπισθείσας τελικά, υποτιθέμενης παράνομα μεταφερθείσας ουσίας ή, έστω, σε οποιονδήποτε άλλον) ή να προκαλέσει κάποια βλάβη στο κράτος ή σε κάποιο πρόσωπο.
Αναμφίβολα, κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι υπάρχει κάποιο στοιχείο που να μπορεί να στηρίξει μια τέτοια κατηγορία. Συνεπώς, μετά τη διάψευση και, πάντως, μη επιβεβαίωση αυτών των σεναρίων, που συνεπάγεται απουσία και του παραμικρού περιθωρίου βάσιμης υποψίας για την ύπαρξη τέτοιας εκ μέρους του επιδίωξης, η απόφαση περί δίωξής του είναι μια απόφαση παντελώς αδικαιολόγητη νομικά. Για την ακρίβεια, μια απόφαση που δεν στηρίζεται στον νόμο. Δηλαδή, που παραβιάζει τον νόμο.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το χειρότερο πλήγμα κατά της νομιμότητας στην υπόθεση.
Διότι, τον μεν Χρήστο Τριαντόπουλο δεν τον γνωρίζω προσωπικά και, ομολογώ, δεν μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής. Ομως, η κατάφωρα άδικη, εν προκειμένω και ατιμωτική για πολιτικό, ποινική δίωξη ενός ανθρώπου, οποιουδήποτε ανθρώπου, για μια πράξη της οποίας λείπουν εξαρχής τα αναγκαία στοιχεία ακόμη και για να χαρακτηρισθεί ως ποινικό αδίκημα (!), αποτελεί μια απαράδεκτη υποχώρηση στον ανορθολογισμό, που συνιστά μια πολύ αρνητική και επικίνδυνη παρακαταθήκη για το μέλλον.
6. Αυτό όμως δεν είναι το τελευταίο πλήγμα για την έννομη τάξη. Οπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα και όπως πολύ καλά γνωρίζουν όλοι οι παροικούντες στη νομική Ιερουσαλήμ της χώρας, όσοι τουλάχιστον ασχολούνται στοιχειωδώς με το ποινικό δίκαιο, η κατηγορία κατά του Χρ. Τριαντόπουλου δεν έχει καμία απολύτως ελπίδα να προχωρήσει υπό τη δικαστική κρίση του επόμενου σταδίου. Οσον, δε, αφορά τα άλλα υποθετικά ενδεχόμενα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο, δηλαδή τη δίωξή του για πρόσθετο ή διαφορετικό αδίκημα ή τη διατύπωση κατηγορίας και κατά άλλων ενδεχομένως πολιτικών προσώπων (με απαιτούμενη βεβαίως για κάτι τέτοιο νέα απόφαση της Βουλής, εφόσον προλάβει, βλ. παρακάτω), αυτά όλα είναι σχεδόν απίθανο να συντρέξουν, κυρίως για ουσιαστικούς λόγους, αφού φαίνεται να λείπει και το ελάχιστο πραγματολογικό στοιχείο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοιες εξελίξεις.
Συνεπώς, μπορεί εύκολα να διακινδυνεύσει κανείς την πρόβλεψη ότι το δικαστικό συμβούλιο θα εκδώσει απαλλακτικό βούλευμα για τον κ. Τριαντόπουλο (πιθανότερα, θα παύσει την ποινική του δίωξη για την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος που τον βαραίνει, ως μη στηριζόμενη στον νόμο). Με αποτέλεσμα η Δικαιοσύνη να αναλάβει απέναντι στην κοινή γνώμη μια ευθύνη που κανονικά δεν είναι δική της, μια ευθύνη την οποία τα πολιτικά κόμματα της χώρας ή, έστω, τα υπεύθυνα πολιτικά κόμματα, όφειλαν να έχουν αναλάβει, μη ασκώντας μια καταφανώς άδικη και αστήρικτη ποινική δίωξη και εξηγώντας στον ελληνικό λαό ότι αυτό υπαγορεύει το κράτος δικαίου και οι κανόνες του, όσο κι αν κραυγάζουν οι εκπρόσωποι του ανορθολογισμού που καπηλεύονται τον θάνατο των 57 ανθρώπων και τον πόνο των συγγενών τους.
7. Το μόνο (συμπτωματικά) θετικό από την όλη εξέλιξη και την ασκηθείσα δίωξη είναι η αποφυγή της παραγραφής στην υπόθεση για τον Χρ. Τριαντόπουλο. Διότι, αντίθετα από σχετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί, η κατάργηση με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση της προβλεπόμενης στο α 86 Σ σύντομης προθεσμίας, δεν κατάργησε αυτοδικαίως την σχετική (ίδια) πρόβλεψη που υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει στον εφαρμοστικό νόμο. Και τούτο διότι η κατάργηση της συγκεκριμένης πρόβλεψης στο Σύνταγμα, χωρίς να συνοδεύεται από κάποια άλλη συγκεκριμένη ειδική πρόβλεψη (λχ θα μπορούσε να ορίζει ότι για κάθε αξιόποινη πράξη υπουργού ισχύει η αντίστοιχη παραγραφή που ισχύει γενικώς για τις πράξεις αυτές για τα μη πολιτικά πρόσωπα, δεν το λέει όμως αλλά σιωπά), άφησε στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να ρυθμίσει όπως εκείνος κρίνει το θέμα, εντελώς ελεύθερα, μη αποκλείοντας κανένα ενδεχόμενο, ούτε το ενδεχόμενο η όποια παραγραφή για τις πράξεις των υπουργών να είναι διαφορετική, άρα και συντομότερη, από αυτή που ισχύει γενικώς. Συνεπώς, δεν είναι κατά τη γνώμη μου ορθή η άποψη ότι η τροποποίηση του α 86 Σ, με την απάλειψη της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα ως το έτος 2019 σύντομης προθεσμίας, επέφερε αυτοδικαίως και την κατάργηση της αντίστοιχης προθεσμίας που υπάρχει στο νόμο, αφού δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αντίθεση του νόμου στο Σύνταγμα. Η δε άποψη ότι μπορεί μεν να μην αντίκειται ο νόμος στο γράμμα της τροποποιηθείσας διάταξης του α 86 Σ (που δεν διαλαμβάνει καμιά απολύτως πρόβλεψη), αντίκειται όμως στη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, δεν νομίζω ότι μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί γιατί, όπως εξήγησε και ο Ε. Βενιζέλος, κατά πάγια εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομολογία, ο ποινικός νόμος ερμηνεύεται στενά, ιδίως μάλιστα δεν επιτρέπονται τέτοιες ερμηνείες που κατατείνουν στην επιδείνωση της θέσης του κατηγορουμένου.
