Μέσα σε λίγους μήνες από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι παγκόσμιες εμπορικές σχέσεις έχουν αλλάξει ριζικά. Οπως επισημαίνει ο Economist, η νέα εμπορική τάξη πραγμάτων μοιάζει με αποικιακό σύστημα: οι δασμοί χρησιμοποιούνται ως μοχλός εκβιασμού, οι συμφωνίες κλείνονται υπό πίεση και οι διεθνείς εταίροι των ΗΠΑ αναγκάζονται να πληρώσουν. Ομως πίσω από την επιφανειακή επιτυχία, το πραγματικό τίμημα πέφτει στην αμερικανική οικονομία και στους ίδιους τους πολίτες.
Περισσότερο από εκατό ημέρες μετά τη λεγόμενη «Ημέρα Απελευθέρωσης» του προέδρου Τραμπ, το νέο παγκόσμιο εμπορικό τοπίο έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει. Οπως γράφει ο Economist, πρόκειται για ένα σύστημα αυτοκρατορικής προτίμησης. Ο Καναδάς επιβαρύνεται με δασμούς 35%, εν μέρει επειδή σχεδιάζει να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη ως κράτος. Ο Τραμπ ανακοίνωσε στις 31 Ιουλίου την επιβολή «ανταποδοτικών» δασμών από 10% έως 41% σε πολλούς εμπορικούς εταίρους. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα υπέγραψαν συμφωνίες με την Ουάσινγκτον: δεσμεύονται να ανοίξουν τις αγορές τους και να επενδύσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα δασμούς 15% στις εξαγωγές τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνεται μια «γοητευτική» πλην όμως παραπειστική εντύπωση ότι η Αμερική βγαίνει κερδισμένη. Οπως σημειώνει η βρετανική επιθεώρηση η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί ότι η Αμερική κερδίζει από όλα αυτά δεν απηχεί την πραγματικότητα. Ο πρόεδρος Τραμπ κατάφερε να αποσπάσει συμφωνίες πιο κοντά στις δικές του απαιτήσεις απ’ ό,τι στις προσδοκίες των εταίρων του αλλά το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει. «Και είναι ένα παιχνίδι που η Αμερική δεν μπορεί να κερδίσει», τονίζεται στο άρθρο.
Στην πράξη η μέση δασμολογική επιβάρυνση για τα προϊόντα που εισάγουν οι ΗΠΑ προβλέπεται να αυξηθεί στο 18% στις 7 Αυγούστου. Θα είναι σχεδόν οκταπλάσια σε σχέση με πέρυσι και σε επίπεδα που παραπέμπουν στη δεκαετία του 1930.
Το αφήγημα της κυβέρνησης Τραμπ είναι ότι οι δασμοί πληρώνονται από τους ξένους. Ομως σύμφωνα με την Goldman Sachs, τέσσερα πέμπτα του κόστους τελικά μετακυλίονται σε αμερικανούς καταναλωτές και επιχειρήσεις. Μόνο στο β’ τρίμηνο του 2025, η αυτοκινητοβιομηχανία Ford πλήρωσε 800 εκατ. δολάρια σε δασμούς και η GM πάνω από 1,1 δισ. δολάρια. Το ποσό που συλλέγεται κάθε μήνα από τα τελωνεία αγγίζει τα 30 δισ. δολάρια.
Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές δεν έχουν δείξει ανησυχία, επισημαίνει ο Economist. Ο δείκτης S&P 500 βρίσκεται 12% υψηλότερα από την ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ, ενώ το ΔΝΤ έχει αναθεωρήσει επί τα βελτίω τις προβλέψεις του για την παγκόσμια και την αμερικανική ανάπτυξη.
Πού οφείλεται αυτή η αντοχή; Ο Economist επιχειρεί μια εξήγηση: «Η οικονομία επηρεάζεται από ποικίλες δυνάμεις: από τη δημιουργία μεγάλων αποθεμάτων πριν τεθούν σε ισχύ οι δασμοί – που καθυστερεί το πλήγμα από τους δασμούς, χωρίς να το εξαλείφει, αλλά και από μια μεγάλη έκρηξη επενδύσεων που βασίζονται στην Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ)».
Σύμφωνα με τη Renaissance Macro Research, οι επενδύσεις σε ΤΝ συνέβαλαν περισσότερο στην αύξηση του ΑΕΠ τα δύο τελευταία τρίμηνα απ’ ό,τι η ιδιωτική κατανάλωση. Οι αγορές, ενδέχεται επίσης να θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις θα βρουν τρόπο να προσαρμοστούν ή ότι ο Τραμπ, τελικά, θα κάνει πίσω.
Το πρόβλημα είναι ότι όσο προχωρά η επιβολή δασμών, τόσο ενισχύεται ένα νέο, αποσταθεροποιητικό σύστημα. Ο Economist το περιγράφει ως εξής: «Στο όνομα της δικαιοσύνης, ο Τραμπ εγκαταλείπει το πολυμερές σύστημα… Στη θέση του εμφανίζεται ένα διμερές σύστημα… υποκείμενο σε αδιάκοπες διαπραγματεύσεις για σχεδόν οποιοδήποτε ζήτημα».
Αυτή την εβδομάδα οι δασμοί συνδέθηκαν ακόμα και με τη στάση της Βραζιλίας απέναντι σε πολιτικό σύμμαχο του Τραμπ καθώς επιβλήθηκαν ως τιμωρία για τη δίκη σε βάρος του ακροδεξιού πρώην πρόεδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο. Επειδή η πολιτική καθορίζεται από έναν μόνο άνθρωπο, εξαρτάται από προσωπικά αισθήματα. «Λόγω του χαρακτήρα του, ο Τραμπ θα εξετάζει εξαιρέσεις όταν τον κολακεύουν και θα απειλεί με δασμούς όταν τον δυσαρεστούν» σχολιάζει σκωπτικά η βρετανική επιθεώρηση.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν δεν θα είναι κατ’ ανάγκη οι πιο καινοτόμες, αλλά αυτές που γνωρίζουν πώς να κινούνται σε ένα χαοτικό καθεστώς ρυθμίσεων. Ο καταναλωτής θα έχει λιγότερες επιλογές και υψηλότερες τιμές. Και ακόμη κι αν ένας μελλοντικός πρόεδρος θελήσει να άρει τους δασμούς, θα βρει απέναντί του έναν στρατό από επιχειρήσεις που στο μεταξύ θα έχουν γίνει μη ανταγωνιστικές και θα θέλουν να συνεχίσουν να προστατεύονται έναντι του ανταγωνισμού από το εξωτερικό.
«Τα πάντα σε αυτό το σύστημα είναι επιζήμια. Και, ανεξαρτήτως του τι λέει ο Τραμπ, τίποτα σε όλο αυτό δεν είναι δίκαιο» σημειώνει ο Economist συμπεραίνοντάς ότι οι δασμοί του Τραμπ δεν είναι απλά μια εμπορική στρατηγική. Είναι ένα πολιτικό εργαλείο προσωπικής ισχύος που υπονομεύει την οικονομία, αποδομεί τον ανταγωνισμό και φτωχαίνει τελικά τους ίδιους τους Αμερικανούς. Με άλλα λόγια, το τίμημα της «νίκης» του θα το πληρώσουν όλοι.
