Η αμηχανία των αραβικών κρατών μπροστά στο Ισραήλ
Η αμηχανία των αραβικών κρατών μπροστά στο Ισραήλ
Η αντίδραση των αραβικών κρατών στον ισραηλινό βομβαρδισμό της Ντόχα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό οργισμένη και γεμάτη οξεία ρητορική, αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, ηγέτες αραβικών και μουσουλμανικών χωρών συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσα του Κατάρ για να καταδικάσουν την πρόσφατη επίθεση του Ισραήλ στην Ντόχα. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν και ο ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν, ο οποίος δήλωσε ότι «το Ισραήλ χτυπά όπου θέλει και κάνει ό,τι θέλει».
Κανείς δεν του υπενθύμισε ότι μόλις τρεις μήνες νωρίτερα το ίδιο το Ιράν είχε εκτοξεύσει βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον του Κατάρ. Οι παραβιάσεις της κυριαρχίας φαίνεται ότι είναι καταδικαστέες μόνο όταν τις διαπράττει κάποιος άλλος. Η διπλωματία, άλλωστε, όπως σημειώνει ο Economist, απαιτεί επιλεκτική μνήμη.
Παρά την προφανή υποκρισία, η σύνοδος αποτέλεσε ξεκάθαρη εκδήλωση συμπαράστασης προς το Κατάρ. Ολοι οι παρευρισκόμενοι συμφώνησαν ότι το Ισραήλ είχε άδικο να βομβαρδίσει το εμιράτο σε μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας ηγετών της Χαμάς. Ωστόσο δεν υπήρξε συμφωνία σχετικά με το τι μέτρα θα έπρεπε να ληφθούν. Το Ιράν πρότεινε τη δημιουργία ενός «Ισλαμικού ΝΑΤΟ», ιδέα που δεν μπορεί να υλοποιηθεί, καθώς πολλά αραβικά καθεστώτα βλέπουν την Τεχεράνη περισσότερο ως απειλή παρά ως σύμμαχο.
Το ίδιο το Κατάρ, από μόνο του, έχει περιορισμένες δυνατότητες. Στρατιωτική απάντηση αποκλείεται· η χώρα είναι πολύ μικρή για να αναμετρηθεί με το Ισραήλ. Δεν μπορεί ούτε να απειλήσει με διακοπή διπλωματικών ή οικονομικών σχέσεων, αφού ήδη δεν υπάρχουν. Εχει επιτύχει ομόφωνο ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που καταδίκασε την επίθεση και ίσως προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Τέτοιες κινήσεις, όμως, έχουν περισσότερο συμβολική παρά πρακτική αξία, εξηγεί ο Economist.
Η μόνη σοβαρή απάντηση θα μπορούσε να προκύψει μέσα από συντονισμό με άλλα αραβικά και κράτη του Κόλπου. Αυτό, όμως, είναι δύσκολο, καθώς σπανίως συμφωνούν μεταξύ τους. Το Κατάρ πίεσε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να περιορίσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Τα Εμιράτα έκαναν ορισμένα μικρά βήματα, αλλά διστάζουν να προχωρήσουν περαιτέρω. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει αν ο Νετανιάχου υλοποιήσει την απειλή προσάρτησης τμημάτων της κατεχόμενης Δυτικής Οχθης.
Συζητήθηκαν επίσης ιδέες όπως το κλείσιμο του εναέριου χώρου σε ισραηλινά αεροσκάφη. Τελικά, τίποτα τέτοιο δεν μπήκε στο κοινό ανακοινωθέν της συνόδου, που έμεινε γεμάτο γενικόλογες διατυπώσεις. Αυτό, γράφει ο Economist, έδωσε αφορμή σε φιλοϊσραηλινούς αναλυτές να υποστηρίξουν ότι οι καταδίκες είναι απλώς για το θεαθήναι. Κατά την άποψή τους, πολλές αραβικές κυβερνήσεις στην πραγματικότητα αντιπαθούν τη στήριξη του Κατάρ προς ισλαμιστικές οργανώσεις και δεν προτίθενται να δράσουν υπέρ του.