Είναι δε σκόπιμο εδώ, επιπλέον των παραπάνω, να υπογραμμισθεί ότι οι περί παραγραφής διατάξεις θεωρούνται ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και, ως γνωστόν, καμιά αλλαγή ουσιαστικού ποινικού νόμου επί το δυσμενέστερο για τον κατηγορούμενο δεν επιτρέπεται να εφαρμοστεί αναδρομικά. Δηλαδή, ακόμη κι αν ο νόμος αλλάξει τώρα, όπως πολλοί προτείνουν ως λύση και ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει προαναγγείλει, η όποια κατάργηση ή αλλαγή της ακόμη σήμερα υπάρχουσας σύντομης παραγραφής, θα ισχύσει μόνο για τα αδικήματα που θα τελεσθούν μετά από την θέση σε ισχύ του νέου νόμου και δεν θα καταλαμβάνει όσα έχουν ως τότε τελεσθεί, δηλαδή, εν προκειμένω, οποιαδήποτε μέχρι σήμερα πράξη που συνδέεται με την υπόθεση των Τεμπών.
Ολα αυτά είναι προφανές ότι θα ήταν δύσκολο να εξηγηθούν σε μία, δικαιολογημένα σε μεγάλο βαθμό, καχύποπτη κοινωνία, η οποία θα έβλεπε την παραγραφή ως άλλο ένα κουκούλωμα για να προστατευθούν οι πολιτικοί. Αυτό θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί ως το μόνο θετικό της άσκησης ποινικής δίωξης κατά του Χρ. Τριαντόπουλου, η οποία διέκοψε την παραγραφή, αφού αν η ειδική επιτροπή της Βουλής προχωρούσε κανονικά σε διερεύνηση εις βάθος της όλης υπόθεσης, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα προλάβαινε να έχει ολοκληρώσει τις εργασίες της, με κατάθεση πορίσματος και ψηφοφορία στην Ολομέλεια για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης, πριν από το τέλος Ιουνίου, κάτι που θα ενίσχυε περαιτέρω την γενικότερη διάθεση αμφισβήτησης των θεσμών.
8. Το συμπέρασμα όμως παραμένει και είναι αναμφισβήτητο: ο χειρισμός της υπόθεσης των Τεμπών στο επίπεδο της αναζήτησης τυχόν ποινικής ευθύνης πολιτικών προσώπων, που προσωποποιήθηκε στο πρόσωπο του Χρ. Τριαντόπουλου, υπήρξε πολλαπλώς τραυματικός για το κράτος δικαίου, πάντα λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, σε μια εμφανή αδυναμία των σοβαρών πολιτικών δυνάμεων της χώρας να αρθρώσουν ορθό λόγο και να παραμείνουν ψύχραιμοι, με σεβασμό στην τήρηση των κανόνων, απέναντι στον ανορθολογισμό, τον οποίο έτσι στην πραγματικότητα ενθάρρυναν: Αρχικά υποβλήθηκε και έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία μια πρόταση χωρίς τα επαρκή σύμφωνα με τον νόμο στοιχεία, στη συνέχεια δεν τηρήθηκε η υπάρχουσα –όχι εύστοχη αλλά ισχύουσα, άρα εφαρμοστέα– συνταγματική πρόβλεψη του α 86Σ για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης παρά μόνο προσχηματικά και, τέλος, ασκήθηκε ποινική δίωξη ενώ είχε πλέον γίνει καταφανές ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος.
Το χειρότερο είναι πως παρότι όλα τα παραπάνω ήταν κομματικοί χειρισμοί που αποφασίστηκαν με αποκλειστικό γνώμονα όχι τον νόμο αλλά τις πολιτικές σκοπιμότητες του κάθε κόμματος, επειδή η Δικαιοσύνη είναι αυτή που καλείται τώρα να επιληφθεί, όταν, κάνοντας το καθήκον της και εφαρμόζοντας τον νόμο, διαπιστώσει ότι είναι νομικά αβάσιμη η κατηγορία κατά του Χρ. Τριαντόπουλου, εκείνη θα εισπράξει και το κόστος για όλους τους παραπάνω χειρισμούς.
O Παναγιώτης Περάκης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, επικεφαλής του Justice Watch (Παρατηρητηρίου για τη Δικαιοσύνη) και πρώην πρόεδρος του CCBE (του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων)
Το ανωτέρω κείμενο απηχεί προσωπικές απόψεις του κ. Περάκη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
