1684
| nyhistory.org / Creative Protagon

O ανατριχιαστικός Κόκκινος Τρόμος του Χόλιγουντ

Protagon Team Protagon Team 21 Ιουλίου 2025, 16:37
|nyhistory.org / Creative Protagon

O ανατριχιαστικός Κόκκινος Τρόμος του Χόλιγουντ

Protagon Team Protagon Team 21 Ιουλίου 2025, 16:37

Το 1947, η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων (HUAC) κάλεσε προσωπικότητες του Χόλιγουντ να καταθέσουν σχετικά με ισχυρισμούς για κομμουνιστική προπαγάνδα σε αμερικανικές ταινίες. Αν και η Επιτροπή δεν βρήκε ποτέ κανένα αποδεικτικό στοιχείο, κατηγόρησε τους Δέκα του Χόλιγουντ, όπως έμειναν στην ιστορία, για περιφρόνηση του Κογκρέσου.

Οι άνθρωποι αυτοί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση και τους επιβλήθηκε πρόστιμο. Το Χόλιγουντ, δε, απάντησε δημιουργώντας μια Μαύρη Λίστα με όσους εμπλέκονταν και έγινε ο πρώτος εργοδότης που υιοθέτησε μια πολιτική κατά των εργαζομένων με πολιτικές πεποιθήσεις αντίθετες με τις κρατούσες, αναφέρει η ανακοίνωση του μουσείου The New York Historical, όπου αυτή την εποχή παρουσιάζεται η έκθεση «Blacklisted: An American Story».

Ισως είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε ποτέ να επιβληθεί σε μια δημοφιλή τέχνη, να υποτάξει τους θεσμούς της και να οδηγήσει τους ύποπτους διαφωνούντες στην καταστροφή, την απελπισία και την αυτοκτονία. Αλλά μπορεί, και το έχει κάνει, γράφει στους Financial Times η Αριέλα Μπούντικ. Πριν από οκτώ δεκαετίες, τονίζει, οι Αμερικανοί έμαθαν ότι η ιερή Πρώτη Τροπολογία τούς εγγυόταν μόνο τόση ελευθερία έκφρασης όση επέτρεπε μια διαστρεβλωμένη δημοκρατία.

Αυτό είναι το μάθημα της περιοδεύουσας έκθεσης «Blacklist: The Hollywood Red Scare», η οποία διοργανώθηκε από το  Εβραϊκό Μουσείο του Μιλγουόκι και τώρα παρουσιάζεται  προσαρμοσμένη στο Ιστορικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (μέχρι τις 19 Οκτωβρίου) με τίτλο «Blacklisted: An American Story».

Για να αφηγηθούν αυτή την τρομακτική ιστορία, οι επιμελητές της  έκθεσης έχουν συγκεντρώσει ιδιωτικές επιστολές, δημόσιες δηλώσεις, αποκόμματα εφημερίδων, αφίσες, φωτογραφίες και ένα πλήθος κειμένων. Και το αποτέλεσμα είναι αποκαλυπτικό στην ανελέητη εστίασή του. Δεν πρόκειται απλά για τον Τζόζεφ Μακάρθι, την παράνοια του ψυχρού πολέμου ή το κυνήγι των χαφιέδων, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο το Χόλιγουντ χτυπήθηκε για να συμμορφωθεί υπογραμμίζει η Αριέλα Μπούτικ στους FT.

Στρατηγική συμμόρφωσης με τραγικές επιπτώσεις

Αυτή η στρατηγική της συμμόρφωσης κράτησε τις κάμερες σε εγρήγορση και τους κινηματογράφους γεμάτους αλλά άφησε επίσης πίσω της ανθρώπινες ζημιές και περιόρισε ανεπανόρθωτα την κουλτούρα. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα παρακολουθήσετε μια σπουδαία ταινία της δεκαετίας του 1950, σκεφτείτε όλες τις ταινίες που δεν μπόρεσαν να γυριστούν τότε. Η έκθεση πυροδοτεί, εξάλλου, μια σειρά τρομερών συναισθημάτων: πόνο, σοκ, άγχος και κατάθλιψη, μαζί με αναλαμπές θαυμασμού για τους λίγους στωικούς.

Η Μαύρη Λίστα ξεκινά το 1947, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι, έχοντας αναλάβει τον έλεγχο και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου, άρχισαν να συγκαλούν δικαστήρια για να ξεριζώσουν τους αντιδραστικούς. Το κύριο όργανό τους ήταν η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων (ή σκέτη Επιτροπή), επιφορτισμένη με τη διερεύνηση της προπαγάνδας που «επιτίθεται στην αρχή της μορφής διακυβέρνησης όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμά μας».

