Ηταν ένας προαναγγελθείς «θάνατος». Η Γαλλία έχασε ακόμη μια κυβέρνηση, μετά την αποτυχία του πρωθυπουργού, Φρανσουά Μπαϊρού, να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή το βράδυ της Δευτέρας.
Παρά την παθιασμένη ομιλία του, έλαβε μόλις 196 από τις 558 ψήφους, γεγονός που αποτέλεσε ταπείνωση τόσο για τον ίδιο όσο και για τον κεντρώο σύμμαχό του, τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν. Υστερα από μόλις εννέα μήνες στην πρωθυπουργία, ο Μπαϊρού θα υποβάλει την παραίτησή του, ενώ ο Μακρόν υποσχέθηκε ότι θα ορίσει διάδοχο μέσα στις επόμενες ημέρες.
Ενάντια στην κυβέρνηση ψήφισαν τόσο η σκληρή Αριστερά του Ζαν-Λικ Μελανσόν όσο και η σκληρή Δεξιά της Μαρίν Λεπέν. Το ίδιο έπραξαν και οι Σοσιαλιστές, αλλά και ορισμένοι βουλευτές των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι είχαν μάλιστα υπουργούς στην κυβέρνηση Μπαϊρού. Το αποτέλεσμα, γράφει ο Economist, ήταν απογοητευτικό για έναν πρωθυπουργό που φιλοδοξούσε να φέρει σταθερότητα στη χώρα. Η Γαλλία έχει, πλέον, χάσει τέσσερις πρωθυπουργούς σε λιγότερο από δύο χρόνια.
Ο ίδιος ο Μπαϊρού ζήτησε την ψήφο εμπιστοσύνης, θέλοντας να περάσει σχέδιο περικοπών ύψους 44 δισ. ευρώ για το 2026, ώστε να περιορίσει το έλλειμμα που φέτος αγγίζει το 5,4% του ΑΕΠ. Ομως, η Αριστερά και η Ακροδεξιά αρνήθηκαν να συνεργαστούν. Και δεν συγκινήθηκαν όταν ο Μπαϊρού προειδοποίησε ότι το χρέος θέτει «σε κίνδυνο τη ζωή της χώρας». Ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπορίς Βαγκό κατηγόρησε τον Μακρόν, λέγοντας ότι ο Μπαϊρού είναι απλώς «τυφλός μιμητής» του. Η δε Λεπέν μίλησε για «στιγμή της αλήθειας» μετά από «πέντε δεκαετίες καταστροφικής διαχείρισης».
Η ήττα του Μπαϊρού βυθίζει τη χώρα σε ένα τριπλό αδιέξοδο, σημειώνει ο Economist: πολιτική αβεβαιότητα, νευρικές αγορές και κοινωνική αναταραχή. Μόλις πριν από εννέα μήνες, η Βουλή είχε καταψηφίσει τον προηγούμενο πρωθυπουργό, τον κεντροδεξιό Μισέλ Μπαρνιέ. Τα επιτόκια δανεισμού της Γαλλίας είναι ήδη υψηλότερα από αυτά της Ελλάδας, ενώ για τις 10 και 18 Σεπτεμβρίου έχουν προγραμματιστεί νέες διαδηλώσεις και απεργίες.
Ο Μακρόν βρίσκεται τώρα μπροστά σε περιορισμένες και δύσκολες επιλογές. Δεν υποχρεούται θεσμικά να προκηρύξει εκλογές, ούτε δείχνει διάθεση να το κάνει. Η Λεπέν, βέβαια, τις ζητά επίμονα: το κόμμα της είναι ήδη το μεγαλύτερο στη Βουλή και οι δημοσκοπήσεις του δίνουν 33% στον πρώτο γύρο, έναντι 25% της αριστερής συμμαχίας και μόλις 15% των κεντρώων του Μακρόν. Μάλιστα, 63% των Γάλλων δηλώνουν υπέρ της επιστροφής στις κάλπες.
Η ίδια η Λεπέν, όμως, δεν μπορεί να είναι υποψήφια: έχει αποκλειστεί από τα δημόσια αξιώματα, με δικαστική απόφαση για υπόθεση κομματικής χρηματοδότησης, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης τον Ιανουάριο 2026. Σε πρόσφατη εμφάνισή της δήλωσε έτοιμη να «θυσιάσει όλες τις έδρες» προκειμένου να σταματήσει τις «άδικες και τοξικές πολιτικές» του Μακρόν. Αν το κόμμα της κερδίσει, υποψήφιος πρωθυπουργός θα είναι ο 29χρονος προστατευόμενός της, Ζορντάν Μπαρντελά.
Ωστόσο, την τελευταία φορά που ο Μακρόν διέλυσε τη Βουλή, τον Ιούνιο του 2024, ο ίδιος κατέληξε με λιγότερες έδρες, θυμίζει ο Economist. Δεδομένου ότι ήδη κυβερνά μειοψηφικά, δύσκολα θα επαναλάβει το πείραμα. Ενα εναλλακτικό σενάριο είναι να αναζητήσει νέο πρόσωπο που θα καταφέρει έστω να περάσει τον προϋπολογισμό του 2026. Στο κεντρώο στρατόπεδο κάποιοι εισηγούνται συμφωνία με τους Σοσιαλιστές, οι οποίοι διαθέτουν 66 έδρες. Το αντίτιμο, όμως, θα ήταν να δεχθεί τον δικό τους εμβληματικό φόρο περιουσίας για όσους έχουν περιουσία άνω των 100 εκατ. ευρώ. Ο Μακρόν, σύμφωνα με συνεργάτες του, είναι κατηγορηματικά αντίθετος, θεωρώντας ότι αυτό θα πλήξει την εικόνα της Γαλλίας ως χώρας φιλικής προς τις επενδύσεις.
Τι θα μπορούσε να μετατρέψει το πολιτικό αδιέξοδο σε πραγματική κρίση; Ενας παράγοντας είναι οι αγορές ομολόγων. Αν και η Γαλλία δεν δυσκολεύεται να βρει δανειστές, η απόδοση των δεκαετών ομολόγων της πλησιάζει ήδη εκείνη της Ιταλίας. Ο οίκος Fitch θα επανεξετάσει τη βαθμολογία της χώρας στις 12 Σεπτεμβρίου, γεγονός που προκαλεί νευρικότητα. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι μόνο μια αγορά σε κρίση θα αναγκάσει τους πολιτικούς και την κοινή γνώμη στη Γαλλία να κατανοήσουν το διακύβευμα.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι κινητοποιήσεις. Οι συνδικαλιστικές ενώσεις έχουν καλέσει σε γενική απεργία στις 18 Σεπτεμβρίου, ενώ νωρίτερα, στις 10, έχει προγραμματιστεί κινητοποίηση με το σύνθημα «Μπλοκάρουμε τα πάντα». Η καμπάνια, που ξεκίνησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θυμίζει το ξεκίνημα των «κίτρινων γιλέκων» και έχει ήδη τη στήριξη μαχητικών συνδικάτων. Το αν θα πετύχει είναι αβέβαιο· όμως η Γαλλία έχει αποδείξει ότι τα αυθόρμητα κινήματα μπορούν γρήγορα να μετατραπούν σε εκρηκτικές εξεγέρσεις, όπως τότε που ο Μακρόν αναγκάστηκε να υποχωρήσει στον φόρο καυσίμων.
Οποιος κι αν αναλάβει την πρωθυπουργία, καταλήγει ο Economist, θα παραλάβει μια χώρα ακόμη πιο ασταθή και ανήσυχη από εκείνη που άφησε πίσω του ο Μπαϊρού.
