Τα «τρελά χρόνια» του κοσμοπολίτικου Παρισιού
Τα «τρελά χρόνια» του κοσμοπολίτικου Παρισιού
Το 1926, ο Τζέιμς Τζόις επεξεργαζόταν το μυθιστόρημά του «Η αγρύπνια των Φίνεγκαν» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάκτος) ενώ ζούσε σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο 7ο διαμέρισμα του Παρισιού, με τη σύντροφό του Νόρα Μπάρνακλ και τα δύο ενήλικα παιδιά τους, τον Τζόρτζιο και τη Λουτσία.
Γείτονες του Τζόις, στο κομψό πέτρινο κτίριο της οδού 2 Square de Robiac, ήταν, μεταξύ άλλων, μια οικογένεια από τη Συρία με τρία παιδιά και μια αγγλίδα νταντά ονόματι Τζέσι, ρώσοι μετανάστες, ένας αιγύπτιος βιομήχανος και οι αμερικανοί συγγραφείς Γουίλιαμ και Ελίζαμπεθ Πλασίντα Μαλ.
Αυτές οι λεπτομέρειες περιλαμβάνονται σε μια νέα έκθεση με τίτλο «The people of Paris, 1926-1936», η οποία θα εγκαινιαστεί στο Musée Carnavalet στις 8 Οκτωβρίου 2025 και θα διαρκέσει έως τις 8 Φεβρουαρίου 2026.
Η έκθεση σκιαγραφεί τη γαλλική πρωτεύουσα πριν από έναν αιώνα, όταν ήταν κέντρο καλλιτεχνών, διανοουμένων και νέων, ανεξάρτητων ανδρών και γυναικών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που έγινε γνωστή ως «les années folles» (τα «τρελά χρόνια» ή τα «roaring 20s»), γράφει στον Guardian η Κιμ Γουίλσερ, ανταποκρίτρια της βρετανικής εφημερίδας στο Παρίσι.

Οι επιμελητές του μουσείου βασίστηκαν στην εργασία ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας (CNRS), οι οποίοι χρησιμοποίησαν Τεχνητή Νοημοσύνη για να δημιουργήσουν μια βάση δεδομένων με 8 εκατ. χειρόγραφα ατομικά στοιχεία από τις απογραφές του 1926, του 1931 και του 1936.
Το αποτέλεσμα είναι μια σχεδόν ολοκληρωμένη λίστα με όσους καταγράφηκαν ως κάτοικοι των 80 συνοικιών στα 20 διαμερίσματα του Παρισιού, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της πόλης έφτασε τα 2,9 εκατομμύρια. Μόνο τα στοιχεία όσων βρίσκονταν σε φυλακές, νοσοκομεία ή θρησκευτικά ιδρύματα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί.
«Είναι απολύτως συναρπαστικό. Για πρώτη φορά μπορούμε να κατονομάσουμε σχεδόν κάθε άτομο που ήταν εγγεγραμμένο ως κάτοικος στο Παρίσι στη διάρκεια αυτής της περιόδου», δήλωσε στον Guardian η επιμελήτρια της έκθεσης και διευθύντρια του Musée Carnavalet Βαλερί Γκιγιόμ.

«Από τις πληροφορίες βλέπουμε ότι το Παρίσι ήταν μια πόλη άγαμων, νεαρών ενηλίκων και ότι υπήρχαν πολλές διαφορετικές εθνικότητες. Ηταν πολύ λίγα τα παιδιά στην πόλη εκείνη την εποχή», πρόσθεσε η Βαλερί Γκιγιόμ.
Καθώς η Γαλλία ανέκαμπτε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Παρίσι προσέλκυε ένα κοσμοπολίτικο πλήθος συγγραφέων, καλλιτεχνών και μουσικών. Αυτοί αναμείχθηκαν με ανθρώπους που δραπέτευαν από επαναστάσεις, γενοκτονίες και διώξεις, εργάτες από τις γαλλικές αποικίες, καθώς και νέους από την επαρχία που αναζητούσαν εργασία.
Την εποχή που ο Πάμπλο Πικάσο, ο Μαρκ Σαγκάλ και ο Αμεντέο Μοντιλιάνι ήταν απασχολημένοι με την αναμόρφωση του κόσμου της τέχνης, ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, η Γερτρούδη Στάιν και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ζούσαν με πάθος στη γαλλική πρωτεύουσα, ενώ ο Τζορτζ Οργουελ ήταν απελπισμένος, φτωχός και άνεργος, σημειώνει στον Guardian η Κιμ Γουίλσερ.
Πριν από το 1926 είχαν πραγματοποιηθεί επίσης καταμετρήσεις πληθυσμού στο Παρίσι, αλλά η απογραφή εκείνης της χρονιάς ήταν η πρώτη που έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες για τους κατοίκους της πόλης, όπως ημερομηνία και τόπο γέννησης, εξαρτώμενα μέλη και το επάγγελμα του καθενός. Μέχρι τώρα, το κοινό μπορούσε μεν να συμβουλευτεί τις απογραφές στα αρχεία του Παρισιού, αλλά αυτό απαιτούσε χειροκίνητη αναζήτηση.