Η διατύπωση ήταν ασαφής, αλλά ο σκοπός ήταν σαφής: να αποκαλυφθούν όλοι οι νυν, πρώην ή πιθανοί κομμουνιστές και να εξοριστούν από τη δημόσια ζωή. Η δύναμη της κινηματογραφικής βιομηχανίας ήταν ταυτόχρονα και η αδυναμία της, καθώς οι πολιτικοί μπάτσοι πίστευαν ότι είχε ακαταμάχητη επιρροή στις αντιλήψεις και τη σκέψη του κοινού.

Η HUAC κάλεσε 45 ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς και παραγωγούς στην Ουάσινγκτον και τους ανάγκασε να επιλέξουν μεταξύ ομολογίας και προδοσίας. Οι «φιλικοί» μάρτυρες, δε, -συνεργάσιμοι αντικομμουνιστές όπως ο Ρόναλντ Ρίγκαν και ο Γουόλτ Ντίσνεϊ- ενθαρρύνθηκαν να φλυαρούν για τις απόψεις τους.

Στο μεταξύ, οι «μη φιλικοί» μάρτυρες, εκείνοι που είχαν «μολυνθεί» από λανθασμένες πεποιθήσεις, περιορίστηκαν στο να δώσουν απαντήσεις ναι ή όχι σε -μόνο- ένα ζεύγος ερωτήσεων. Η πρώτη ερώτηση έθετε τους υπονοούμενους αντισυνδικαλιστικούς στόχους της Ιεράς Εξέτασης: «Είστε μέλος επαγγελματικής συντεχνίας;» Αλλά η δεύτερη  ήταν αυτή που εγκυμονούσε την απειλή μιας ανίατης ιδεολογικής ασθένειας: «Είστε ή υπήρξατε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος;»

Η Επιτροπή κάλεσε αρχικά 11 «μη φιλικούς» μάρτυρες. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ αρνήθηκε ότι ήταν μέλος του κόμματος και την επόμενη μέρα έφυγε από τη χώρα. Ετσι έμειναν οι «Δέκα του Χόλιγουντ», οκτώ σεναριογράφοι, ένας σκηνοθέτης και ένας παραγωγός, οι οποίοι αρνήθηκαν να απαντήσουν και στις δύο ερωτήσεις, προσπαθώντας αντ’ αυτού να διαβάσουν δηλώσεις. Η Επιτροπή τους παρέπεμψε για περιφρόνηση του Κογκρέσου. Και όλοι καταδικάστηκαν, φυλακίστηκαν και αποκλείστηκαν από την εργασία.

Εναν μήνα μετά από εκείνες τις πρώτες ακροάσεις, μια διαφορετική δωδεκαδα του Χόλιγουντ συνήλθε σε μια μυστική, μη καταγεγραμμένη συνάντηση στο ξενοδοχείο «Waldorf Astoria» της Νέας Υόρκης. Οι επικεφαλής των μεγάλων στούντιο, μεταξύ των οποίων οι πρωτοπόροι και ισχυροί Σάμιουελ Γκόλντγουιν, Αλμπερτ Γουόρνερ και Λούις Μάγιερ, υποστήριξαν ο ένας τον άλλον και αποφάσισαν να απαρνηθούν την ανεξαρτησία τους.

Είναι ανησυχητικό, δε, το πόσο γρήγορα και πρόθυμα γονάτισαν, παραδίδοντας ένα εργαλείο που η κυβέρνηση δεν είχε καν ζητήσει: τη Μαύρη Λίστα. Τα στούντιο απέλυσαν τους «Δέκα του Χόλιγουντ» και ορκίστηκαν να μην ασχοληθούν ποτέ με κανέναν που υπέθαλπε ή έκρυβε κομμουνιστικές ιδέες. Δεν επρόκειτο απλώς για προδοσία συναδέλφων και καλλιτεχνών. Ηταν ένα παράδειγμα για το πώς η κυβέρνηση έστρεφε Εβραίους εναντίον άλλων Εβραίων: αντισημιτισμός δι’ αντιπροσώπου, παρατηρεί η Μπούντικ στους FT.