Διπλωμάτες του Κόλπου, όμως, τονίζουν ότι η επίθεση αποτέλεσε «καμπανάκι» για όλους. Ενας εξ αυτών είπε στον Economist ότι, παρά τις επιφυλάξεις προς το Κατάρ, η περιφερειακή ασφάλεια είναι κοινή και το Ισραήλ την έπληξε. Η περιορισμένη αντίδραση, επομένως, δεν δηλώνει αδιαφορία αλλά ρεαλισμό: οι χώρες του Κόλπου δεν έχουν ουσιαστικά μέσα πίεσης απέναντι στην κυβέρνηση Νετανιάχου. Αν δεν μπορούν να επηρεάσουν το Ισραήλ, θα επιχειρήσουν να πιέσουν τον στενότερο σύμμαχό του, τις ΗΠΑ.
Η σχέση μεταξύ Αμερικής και των έξι χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ) στηριζόταν για δεκαετίες σε μια συμφωνία: οι ΗΠΑ παρείχαν προστασία και, σε αντάλλαγμα, οι μοναρχίες εξασφάλιζαν σταθερή ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου, διοχετεύοντας παράλληλα μέρος του πλούτου τους στην αμερικανική οικονομία.
Η συμφωνία αυτή είχε ήδη απειληθεί μετά τις ιρανικές επιθέσεις στη Σαουδική Αραβία (2019) και στα ΗΑΕ (2022), όταν η αμερικανική αντίδραση ήταν χλιαρή. Τώρα τα κράτη του Κόλπου ζητούν όχι μόνο εγγυήσεις ότι το Ισραήλ δεν θα επιτεθεί ξανά, αλλά και πιο επίσημη δέσμευση ασφαλείας.
Αν οι ΗΠΑ διστάσουν, οι χώρες του Κόλπου έχουν μοχλούς πίεσης, κυρίως στον τομέα των εξοπλισμών. Την περίοδο 2020-2024 το Κατάρ ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο. Η Σαουδική Αραβία ήταν τέταρτη, ενώ Μπαχρέιν, Κουβέιτ και ΗΑΕ βρίσκονταν επίσης στην πρώτη 25άδα. Ο βασικός προμηθευτής όλων ήταν η Αμερική. Μια στροφή σε άλλους προμηθευτές θα μείωνε την αμερικανική επιρροή και θα έπληττε τη βιομηχανία όπλων των ΗΠΑ.
Ομως, σημειώνει ο Economist, αυτό είναι δύσκολο. Η αγορά ρωσικών ή κινεζικών συστημάτων θα προκαλούσε αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον και θα δημιουργούσε τεχνικά προβλήματα, καθώς δεν είναι συμβατά με τον εξοπλισμό του ΝΑΤΟ. Πιο ρεαλιστικές είναι οι αγορές από συμμάχους των ΗΠΑ, όπως τα τουρκικά drones, ή η επένδυση σε εγχώρια αμυντική παραγωγή.
Ενας άλλος μοχλός πίεσης είναι η οικονομία. Οι αραβικές μοναρχίες έχουν τεράστιες επενδύσεις στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η τεχνολογία και η Τεχνητή Νοημοσύνη. Θεωρητικά θα μπορούσαν να τις αποσύρουν. Στην πράξη, όμως, ρισκάρουν να βλάψουν και τις ίδιες τις οικονομίες τους.
Επειτα από δύο χρόνια πολέμου στην περιοχή, οι χώρες του Κόλπου είναι εξοργισμένες με την καταστροφή στη Γάζα, ανήσυχες για τις σχέσεις Ισραήλ-Συρίας και φοβισμένες για νέα σύγκρουση με το Ιράν. Θέλουν να αναγκάσουν τις ΗΠΑ να διαλέξουν: από τη μία, οι πλούσιες φιλοαμερικανικές μοναρχίες· από την άλλη, η φιλία του Τραμπ με τον Νετανιάχου, έναν ηγέτη που ακόμη και πολλοί Ισραηλινοί θεωρούν καταστροφικό.
Από τη σκοπιά του Αμπου Ντάμπι, της Ντόχα ή του Ριάντ, η επιλογή μοιάζει προφανής. Το πρόβλημα, καταλήγει ο Economist, είναι ότι ο αμερικανός πρόεδρος ενεργεί σαν να μην είναι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
