Την ένταξη μίας γέφυρας η οποία θα ενώσει τη Σικελία με την ηπειρωτική Ιταλία αξίας περίπου 13 δισ. ευρώ στις αμυντικές της δαπάνες εξετάζει η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι, προκειμένου να «πιάσει» τον στόχο 5% επί του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε στο ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για ένα πολύπαθο έργο, το οποίο έχει καθυστερήσει σημαντικά, ενώ η Μελόνι, σύμφωνα με την Telegraph, το παρουσιάζει, πλέον, ως ένα έργο ζωτικής σημασίας για τη Δύση στην περιοχή της Μεσογείου. Η γέφυρα πάνω από το Στενό της Μεσίνα, παρουσιάζοντάς το ως στρατηγική επιλογή ζωτικής σημασίας για την παρουσία της Δύσης στη Μεσόγειο. Υποστηρίζει ότι η γέφυρα θα ενισχύσει την άμυνα της Ευρώπης διευκολύνοντας τη μετακίνηση στρατευμάτων προς τις τέσσερις στρατιωτικές βάσεις στη Σικελία.
Εάν η γέφυρα χαρακτηριστεί ως έργο στρατιωτικής σημασίας, το κόστος του μπορεί να υπολογιστεί στον νέο στόχο του ΝΑΤΟ, που απαιτεί νέα δαπάνη για αμυντικές υποδομές, προσθέτει η βρετανική εφημερίδα. Ψήφισμα της ιταλικής κυβέρνησης τον Απρίλιο ανέφερε ότι η γέφυρα είναι «κλειδί για τη μεταφορά δυνάμεων του ΝΑΤΟ από τη βόρεια Ευρώπη στη Μεσόγειο». Η απόφαση αυτή θα μπορούσε επίσης να ξεκλειδώσει επιπρόσθετη χρηματοδότηση της ΕΕ, καθώς το έργο εντάσσεται στο Σχέδιο Στρατιωτικής Κινητικότητας της Ενωσης.
Η κίνηση θυμίζει τις προσπάθειες του σερ Κιρ Στάρμερ να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της Βρετανίας επαναταξινομώντας μεγάλα έργα υποδομών ως ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια. Ο βρετανός πρωθυπουργός σκοπεύει να υπολογίζει δαπάνες όπως το αγροτικό ευρυζωνικό δίκτυο και την επέκταση του αεροδρομίου Χίθροου για να καλύψει το 1,5 % του ΑΕΠ του ΝΑΤΟ σε υποδομές σχετιζόμενες με την άμυνα.
Η Ιταλία ονειρεύεται εδώ και δεκαετίες τη γέφυρα πάνω από τα σχεδόν δύο μίλια θάλασσας που χωρίζουν την ηπειρωτική χώρα από τη Σικελία. Τα πρώτα σχέδια για την Ponte sullo Stretto κατατέθηκαν τη δεκαετία του 1970, όμως μετά από αμέτρητες αποτυχίες το έργο έγινε σύμβολο των αποτυχημένων προσπαθειών βελτίωσης των υποδομών.
Μετά την έγκριση του νέου στόχου δαπανών από τους ηγέτες του ΝΑΤΟ, ο υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι τόνισε την ανάγκη για «ευελιξία» στον τρόπο επίτευξης του στόχου: «Το σημαντικό είναι οι δαπάνες να εγγυώνται την ασφάλεια και να είναι ποιοτικές, όχι απλώς ποσοτικές. Πρόκειται για επιλογές που πρέπει να κάνουν και την οικονομία μας να αναπτυχθεί».
Κάνοντας έμμεση αναφορά στο έργο της γέφυρας, πρόσθεσε: «Εχουμε μια βιομηχανία ασφάλειας που δεν περιορίζεται μόνο στην άμυνα· περιλαμβάνει και υποδομές που πρέπει να κατασκευαστούν». Παρόμοια έργα υποδομής αναμένεται να υπάρξουν και σε άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, με απαιτήσεις για επενδύσεις σε δρόμους, γέφυρες και λιμάνια που να μπορούν να υποστηρίξουν στρατιωτικά οχήματα. Η Γερμανία έχει ανακοινώσει σχέδιο δαπανών 550 δισ. για την επιδιόρθωση των γηρασμένων υποδομών της την επόμενη 12ετία, μετά από επικρίσεις ότι οι γέφυρές της δεν αντέχουν στρατιωτικά φορτία.
Η Βουλγαρία και η Ελλάδα έχουν ήδη ζητήσει επενδύσεις από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ για οδικούς άξονες που συνδέουν τις δύο χώρες, οι οποίοι θα μπορούσαν να γίνουν κρίσιμοι για τη μεταφορά δυνάμεων στην ανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας.
Πηγές αναφέρουν στην Telegraph ότι υπουργεία τηλεπικοινωνιών ανά την Ευρώπη βλέπουν επίσης προοπτικές για νέα χρηματοδότηση ώστε να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να ικανοποιήσουν τους στόχους αμυντικών δαπανών. Η διατήρηση των επικοινωνιών σε καιρό πολέμου είναι βασική προτεραιότητα — από υπόγεια καλώδια που συνδέουν τα στρατεύματα μέχρι τον πολιτικό ευρυζωνικό ιστό, που θεωρείται εξίσου κρίσιμος.