Η έκθεση περιγράφει λεπτομερώς το προσωπικό και ηθικό κόστος, που συνόδευε σχεδόν κάθε απόφαση, την  αυτό-απόρριψη και τις ενοχές που κατέκλυζαν πάρα πολλούς, είτε επέλεγαν να κάνουν τη ζωή τους εύκολη είτε δύσκολη. Ο μόνος τρόπος για να εξευμενίσουν τις αρχές ή τα στούντιο ήταν να αποκηρύξουν τις όποιες υποτυπώδεις αριστερές συμπάθειες είχαν και να βγάλουν από τη μέση όσους αρνούνταν να κάνουν το ίδιο κατονομάζοντάς τους. Ακόμα και μετά την έκτιση ποινής φυλάκισης, ο σκηνοθέτης Εντουαρντ Ντμίτρικ προχώρησε σε αυτό το τελετουργικό κάθαρσης: κατονόμασε 26 συναδέλφους του και ανταμείφθηκε αμέσως καθώς του δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσει την πολεμική ταινία «Η Ανταρσία του Κέιν» (1954).

Αλλά το κάρφωμα δεν αποτελούσε εγγύηση για ήρεμες νύχτες. Το 1950, ο ηθοποιός Στέρλινγκ Χέιντεν κατέθεσε ενώπιον της HUAC ως «φιλικός μάρτυρας», αφού το FBI τον απείλησε με φυλάκιση και απομάκρυνση των παιδιών του. Τόσο ο δικηγόρος του όσο και ο θεραπευτής του (ο οποίος αποδείχθηκε πληροφοριοδότης του FBI) τον συμβούλεψαν να συνεργαστεί, και ο Χέιντεν έδωσε μια χούφτα ονόματα, μεταξύ των οποίων  και μια πρώην ερωμένη του. Αλλά όλο το υπόλοιπο της ζωής του μετάνιωνε για την απόφασή του αυτή.

«Δεν νομίζω ότι έχετε την παραμικρή ιδέα για την περιφρόνηση που νιώθω για τον εαυτό μου από την ημέρα που έκανα αυτό το πράγμα», είπε αργότερα στον θεραπευτή-καταδότη του. Είχε μεν αθωωθεί και δεν μπήκε στη Μαύρη Λίστα του Χόλιγουντ, αλλά δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του.

Το Ιστορικό Μουσείο της Νέας Υόρκης παρουσιάζει μια μακροσκελή λεκτική περιήγηση μέσω ενός ατιμωτικού κεφαλαίου, αλλά η οπτική παρουσίαση είναι αποτελεσματική και τα γεγονότα δραματικά. Πρώτον, υπήρξε η κατάρρευση του Συντάγματος, ειδικά της Πρώτης Τροπολογίας. Οι «Δέκα του Χόλιγουντ» ήταν πεπεισμένοι ότι τα δικαστήρια θα υπερασπίζονταν το δικαίωμά τους να πιστεύουν ό,τι επιλέγουν και να συναναστρέφονται με όποιον θέλουν. Αλλά στο τέλος μιας βασανιστικής διαδικασίας προσφυγών, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αρνήθηκε να εκδικάσει την υπόθεσή τους και οι καταδίκες τους παρέμειναν.

Επειτα, υπήρχε ο διάχυτος κυνισμός. Διαθέτοντας ένα εκτεταμένο δίκτυο πληροφοριοδοτών, η HUAC απαιτούσε συστηματικά από τους μάρτυρες να δίνουν ονόματα που ήδη είχε. Ο στόχος δεν ήταν η αλήθεια, αλλά ο δημόσιος εξευτελισμός. Τουλάχιστον όμως, ορισμένα άτομα με περισσότερο ταλέντο παρά με υπερηφάνεια, που ήταν στη μαύρη λίστα, να συνεχίσουν να εργάζονται με ψευδώνυμο. Ο σεναριογράφος Ντάλτον Τράμπο, για παράδειγμα, εξέτισε ποινή 11 μηνών σε ομοσπονδιακή φυλακή στο Ασλαντ του Κεντάκι και κατόπιν συνέχισε να γράφει σενάρια με ψευδώνυμο μεταξύ των οποίων δύο —«Διακοπές στη Ρώμη» (1953) και «Ο Γενναίος» (1956)— που κέρδισαν βραβεία Οσκαρ, τα οποία, όμως δεν μπορούσε να διεκδικήσει δημόσια.

