Ακρίβεια – στεγαστικό: Η ασύμμετρη πολιτική απειλή
Ακρίβεια – στεγαστικό: Η ασύμμετρη πολιτική απειλή
Μπορεί ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη να έχει υποχωρήσει από τις αρχές του καλοκαιριού (Ιούνιο και Ιούλιο) στο 2% – το χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2021 και χρονικό ορόσημο της τελευταίας παγκόσμιας πληθωριστικής κρίσης –, όμως η Ελλάδα εξακολουθεί να τραβάει τον δικό της δρόμο.
Με οδηγό τις συνεχείς ανατιμήσεις στην ηλεκτρική ενέργεια και στις υπηρεσίες – που τροφοδοτούνται από την υψηλή ζήτηση που φέρνει ο τουρισμός, καθώς βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού – ο δείκτης τιμών καταναλωτή ανεβαίνει μήνα με τον μήνα και έφτασε το 3,7% τον Ιούλιο, σύμφωνα με τη Eurostat, επίδοση που είναι η πέμπτη υψηλότερη στην ευρωζώνη.
Αν και αυτή η εξέλιξη απασχολεί την κυβέρνηση, καθώς διαπιστώνει ότι τα αλλεπάλληλα μέτρα συγκράτησης των τιμών που έχει λάβει δεν αποδίδουν, η Τράπεζα της Ελλάδος ανησυχεί για μια άλλη, λιγότερο ορατή αλλά πιο ανθεκτική τάση: τον δομικό πληθωρισμό.
Σύμφωνα με το Inflation Monitor, ο δομικός πληθωρισμός – δηλαδή ο δείκτης τιμών καταναλωτή χωρίς την επίδραση των καυσίμων και των οπωροκηπευτικών, προϊόντων που χαρακτηρίζονται από εποχικές διακυμάνσεις– τρέχει από τον Ιούνιο με ρυθμό 4% (!)
Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές βασικών αγαθών σε όλους τους τομείς (βιομηχανικά προϊόντα, τρόφιμα, ποτά, καπνός, υπηρεσίες, εισιτήρια) αυξάνονται με ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό. Και το κυριότερο: η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες.
Τον «χορό» των νέων ανατιμήσεων, σύμφωνα με την ανάλυση, πυροδοτούν δύο βασικές πηγές:
- Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και κλιματισμού, το κόστος της οποίας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 14,6%. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο οι τιμές της ενέργειας στην ευρωζώνη υποχώρησαν κατά 2,6% (μετά τη μείωση 2,5% τον Ιούνιο), ενώ στην ελληνική αγορά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
- Οι υπηρεσίες εστίασης, καταλυμάτων και γενικότερα τουρισμού, που αυξήθηκαν κατά 7,5% σε ετήσια βάση, συμπληρώνουν την εικόνα των δυσκολιών και εξηγούν την πίεση που υφίστανται τα νοικοκυριά, γιατί οι νέοι παραμένουν στην πατρική εστία και το πώς οι διακοπές έγιναν απλησίαστες.
Σε αυτόν τον κύκλο ανατιμήσεων προστέθηκαν και οι αυξήσεις στην παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και σκευασμάτων –8,6% (κατά μέσο όρο)– οι οποίες εγκρίθηκαν με το τελευταίο δελτίο τιμών φαρμάκων.
Τι συμβαίνει στην Ευρώπη
Οπως δήλωσε στην τελευταία της συνέντευξη η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μετά την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου να διακοπεί ο κύκλος μείωσης των επιτοκίων του ευρώ, «οι προβλέψεις για την πορεία του πληθωρισμού τρία χρόνια μπροστά παραμένουν αμετάβλητες. Δείχνουν ότι θα κινείται μεταξύ 2% και 2,4%».
Σε αυτή την εξέλιξη οδηγεί η επιβράδυνση της οικονομίας (λόγω των δασμών Τραμπ και της παγκόσμιας αβεβαιότητας), αλλά κυρίως οι χαμηλές προσδοκίες για αυξήσεις των μισθών και των αμοιβών εργασίας.
