Τις συνέπειες που θα έχει για την παγκόσμια οικονομία το ράλι των αμυντικών εξοπλισμών, στο οποίο ετοιμάζονται να επιδοθούν τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, εξέτασε σε πρόσφατη ανάλυσή του ο Economist, τονίζοντας ότι είναι η πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες που η Δύση ξεκινά να επανεξοπλίζεται.
Οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, ο φόβος για μια σύγκρουση μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν και, φυσικά, οι πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ, αναγκάζουν αρκετές χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες.
Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, υπενθύμισε ο Economist, τα μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας συμφώνησαν οι αμυντικές δαπάνες να φθάσουν στο 3,5% του ΑΕΠ και να υπάρξει ένα πρόσθετο 1,5% του ΑΕΠ που θα αφορά δαπάνες που σχετίζονται με την ασφάλεια.
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος έως το 2035, τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας θα πρέπει κατά μέσο όρο να δαπανήσουν 800 δισ. δολάρια περισσότερα ετησίως απ΄όσα θα δαπανούσαν πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η αύξηση των δαπανών ξεπερνά και τα όρια του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με εκτίμηση, το Ισραήλ αύξησε τις αμυντικές του δαπάνες στο 8% του ΑΕΠ το 2024, ενώ ακόμη και η ειρηνική Ιαπωνία είναι έτοιμη να αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό της.
Δημοσιονομική εκτροπή;
Τόσο μεγάλα ποσά έχουν την ικανότητα να αναδιαμορφώσουν την παγκόσμια οικονομία και παράλληλα να πλήξουν τα δημοσιονομικά μεγέθη των κρατών. Ο Economist επισημαίνει ότι οι πολιτικοί προσπαθούν να «πουλήσουν» την αύξηση των αμυντικών δαπανών, υποστηρίζοντας ότι θα έχει πολλαπλά οφέλη, σε επίπεδο τόσο οικονομίας όσο και ασφάλειας.
Ο βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ υποσχέθηκε ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα προσφέρει «στην επόμενη γενιά καλές, ασφαλείς και καλοπληρωμένες δουλειές». Η Κομισιόν υποστηρίζει από την πλευρά της ότι θα έχει «οφέλη για όλες τις χώρες». Κατά τον Economist, όμως, όσο δελεαστικά κι αν ακούγονται, αυτά τα επιχειρήματα είναι λανθασμένα. Η χρήση των αμυντικών δαπανών για ευρύτερους οικονομικούς στόχους θα ήταν δαπανηρό λάθος.
Η πιο εμφανής συνέπεια στην οικονομία από την αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών θα καταγραφεί στα δημοσιονομικά μεγέθη. Τα κρατικά χρέη είναι ήδη υψηλά, ενώ οι κυβερνήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά και ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Κατά μέσο όρο τα μέλη του ΝΑΤΟ –με εξαίρεση τις ΗΠΑ– θα πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ τους. Ως αποτέλεσμα, άλλα τμήματα των προϋπολογισμών, όπως για παράδειγμα οι κοινωνικές δαπάνες, θα πρέπει να μειωθούν, με αποτέλεσμα να υποχωρεί και το «μέρισμα της ειρήνης» που υπάρχει στον κόσμο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Το να μειώσεις τις δαπάνες και να αυξήσεις τους φόρους, σε κάποιες περιπτώσεις, προειδοποιεί ο Economist, ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία, αλλά και με διολίσθηση σε μεγάλα ελλείμματα. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών μπορεί να φέρει μεγαλύτερη ασφάλεια, ταυτόχρονα όμως δημιουργεί δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα στην ανάπτυξη; Οι δαπάνες με έλλειμμα θα λειτουργήσουν ως κεϋνσιανό δημοσιονομικό κίνητρο, αλλά μάλλον μέτριο και ανεπιθύμητο σε μια περίοδο χαμηλής ανεργίας και επίμονου πληθωρισμού στον ανεπτυγμένο κόσμο. Επιπλέον, οι στρατιωτικές δαπάνες είναι κοστοβόρες και δεν βελτιώνουν άμεσα το βιοτικό επίπεδο κανενός.
