Protagon Main Image
Επικαιρότητα

Αποχαιρετώντας τον «μάγο της σκηνής»

Πρόσωπα και στιγμές από την ανθρώπινη πομπή που συνόδευσε τον Διονύση Σαββόπουλο από τη Μητρόπολη Αθηνών έως το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών 
Protagon Team

Οι γενιές των ελλήνων τραγουδοποιών, τραγουδιστών και ερμηνευτριών αποχαιρετούσαν έναν από τους μεγάλους που τους έδωσε κάποτε «φωνή». Τον τρόπο να γράφεις τραγούδια στην ελληνική γλώσσα με σεβασμό στην παράδοση, αλλά και στην ελευθερία. Να σπας τους κανόνες και να μην υπολογίζεις τις «γλώσσες τις στραγγαλίστριες». Γι’ αυτό η έτσι κι αλλιώς λιτή τελετή απέκτησε κάτι από την εικόνα του αρχαίου Χορού όταν ένας ένας και μία μία οι καλλιτέχνες εναλλάσσονταν ως «συνοδοί» του εκλιπόντος σε τέσσερα σημεία μπροστά από την ωραία Πύλη. Από τον Γιώργο Νταλάρα, τον Μανώλη Μητσιά και την Ελευθερία Αρβανιτάκη έως τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τον Βαγγέλη Γερμανό, τον Κώστα Μαραβέγια και την Ελεωνόρα Ζουγανέλη (δεν έχει νόημα η πλήρης απαρίθμηση, έτσι κι αλλιώς, καθώς οι καλλιτέχνες κατέφταναν κατά δεκάδες). 

Ο καθένας και η καθεμία θυμόντουσαν στιγμιότυπα από μία σχέση πολύτιμη, ενίοτε αυστηρή, αλλά μονίμως αυθεντική. Το είπαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της τελετής, το επανέλαβαν και αργότερα όταν βρέθηκαν μόνοι σε παρέες για να αποχαιρετήσουν με τον δικό τους τρόπο τον «δάσκαλο»: έπαιρνε συνεχώς θέση για την κοινωνική και πολιτική ζωή, πολύ συχνά κόντρα σε αυτό που ήθελαν να ακούσουν ακόμη και οι ίδιοι. Πρόσωπα που μέσα στη Μητρόπολη συνεννοούνταν με -χαμένα- βλέμματα, αλλά αργότερα θα θυμόντουσαν έως και ευχάριστες στιγμές ή κουβέντες του εκλιπόντος. 

Την ίδια στιγμή, τα λίγα κεριά σπινθήριζαν μέσα στη Μητρόπολη χωρίς να δίνουν μεγάλη φλόγα. Οι ήχοι και οι μυρωδιές της εκκλησίας ήταν φυσικά οικείες στον Διονύση Σαββόπουλο και με έναν τρόπο που μόνος εκείνος ήξερε να φιλτράρει έβρισκαν δίοδο και στα τραγούδια του («Πάντα μπρος, πάντα μπρος ταξιδιώτες/ το θεόρατο σκάφος προχωρεί/από δω στην κλεισούρα, στους πάγους/ κι από κει σε εκκλησία ανοιχτή»). Το ίδιο το σκηνικό ίσως και να φαινόταν αντιφατικό: οι διαφορετικές γενιές του ελληνικού τραγουδιού αποχαιρετούσαν έναν δημιουργό που έφτιαξε τραγούδια από σαρκασμό, «φωτιά», ανθρώπινα πάθη λοξές και «εκκεντρικές» λέξεις, χιούμορ και αμφισβήτηση. Όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των σιωπηλών αγίων στον διάκοσμο του τέμπλου και τη στιβαρότητα των ιερέων, που, σύμφωνα με μια κουβέντα της στιχουργού Λίνας Νικολακοπούλου, «έμοιαζαν και αυτοί σεβαστικοί και γλυκύτεροι». 

