Protagon Main Image
Η Φερνάντα Τόρες είναι υποψήφια για Οσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της ως Γιούνις Παΐβα | Sony Pictures Classics
Επικαιρότητα

Οσκαρ 2025: Μπορεί η Βραζιλία και το «Είμαι ακόμα εδώ» να κάνουν την έκπληξη;

Με πρωταγωνίστρια την σπουδαία Φερνάντα Τόρες και επικεντρωμένη σε μια οικογένεια που διαλύθηκε από τη χούντα της Βραζιλίας, η ταινία του Βάλτερ Σάλες είναι υποψήφια για τρία μεγάλα βραβεία και έτοιμη να προκαλέσει αναστάτωση τη νύχτα των Οσκαρ
Κική Τριανταφύλλη
Η Φερνάντα Τόρες ποζάρει μαζί με τη μητέρα της Φερνάντα Μοντενέγκρο

Η πρόσφατη ιστορία της χώρας υπήρξε ταραχώδης. Η ακροδεξιά κυβέρνηση του Ζαΐρ Μπολσονάρο ήταν στην εξουσία από το 2019 έως το 2023. Οταν έχασε τις εκλογές του 2022, οι υποστηρικτές του εισέβαλαν στο Κογκρέσο, στο προεδρικό μέγαρο και στο Ανώτατο Δικαστήριο, και πέρυσι ο Μπολσονάρο κατηγορήθηκε επισήμως για φερόμενο σχέδιο πραξικοπήματος.

«Ο Βάλτερ Σάλες διαθέτει αυτό το χάρισμα, να ενθυλακώνει ακριβώς αυτό που χρειάζεται η χώρα, να αγγίζει πραγματικά το zeitgeist (πνεύμα της εποχής)» σημειώνει η Μποσκόβ. «Αυτή τη στιγμή η Βραζιλία είναι μια πολύ διχασμένη χώρα ως προς τη σκέψη και την ιδεολογία. Και νομίζω ότι η μισή χώρα θα ήθελε να αντιμετωπίσει ό,τι συνέβη στο παρελθόν [στα χρόνια της δικτατορίας], ώστε να μην ξανασυμβεί».

Ωστόσο όλη η προσοχή και οι ελιγμοί δεν θα είχαν σημασία αν οι ψηφοφόροι για τα βραβεία και το κοινό δεν ανταποκρίνονταν τόσο έντονα στην ίδια την ταινία. Αν και πραγματεύεται μια τραγωδία, είναι επίσης γεμάτη ζεστασιά. Ξεκινάει με σκηνές της οικογένειας Παΐβα και των φίλων τους, που γελούν και χορεύουν, ζώντας μια ζωή γεμάτη, σε δείπνα και στην παραλία.

Ο Σάλες γνώριζε την οικογένεια ως έφηβος στο Ρίο ντε Τζανέιρο. «Ημουν καλεσμένος σε εκείνο το σπίτι, στις προσωπικές στιγμές αυτής της οικογένειας. Τις λάτρεψα» λέει. Και η αναδημιουργία εκείνης της ατμόσφαιρας είναι ένας τρόπος για να υποδεχτεί τους θεατές στην ταινία. Ομως η οικογένεια έχει πάντα επίγνωση των κινδύνων. Επιστρέφοντας στο σπίτι μία από τις έφηβες κόρες, από το σινεμά όπου είχε πάει με τις φίλες της, η αστυνομία τη σταματάει και την ανακρίνει.

Ο μακρύς δρόμος της παραγωγής

Χρειάστηκαν επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί το «Είμαι ακόμα εδώ» λέει ο Σάλες, εν μέρει επειδή «υπήρχαν τόσα πολλά στρώματα μνήμης στα οποία ήθελα να είμαι πιστός». Η ιδέα για τη δημιουργία της ταινίας προέκυψε όταν διάβασε το βιβλίο του Μαρσέλο Παΐβα. Ο γιος του Ρούμπενς και της Γιούνις άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του όταν «η μητέρα του, η οποία είχε αγωνιστεί επί δεκαετίες για να διατηρήσει τη μνήμη της οικογένειας, άρχισε να πέφτει στην άβυσσο του Αλτσχάιμερ και έχανε τη μνήμη της, σε μια εποχή που η ίδια η χώρα είχε αρχίσει να χάνει τη συλλογική της μνήμη» λέει ο Σάλες στο BBC. Και η ιστορία του πρόσφερε αυτό που ο βραζιλιάνος σκηνοθέτης αποκαλεί «διπλό στοχασμό» για το παρελθόν.