Μόλις το 1960 ο Τράμπο άρχισε να βγαίνει σιγά-σιγά από τη σκιά.  Ο Οτο Πρέμινγκερ τον προσέλαβε για να γράψει το σενάριο για την ταινία του «Εξοδος», και ο Κερκ Ντάγκλας απαίτησε να του αναγνωριστεί το σενάριο του  «Σπάρτακου». Να σημειωθεί ότι η δεξιά Αμερικανική Λεγεώνα (οργάνωση βετεράνων των ενόπλων δυνάμεων) έκανε πικετοφορίες διαμαρτυρίας έξω από τους κινηματογράφους που προβαλλόταν ο «Σπάρτακος», αλλά ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι αψήφησε την οργή τους και γλίστρησε σε μια αίθουσα κοντά στον Λευκό Οίκο, βοηθώντας να καταργηθεί η μαύρη λίστα. Οι «Διακοπές στη Ρώμη», δε, πιστώθηκαν τελικά στον Τράμπο, όπως του άξιζε, το 2011, 35 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Οπως στις περισσότερες περιπτώσεις γκροτέσκας επίσημης υπερβολής, αυτή η περίοδος είχε και στιγμές ζοφερής κωμωδίας, σημειώνει στους FT η Αριέλα Μπούτικ. Οι συνεργάτες του FBI παρακολουθούσαν ταινίες και ανέφεραν τυχόν ανατρεπτικά πολιτικά μηνύματα. Στην έκθεση παρουσιάζονται επίσης αποσπάσματα από αξιολογήσεις της υπηρεσίας: Για παράδειγμα, σύμφωνα  με έναν ανώνυμο κριτικό, η ταινία «Μια υπέροχη ζωή» (1956) του Φρανκ Κάπρα  «δυσφημούσε σκόπιμα την ανώτερη τάξη». Και η πολεμική / αισθηματική ταινία «Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας» του Γουίλιαμ Γουάιλερ κέρδισε επτά βραβεία Οσκαρ το 1947, μεταξύ των οποίων και το βραβείο Καλύτερης Ταινίας, αλλά τα παλικάρια του FBI  την θεώρησαν ύποπτη επειδή «έδινε στο κοινό την εντύπωση ότι οι τραπεζίτες ως τάξη είναι κακοί»…

Οι ειρωνείες πολλαπλασιάστηκαν. Η έκθεση δεν αναφέρει ότι το FBI καταδίωκε μεν επιμελώς την προπαγάνδα των Pinko (των συμπαθούντων την Σοβιετική Ενωση και την Κίνα) στο εσωτερικό, άλλες υπηρεσίες, όμως, (συμπεριλαμβανομένης της CIA) προωθούσαν παρόμοια πράγματα στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση ενίσχυε τη μοντερνιστική μουσική, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, ακόμη και δηλωμένους αριστερούς όπως ο συνθέτης Ααρον Κόπλαντ, ως έναν τρόπο να διακρίνει τις ανοιχτόμυαλες ΗΠΑ από την καταπιεστική Σοβιετική Ενωση. (Ο σοβιετικός συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο οποίος είχε έτοιμη τη βαλίτσα του για την περίπτωση που τον έστελναν σς γκουλάγκ, συμπαθούσε βασανισμένες ψυχές όπως ο Χέιντεν ή ο Τράμπο). Ταυτόχρονα, δε, ο θεατρικός κόσμος της Νέας Υόρκης επιβίωνε αρνούμενος να συνθηκολογήσει. Ακόμα και η ξεκάθαρα κομμουνίστρια και αντιστεκόμενη στον Κόκκινο Τρόμο Λίλιαν Χέλμαν συνέχισε να ευδοκιμεί στο Μπρόντγουεϊ.

Παρόλα αυτά, η επίδραση της μαύρης λίστας ήταν ευρεία, βαθιά και διαρκής. Η έκθεση απαριθμεί μερικές δεκάδες προσωπικότητες που υπέστησαν εξαθλίωση, ατίμωση και πρόωρο θάνατο, υπήρξαν, όμως πολλοί περισσότεροι με ζωές που εκτροχιάστηκαν και καριέρες που πάγωσαν. Κάποιοι, δε, εγκατέλειψαν τη χώρα και διαπίστωσαν ότι το Υπουργείο Εξωτερικών ακύρωσε τα διαβατήριά τους, ώστε να μην μπορούν να επιστρέψουν.

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τι αποτελέσματα, αν υπήρξαν, πέτυχε όλος αυτός ο εκφοβισμός (πολιτική σταθερότητα; μυθικό μεγαλείο; στρατηγικό πλεονέκτημα;), αλλά τουλάχιστον σε έναν τομέα, η εκστρατεία είχε μια πύρρειο νίκη. «Κατά πάσα πιθανότητα στην ιστορία μας δεν υπήρξε ποτέ μια στιγμή μαζικής παραγωγής παριών που να συγκρίνεται με τη δεκαετία του 1950» έγραψε ο θεατρικός συγγραφέας Αρθουρ Μίλερ, ο οποίος είχε μπει στη μαύρη λίστα.

Οχι ακόμα, επισημαίνει η Αριέλα Μπούντικ στους Financial Times. Και ο νοών νοείτω.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...