Δεν είναι και τόσο αστείο το μπάχαλο της Βουλής
Δεν είναι και τόσο αστείο το μπάχαλο της Βουλής
Λαμβάνοντας υπόψη την κρισιμότητα της περιόδου και τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας, η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική Βουλή είναι απογοητευτική. Δεν είναι βέβαια νέα αυτή διαπίστωση, όμως φαίνεται ότι το βαρέλι αυτό δεν έχει πάτο.
Επειτα από μία μακρά περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι θεωρίες συνωμοσίας εντός κοινοβουλίου μετατράπηκαν από γραφικότητες σε κυρίαρχο στοιχείο, όπως φάνηκε και στην αντιπαράθεση με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών, η πολιτική τερατολογία δεν λείπει από σχεδόν καμία συζήτηση.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το τελευταίο διάστημα κάθε κοινοβουλευτική συνεδρίαση είναι μία περιπέτεια.
Με πρωταγωνίστρια τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο φραστικός εκτροχιασμός και το ξεχείλωμα του χρόνου έχουν γίνει κανόνας, ενώ οι χαρακτηρισμοί που κάποιες φορές φτάνουν στα όρια του πεζοδρομίου, κυριαρχούν και δηλητηριάζουν κάθε αντιπαράθεση. Κάπως έτσι, έφτασε η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας να είναι η μόνη (μετά τον Μιχαλολιάκο και δύο άλλους Χρυσαυγίτες) που παραπέμπεται στην Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής, όπου μπορεί κανείς να φανταστεί τι σκηνές θα εκτυλιχθούν.
Με την παρουσία της Κωνσταντοπούλου να σαρώνει τα πάντα, ο Κυριάκος Βελόπουλος μοιάζει πλέον αποσυντονισμένος και με εμφανή αγωνία αναζητεί τρόπους να ξεχωρίσει. Δύσκολο έργο, όταν – κυριολεκτικά – σε κάθε συνεδρίαση γνωρίζει ότι θα είναι κομπάρσος στο μπάχαλο. Ασθμαίνων προσπαθεί να ακολουθήσει ο Νατσιός, αλλά μάλλον μάταια.
Η τοξικότητα όμως είναι κολλητική και εξαπλώνεται εύκολα, ειδικά αν υπάρχει και το απαραίτητο υπόβαθρο. Ετσι, ακόμη και ο κατά κανόνα μετριοπαθής Φάμελλος, φτάνει να χαρακτηρίζει την κυβέρνηση «Καμόρα» και «συμμορία», αφού κάπως πρέπει να διασφαλίσει ότι θα ακουστεί.
Είναι μάλλον αφελές να προσδοκά κανείς ότι αυτό το κλίμα θα αναστραφεί ή έστω θα μετριαστεί.
Η Κωνσταντοπούλου, ο Βελόπουλος και όσοι προσπαθούν να τους μιμηθούν, βρίσκονται στη Βουλή με τις ψήφους ορισμένων δεκάδων χιλιάδων πολιτών της Ελλάδας. Προφανώς, δεν θα θελήσουν να διαψεύσουν τις προσδοκίες τους και θα προσπαθήσουν να τηρήσουν την «εντολή» τους. Η «εντολή» αυτή είναι η μπαχαλοποίηση, δίχως αμφιβολία και αναστολή.
Δεν έχει καμία σημασία το πολιτικό περιεχόμενο, αρκεί η επίδειξη θράσους, ο θόρυβος, οι ασύμμετρες προσβολές, η ασέβεια σε θεσμούς και πρόσωπα και η καλλιέργεια μίας ψευδαίσθησης ότι κάποιοι έχουν έρθει να «τα χώσουν», ασχέτως πολιτικού περιεχομένου και επίδικου, που ούτως ή άλλως απουσιάζει.
Για να μην υπάρχουν παρανοήσεις και ψευδαισθήσεις, ο Βελόπουλος και η Κωνσταντοπούλου αθροίζουν στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό λίγο υψηλότερο από 15% (πρόθεση ψήφου), ενώ με τις αναγωγές αυτό το άθροισμα ξεπερνά το 20%.
Μια χαριτωμένη εκδοχή παρουσιάζει αυτήν την πολιτική εκδήλωση ως «αντισυστημική» και, υπό αυτήν την έννοια, ως εύλογο τρόπο εκτόνωσης της οργής που μπορεί να νιώθει ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Πιθανότατα όμως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Οι εκδοχές αυτές της πολιτικής αντίδρασης παρουσιάζουν αξιοσημείωτη δημοσκοπική ανθεκτικότητα ή δυναμική και αυτό κάπου οφείλεται.
Υπάρχει πλέον μία εμπεδωμένη κουλτούρα λεκτικής (και όχι μόνο) βίας, η οποία εκφράζει ένα μεγάλο ποσοστό των νέο-Ελλήνων. Είναι προϊόν της κρίσης, όπως και τα κόμματα ή τα πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι τους εκπροσωπούν.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι επόμενες εκλογές δεν θα είναι κρίσιμες «μόνο» για τη διακυβέρνηση της χώρας· θα δείξουν και σε ποιο βαθμό η εξαλλότητα επιστρέφει, έτοιμη να διαβρώσει την πολιτική συζήτηση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