«Η Τεχνητή Νοημοσύνη εκπαιδεύτηκε να αναγνωρίζει γράμματα και αριθμούς στις χειρόγραφες καταχωρίσεις της απογραφής για να δημιουργήσει μια βάση δεδομένων στην οποία μπορεί να γίνει αναζήτηση και να τη συμβουλευτεί κανείς. Οι καταχωρίσεις που ήταν ασαφείς ελέγχθηκαν από άνθρωπο», είπε η Γκιγιόμ. Πρόσθεσε ότι κάτι τέτοιο «δεν είχε γίνει ποτέ πριν, επειδή είναι μια τεράστια δουλειά, πολύ μεγάλη για να τη διαχειριστεί κάποιος χωρίς ψηφιακή βοήθεια».
Η εκπρόσωπος του Musée Carnavalet, το οποίο είναι αφιερωμένο στην ιστορία του Παρισιού, δήλωσε ότι οι απογραφές δημιούργησαν ένα «μωσαϊκό από ποικίλες ιστορίες ζωής σε έναν ανεμοστρόβιλο αναμνήσεων και συναισθημάτων».
Ωστόσο, εκτός από τις διασημότητες που είχαν εγκατασταθεί στο Παρίσι, μεταξύ των οποίων καλλιτέχνες όπως η Αμερικανίδα Ζοζεφίν Μπέικερ, η Εντίθ Πιαφ (καλλιτεχνικό όνομα της Εντίθ Τζοβανά Γκασιόν), ο Σαρλ Αζναβούρ (Σαχνούρ Βαγκινάγκ Αζναβουριάν) και το μοντέλο του εμβληματικού φωτογράφου Μαν Ρέι, η Κικί ντε Μονπαρνάς (Αλίς Πριν), η έκθεση επικεντρώνεται στους απλούς Παριζιάνους.
Τα στοιχεία αποκαλύπτουν επίσης ενδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ της δεκαετίας του 1920, όταν η μέση διάρκεια ζωής ενός κατοίκου του Παρισιού ήταν τα 50-60 χρόνια, και του σήμερα, που οι κάτοικοι ζουν περίπου 80 χρόνια.

Εκτός από έγγραφα και φωτογραφίες, ντοκουμέντα μιας εποχής από τα οποία πολλά δεν έχουν δημοσιευθεί ποτέ προηγουμένως, οι επισκέπτες της έκθεσης θα μπορούν να συμβουλευτούν τη βάση δεδομένων της απογραφής. «Θα μπορούν να αναζητήσουν λεπτομέρειες για συγγενείς τους που ζούσαν στο Παρίσι εκείνη την εποχή ή τα ονόματα ανθρώπων που ζούσαν στο κτίριό τους πριν από έναν αιώνα», δήλωσε ακόμη η Βαλερί Γκιγιόμ.
Να σημειωθεί ότι η έκθεση θα περιλαμβάνει επίσης επίκαιρα και ραδιοφωνικές εκπομπές της εποχής, καθώς και ηχογραφήσεις Παριζιάνων που αναπολούν τη ζωή στην πόλη τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι οποίες έγιναν στο πλαίσιο ενός project του δημαρχείου τη δεκαετία του 1990.
Ο Τζέιμς Τζόις –γράφει η Γουίλσερ στον Guardian– έζησε στο Παρίσι 19 χρόνια, αλλάζοντας συχνά διεύθυνση μέχρι τη ναζιστική κατοχή της Γαλλίας το 1940, οπότε η οικογένεια μετακόμισε στη Ζυρίχη, όπου ο βρετανός συγγραφέας πέθανε τον επόμενο χρόνο. «Η αγρύπνια των Φίννεγκαν» ήταν το τελευταίο του έργο και εκδόθηκε το 1939. Ωστόσο η καταχώρηση της απογραφής του 1926 για την οικογένεια Τζόις δεν είναι απολύτως σωστή: έχει καταγραφεί λανθασμένα ότι τα παιδιά του Τζόις είχαν γεννηθεί στην Ιρλανδία, ενώ είναι γνωστό ότι γεννήθηκαν στην Τεργέστη της Ιταλίας. Ακόμη, ο Τζόρτζιο καταγράφεται ως Ζορζ.
«Ολο αυτό το project είναι συναρπαστικό, ένα πράγμα ζωντανό. Για πρώτη φορά μπορούμε να δώσουμε ένα όνομα σε όσους έχουν καταγραφεί ως κάτοικοι του Παρισιού σε εκείνη τη δεκαετία», τόνισε η Βαλερί Γκιγιόμ. «Από τη μία πλευρά πρόκειται για μια πολύ μεγάλη μάζα πληροφοριών και από την άλλη για κάτι προσωπικό, αφού εξετάζουμε μεμονωμένους ανθρώπους και τις ιστορίες τους».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