Η Ελλάδα ζητά περισσότερα
Στην Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έντονα το πρόβλημα της ακρίβειας – παρά την σταδιακή υποχώρηση του πληθωρισμού, που είχε φτάσει στο 9,2% τον Μάρτιο του 2022 –, η είσοδος στη δεύτερη φάση του πολιτικού κύκλου ίσως επιβάλει στην κυβέρνηση τη μεγαλύτερη αύξηση των χαμηλών μισθών και των συντάξεων, καθώς και τον σχεδιασμό μέτρων για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος για όσους εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα (και σέρνουν το κάρο των φορολογικών εσόδων).
Η συγκυρία αυτή δημιουργεί μια δύσκολη εξίσωση πολιτικών αποφάσεων ενόψει των ανακοινώσεων του Κυριάκου Μητσοτάκης στη ΔΕΘ (5-7 Σεπτεμβρίου), οι οποίες απασχολούν ήδη το οικονομικό επιτελείο.
Τα ερωτήματα είναι πολλά:
♦ Πόσο θα αυξηθούν το 2026, κατ’ ελάχιστο, οι βασικές αποδοχές των μισθωτών και οι συντάξεις;
♦ Πόσο μπορούν να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα;
♦ Θα εφαρμοστούν ή όχι οι αυξήσεις κατά 60% στα τέλη χρήσης συστήματος (χρεώσεις ΑΔΜΗΕ) από την 1η Σεπτεμβρίου, για να καλυφθούν οι επενδυτικές δαπάνες για την ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Αττικής; Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι πέραν των αυξήσεων από την πλευρά των παρόχων στη τιμή της κιλοβατώρας, θα επιβαρυνθεί και το πάγιο.
Πρόκειται για μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων, καθώς από τις απαντήσεις τους εξαρτάται η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και, κυρίως, η εμπέδωση του αισθήματος ότι τα προβλήματα του κόστους ζωής αντιμετωπίζονται.
Αυτό το αίσθημα – η δυσφορία για την ακρίβεια – σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος επιδεινώνεται, καθώς η άνοδος του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (όπως η περιορισμένη προσφορά στέγης προς ενοικίαση), έχει συμπαρασύρει το κόστος στέγασης για το σύνολο των νοικοκυριών και ιδιαίτερα για τα νέα ζευγάρια. Ενώ οι οικονομολόγοι έχουν καταγράψει από τη δεκαετία του 1970 ότι η αύξηση των τιμών προκαλεί ούτως ή άλλως δυσφορία στους πολίτες, ακόμη κι αν αυξάνονται οι μισθοί, γεγονός που επηρεάζει και την πολιτική τους συμπεριφορά.
Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΙΟΒΕ για την «Προσιτότητα της στέγασης για τα ελληνικά νοικοκυριά», οι διαπιστώσεις είναι ανησυχητικές: Ενα στα τρία νοικοκυριά δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για το κόστος στέγασης – δείκτης που φέρνει την Ελλάδα στη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αυτή η εξέλιξη οφείλεται στην εκρηκτική αύξηση των ενοικίων αλλά και του κόστους ενέργειας (ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου), που ξεκίνησε από το 2021 και επιτείνεται μέχρι σήμερα.
Τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση – όπως η επιδότηση στεγαστικών δανείων με τα προγράμματα «Σπίτι μου 1» και «Σπίτι μου 2», το επίδομα ενοικίου στους φοιτητές και, από τον Νοέμβριο, σε όλους τους ενοικιαστές, καθώς και η «κοινωνική αντιπαροχή», ένα πρόγραμμα φθηνής στέγης σε δημόσια οικόπεδα που ξεκινά αλλά αναμένεται να φανεί σε δύο χρόνια – δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.
Και αυτό είναι το πρόβλημα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
