Με δασμούς ύψους 39% στις ελβετικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, η Ουάσινγκτον προκαλεί ένα εμπορικό σοκ στην καρδιά της Ευρώπης, που ξεπερνά ακόμη και το δυσμενέστερο σενάριο για τη Βέρνη.
Πρόκειται για τους υψηλότερους δασμούς σε ευρωπαϊκή χώρα και τους τέταρτους παγκοσμίως, πίσω μόνο από τη Συρία, το Λάος και τη Μιανμάρ. Σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC, η εξέλιξη κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα του ελβετικού Τύπου, με τη Blick να μιλά για «τη μεγαλύτερη ήττα της χώρας μετά τη μάχη του Marignano το 1515». Η απόφαση ήρθε μόλις ώρες πριν την εθνική εορτή της Ελβετίας, προκαλώντας έντονη αίσθηση αβεβαιότητας και απογοήτευσης.
Μόλις πριν λίγες εβδομάδες, η Βέρνη έδειχνε αισιόδοξη. Η πρόεδρος της χώρας, Καρίν Κέλερ-Σούτερ, είχε εξασφαλίσει συνάντηση με τον αμερικανό υπουργό Εμπορίου, Σκοτ Μπέσεντ, στο περιθώριο συνομιλιών ΗΠΑ-Κίνας στη Γενεύη. Τότε, η ελβετική πλευρά έλαβε διαβεβαιώσεις ότι βρισκόταν σε προτεραιότητα για μια διμερή εμπορική συμφωνία – πίσω μόνο από το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι πρώτες ενδείξεις μιλούσαν για δασμούς της τάξης του 10%, πολύ χαμηλότερα από τους 31% που είχε προαναγγείλει ο Ντόναλντ Τραμπ τον Απρίλιο.
Ομως οι ελπίδες διαψεύστηκαν πλήρως, ενώ μία τηλεφωνική επικοινωνία της Κέλερ-Σούτερ με τον αμερικανό πρόεδρο την παραμονή της προθεσμίας της 1ης Αυγούστου δεν απέφερε αποτελέσματα. Αντί για μια συμφωνία, ανακοινώθηκε επιβολή τιμωρητικών δασμών 39%.
Στην ελβετική πολιτική σκηνή έχει ξεσπάσει έντονη συζήτηση για τις διαπραγματευτικές τακτικές της κυβέρνησης – άλλοι τις θεωρούν αδύναμες, άλλοι υπερβολικά επιθετικές. Αλλοι πάλι επισημαίνουν πως η πραγματικότητα είναι απλή: ο Ντόναλντ Τραμπ ενδιαφέρεται για «μεγάλες συμφωνίες» και η Ελβετία απλώς δεν έχει το κατάλληλο μέγεθος.
Η Ουάσινγκτον επικαλείται το εμπορικό πλεόνασμα της Ελβετίας – ύψους 47,4 δισ. δολαρίων το 2024 – ως αιτία των δασμών. Ο Τραμπ αντιμετωπίζει κάθε εμπορικό έλλειμμα ως απειλή για την αμερικανική βιομηχανία, αν και η πλειονότητα των οικονομολόγων διαφωνεί. Εάν συμπεριληφθούν οι υπηρεσίες, το ελβετικό πλεόνασμα περιορίζεται στα 22 δισ. δολάρια, αλλά ο Λευκός Οίκος το αγνόησε επιλεκτικά.
Η Ελβετία, από την πλευρά της, είχε ήδη μηδενίσει τους δασμούς της για τα αμερικανικά βιομηχανικά προϊόντα, ενώ κολοσσοί όπως η Nestlé και η Novartis είχαν ανακοινώσει επενδυτικά σχέδια δισεκατομμυρίων στις ΗΠΑ. Είναι άλλωστε ο 6ος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Αμερική, με 400.000 θέσεις εργασίας να αποδίδονται σε ελβετικές εταιρείες.
Η αντίδραση στην Ελβετία είναι έντονη. Πέρα από την οικονομική ανησυχία για πιθανές απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας, κυριαρχεί και η αίσθηση πολιτικής ταπείνωσης.
Η κυβέρνηση έχει περιθώριο μέχρι τις 7 Αυγούστου, πριν τεθούν σε εφαρμογή οι νέοι δασμοί, για να προσπαθήσει να επιτύχει επαναδιαπραγμάτευση. Οι εναλλακτικές είναι περιορισμένες: είτε αποσύρει τις επενδυτικές της δεσμεύσεις, είτε επιβάλει αντίποινα με δικούς της δασμούς. Η πιο ριζοσπαστική κίνηση θα ήταν η ακύρωση της πολυδάπανης παραγγελίας των αμερικανικών μαχητικών F-35.