Η έρευνα και ανάπτυξη στον χώρο της άμυνας, αντίθετα, μπορεί να αποδειχθεί πιο ωφέλιμη. Η δημόσια χρηματοδότηση της καινοτομίας συχνά «σπρώχνει» και την ιδιωτική• σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση, όταν η αμυντική έρευνα και ανάπτυξη αυξάνει την προστιθέμενη αξία του κλάδου κατά 1%, η ετήσια παραγωγικότητα του κλάδου ανεβαίνει κατά 8,3 %. Σκεφτείτε το διαδίκτυο ή την πυρηνική ενέργεια, καθώς και τα δύο προήλθαν από τη στρατιωτική έρευνα, σημειώνει ο Economist.
Οι αμυντικές δαπάνες θα μετατοπίσουν και τη ζήτηση μέσα στην οικονομία. Οι πολιτικοί ελπίζουν ότι μπορεί να αντισταθμίσουν την αποβιομηχάνιση, όμως το πιο πιθανό είναι ότι θα απογοητευθούν. Η παραγωγή όπλων, όπως και κάθε άλλο σύγχρονο βιομηχανικό έργο, είναι πλέον εξαιρετικά εξειδικευμένη και αυτοματοποιημένη, δημιουργώντας πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας σε σύγκριση με όσες χάνονται λόγω τεχνολογίας ή ξένου ανταγωνισμού. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, η αύξηση των αμυντικών δαπανών στις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να δημιουργήσει 500 000 θέσεις εργασίας, μια αμελητέα αύξηση σε μια περιοχή όπου υπάρχουν 30 εκατ. εργαζόμενοι στη βιομηχανία.
Η φύση του σύγχρονου πολέμου κάνει τη μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας λιγότερο πιθανή. Η Ουκρανία δείχνει ότι μια χώρα δεν χρειάζεται εκτεταμένη βιομηχανική πολιτική για να προετοιμαστεί για πόλεμο. Η κατασκευή drones, τα οποία χρησιμοποιούνται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο πεδίο της μάχης, είναι σχετικά απλή. Και όσο η Τεχνητή Νοημοσύνη καθορίζει και χειρίζεται αυτά τα drones, τόσο λιγότερες δουλειές δημιουργούνται στις γραμμές παραγωγής και τόσο περισσότερα κέρδη πηγαίνουν σε εταιρείες τεχνολογίας.
Μεγαλύτεροι αμυντικοί προϋπολογισμοί θα φέρουν δύσκολες επιλογές μεταξύ ασφάλειας, αποδοτικότητας και ισότητας. Καθώς τα κονδύλια αυξάνονται, τοπικοί αξιωματούχοι, εταιρείες και συνδικάτα θα διεκδικούν το μερίδιό τους. Η ικανοποίηση τέτοιων αιτημάτων θα ήταν λάθος. Ενα πρόβλημα με τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες είναι ότι υπερβολικά πολλές χώρες θέλουν να παράγουν το δικό τους υλικό• οι χώρες της ΕΕ διαθέτουν 12 διαφορετικούς τύπους αρμάτων μάχης, ενώ οι ΗΠΑ κατασκευάζουν μόνον έναν.
Η πρώτη υποχρέωση των κυβερνήσεων είναι να προστατεύουν τους πολίτες τους. Η ευθραυστότητα των δημόσιων οικονομικών σημαίνει ότι πρέπει να δαπανούν τα χρήματα των φορολογουμένων με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Τα «λουσάτα» κονδύλια προς ευνοημένες περιοχές και βιομηχανίες θα οδηγήσουν μόνο σε νέες αυξήσεις φόρων ή σε περικοπές κοινωνικών δαπανών. Για να επιτύχει ο επανεξοπλισμός, οι κυβερνήσεις πρέπει να παρουσιάσουν ειλικρινά στους ψηφοφόρους το επιχείρημα της ασφάλειας. Αν προσπαθήσουν να πετύχουν τα πάντα με έναν και μόνο προϋπολογισμό, δεν θα καταφέρουν τίποτα σωστά, καταλήγει ο Economist.