Το να υπενθυμίζει το παρελθόν της χώρας του στους θεατές ήταν ζωτικής σημασίας για τον ίδιο. Ηταν, δε, άλλος ένας λόγος που η παραγωγή του φιλμ κράτησε τόσο πολύ. «Θα ήταν αδιανόητο να γυριστεί αυτή η ταινία στα χρόνια του Μπολσονάρο» λέει. «Δεν θα είχαμε άδεια για γυρίσματα σε δημόσιους χώρους. Βασικά, μπορούσαμε να γυρίσουμε σε εσωτερικούς, αλλά όχι σε εξωτερικούς χώρους. Αυτό σίγουρα πρόσθεσε τρία ή τέσσερα χρόνια στην ολοκλήρωσή της».

Ο Σάλες λέει ακόμα για την πραγματική γυναίκα: «Η Γιούνις είναι ένας χαρακτήρας που αρνήθηκε το μελόδραμα» και αυτή η ιδιότητα διαπνέει την ταινία και την εκλεπτυσμένη, δυναμικά συγκρατημένη ερμηνεία της Τόρες. Καθώς παρακολουθεί τον σύζυγό της να απομακρύνεται από την εξώπορτά τους οδηγώντας ήρεμα το αυτοκίνητό του σαν να πηγαίνει σε μια φιλική συνάντηση, η Γιούνις χαμογελά καθησυχαστικά, όμως πίσω από το ήρεμο προσωπείο κρύβεται μια σπαρακτική εικόνα θλίψης.

Η Τόρες επιτρέπει πάντα στον θεατή να βλέπει τη θλίψη και τον πόνο κάτω από τη συγκρατημένη της έκφραση. Μετά την εξαφάνιση του Ρούμπενς, λέει ο Σάλες, η Γιούνις ήταν αποφασισμένη «να μην υποκύψει σε ένα αυταρχικό καθεστώς, να μην επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της να παρουσιαστεί ως θύμα». Επισημαίνει πως «όποτε την ήθελαν να κλαίει στην κάμερα, εκείνη έκανε ακριβώς το αντίθετο: χαμογελούσε». Μια σκηνή αναπαριστά ακριβώς αυτό: όταν ένας δημοσιογράφος ζητά από την οικογένεια να μη χαμογελάσει για μια φωτογραφία, η Γιούνις επιμένει να χαμογελά.

Χρειάστηκε να φτάσει το 1996 για να πάρει στα χέρια της ένα πιστοποιητικό θανάτου, το πρώτο που λανθασμένα τον ανέφερε ως «αγνοούμενο». Στην ταινία δείχνει περήφανα στους δημοσιογράφους το πιστοποιητικό και λέει: «Οι εξαναγκαστικές εξαφανίσεις ήταν μια από τις πιο σκληρές πράξεις του καθεστώτος, επειδή σκοτώνεις ένα άτομο αλλά καταδικάζεις όλους τους άλλους σε αιώνια ψυχολογικά βασανιστήρια». Η αποτύπωση αυτής της διαρκούς θλίψης και της αβεβαιότητας είναι ένα από τα πιο πρωτότυπα και συγκινητικά επιτεύγματα της ταινίας.

Ακόμη και ο Σάλες, εξάλλου, δεν μπορούσε να προβλέψει πόσο επίκαιρο θα μπορούσε να γίνει το «Είμαι ακόμα εδώ». Βέβαια, «όταν γυρίζαμε την ταινία, είχαμε ήδη συνειδητοποιήσει ότι η ευθραυστότητα της δημοκρατίας ήταν κάτι που δεν αφορούσε πλέον μόνο τη Βραζιλία. Αφορούσε πάρα πολλές χώρες στον κόσμο» λέει. Ενα από τα πρώτα πράγματα που κάνουν συνήθως οι αυταρχικοί, τονίζει στη συνέντευξή του στο BBC, είναι «να προσπαθούν να σβήσουν τη μνήμη και να ξαναγράψουν κάπως την Ιστορία».

Η διατήρηση αυτής της μνήμης και της Ιστορίας, προσωπικής και πολιτικής, βρίσκεται στην καρδιά του «Είμαι ακόμα εδώ». Ο βραζιλιάνος σκηνοθέτης τονίζει: «Πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που η ταινία είχε τόσο μεγάλη απήχηση στο κοινό της Βραζιλίας είναι επειδή αγκάλιασαν την ανθρωπιά αυτής της οικογένειας, αλλά έβλεπαν επίσης μια αντανάκλαση του εαυτού τους στην οθόνη και είχαν πρόσβαση σε ένα κομμάτι της βραζιλιάνικης Ιστορίας που είχε ξεχαστεί για πάρα πολύ καιρό».

Exit mobile version