Όταν η τελετή ολοκληρώθηκε –χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία να παρίσταται στο σύνολό της–, όλοι ξαναβγήκαν στο προαύλιο. Με τη σορό να προπορεύεται η συγκίνηση επανήλθε με τους πρώτους ήχους που έπαιξε χαμηλόφωνα η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού: «Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά». Άλλη μια χαριτωμένη αντίφαση με τα λόγια του ίδιου του εκλιπόντος. Τα χειροκροτήματα από το παραταγμένο πλήθος εναλλάχθηκαν αρκετές φορές με το ψιθύρισμα αγαπημένων τραγουδιών: «Συννεφούλα», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη», «Ας κρατήσουν οι χοροί». Οι θαυμαστές μιας ζωής, ο «κόσμος» στον οποίο ήθελε να ανήκει, ήταν εκεί και είχε κατακλύσει την οδό Μητροπόλεως ξεκινώντας μαζί με τους καλλιτέχνες την ανηφορική διαδρομή προς το Α’ Νεκροταφείο. 

Και ο καθένας θυμόταν ιστορίες και λόγια από τους επικηδείους που είχαν προηγηθεί: από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, την πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τον Σταμάτη Φασουλή, τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Αλέξη Κυριτσόπουλο. Με ξεχωριστή αναφορά -για ευνόητους λόγους- στον λόγο του γιου του, Κορνήλιου, και του εγγονού του, Διονύση. «Τα τραγούδια του πατέρα μου ήταν διπλά, είχαν δύο τραγούδια μέσα στο κάθε τραγούδι» είχε πει ο πρώτος πριν από λίγα λεπτά. «Το ένα έτρεχε μπροστά, το κυρίως θέμα και το άλλο ακολουθούσε από πίσω, στο background, σαν ριάκι σε δύο όχθες. Μου πήρε 57 χρόνια να καταλάβω γιατί το κάνει αυτό. Είχε δύο ζωές. Η μια ήταν πιο άυλη, πνευματική, η άλλη πιο γήινη, πιο σταθερή, πιο υλική…». «Από πάντα θυμάμαι να μου μεταδίδεις την αγάπη με ειλικρίνεια, σα να έχεις καταλάβει τον πυρήνα της. Ίσως αυτό που ήθελες να καταφέρεις ήταν η ένωση, αυτός ήταν ο γνώμονας για τη ζωή σου» συμπλήρωνε ο δεύτερος. 

Στο τέρμα της οδού Αναπαύσεως οι φίλοι βρέθηκαν πάλι ενωμένοι, με την Άσπα Σαββοπούλου να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και τη φροντίδα όλων. Και ύστερα από μια μικρή ανάπαυλα ανέβηκαν την τελευταία μικρή ανηφόρα για να σταθούν στο σημείο όπου η αττική γη θα υποδεχόταν τον «μαέστρο», όπως τον προσφώνησε ο Γ. Σκαμπαρδώνης στον δικό του επικήδειο. Γι’ αυτό ίσως ο τελευταίος αποχαιρετισμός έπρεπε να γίνει και πάλι με τραγούδια: αυτά που ξεκίνησαν από το ανηφορικό σημείο και έφταναν από στόμα σε στόμα ακόμη και στους τελευταίους της πομπής. Κι ύστερα, το φέρετρο υποχώρησε με την ακρίβεια μιας αυλαίας που κλείνει. Και όταν φάνηκε πως όλα τέλειωσαν και τα λουλούδια άρχιζαν να πέφτουν σαν νιφάδες μέσα στο άνοιγμα της γης, για μια στιγμή κανείς δεν ήθελε να φύγει. Το φινάλε είναι πάντα υπερτιμημένο, έτσι κι αλλιώς. Τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου σπανίως έκλειναν πομπωδώς. Γι’ αυτό και όλη η τελετή δεν έμοιαζε με κάτι που ολοκληρώνεται. Αλλά μάλλον σαν διάλειμμα μέχρι την επόμενη φορά που κάποιος θα ανακαλύψει τη μουσική του.

Ήταν εμφανές στην ατμόσφαιρα, στα λόγια και τις ευχές όσων παραβρέθηκαν: αποχαιρετούσαν έναν δικό τους άνθρωπο όχι απαραίτητα πειδή τον έζησαν. Αλλά επειδή τον σέβονταν. Τους είχε δείξει έναν άλλο τρόπο για να ακούνε και να εκτιμούν τη μουσική. Δύσκολο, ενίοτε αφόρητο. Αλλά για πάντα αληθινό. 

Exit mobile version