Μετά τις σφαγές της 7ης Οκτωβρίου 2023 ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου ορκίστηκε να κυνηγήσει και να εξοντώσει τους ηγέτες της Χαμάς «οπουδήποτε κι αν βρίσκονται». Στη συνέχεια το Ισραήλ όντως τους καταδίωξε στη Γάζα, στο Ιράν, στον Λίβανο και στη Συρία. Αλλά το Κατάρ, όπου τα μεγάλα κεφάλια της Χαμάς απολάμβαναν εδώ και καιρό μια άνετη εξορία, ήταν κατά κάποιον τρόπο απαγορευμένο.
Ομως το απόγευμα της περασμένης Τρίτης αυτό άλλαξε, όταν ισραηλινά μαχητικά αεροσκάφη βομβάρδισαν μια βίλα στην Ντόχα, την πρωτεύουσα του εμιράτου, όπου είχαν συγκεντρωθεί, σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν συλλέξει οι Ισραηλινοί, αξιωματούχοι της παλαιστινιακής οργάνωσης. Κατά την επίθεση σκοτώθηκαν έξι άνθρωποι, χωρίς ωστόσο να γίνει σαφές αν επρόκειτο για ηγετικά στελέχη της ισλαμιστικής οργάνωσης.
Σε ανάλυσή του, ο Γκουίντο Ολίμπιο, σχολιαστής της Corriere della Sera με ειδίκευση στις μυστικές υπηρεσίες, γράφει πως οι Ισραηλινοί στην Ντόχα ενδεχομένως να επιδίωξαν να περιορίσουν τις παράπλευρες απώλειες, ωστόσο το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι η «διπλωματική ζημιά» που προκλήθηκε και που δύσκολα θα αποκατασταθεί, ίδιως αν η άκρως επιθετική επιχείρηση του Τελ Αβίβ είχε τη σιωπηρή έγκριση των ΗΠΑ.
Μάλιστα, ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει ότι στα τέλη του προηγούμενου μήνα, μετά από τις απειλές των Ισραηλινών περί καταδίωξης των στελεχών της Χαμάς στο εξωτερικό, το Κατάρ έσπευσε να ζητήσει από τους Αμερικανούς συγκεκριμένες εγγυήσεις ότι δεν θα δεχόταν επίθεση και η Ουάσινγκτον φέρεται να αντέδρασε καθησυχαστικά.
Ως «σοβαρό λάθος που δυσχεραίνει τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα, ζημιώνει τη θέση των ΗΠΑ στον Κόλπο και υπονομεύει τις συμφωνίες του Αβραάμ, οι οποίες [μπορούν να] προσφέρουν στην περιοχή ένα καλύτερο μέλλον» χαρακτηρίζει την επιδρομή στην Ντόχα και ο Economist, κάνοντας λόγο για «qata(r)στροφικό σφάλμα»
Το βρετανικό έντυπο χαρακτηρίζει θεμιτό το να πλήττονται τρομοκράτες που αποτελούν απειλή και χαίρουν προστασίας σε ένα κράτος που δεν μπορεί ή δεν θέλει να αναλάβει δράση εναντίον τους – χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επιθέσεις του Ισραήλ εναντίον των ηγετών της Χεζμπολάχ στον Λίβανο.
Αλλά η επίθεση στην Ντόχα δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, καταρχάς επειδή οι Ισραηλινοί είχαν εγκρίνει σιωπηρά τη καταφυγή και φιλοξενία ηγετικών στελεχών της Χαμάς στο Κατάρ. Σε αυτό το πλαίσιο, και με τις ευλογίες των ΗΠΑ, η Ντόχα εκτελούσε χρέη μεσολαβητή, συντονίζοντας τις έμμεσες συνομιλίες μεταξύ των δύο μερών. Το ότι επρόκειτο για μια ριψοκίνδυνη ενέργεια καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι τόσο η Μοσάντ όσο και ο ισραηλινός στρατός δεν την ενέκριναν.
Οσο για τη συνέχεια, «ο πόλεμος στη Γάζα είναι πιο πιθανό να συνεχιστεί […] οι συνομιλίες θα βαλτώσουν στο απώτερο μέλλον (αν και οι Καταριανοί λένε ότι θα συνεχίσουν να προσπαθούν). Με τους εξόριστους ηγέτες της Χαμάς να εξοντώνονται, η πλάστιγγα της εξουσίας θα γείρει προς την απομονωμένη στρατιωτική ηγεσία της οργάνωσης στη Γάζα. Καθώς το Ισραήλ συνεχίζει τον πόλεμο, οι στρατηγοί του λένε ότι τα περαιτέρω κέρδη από το πεδίο της μάχης θα είναι οριακά. Αλλά οι μάχες θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για τους Παλαιστίνιους», συνοψίζουν οι δημοσιογράφοι του Economist.
Το ότι το Κατάρ παίζει διπλό παιχνίδι, πουλώντας φυσικό αέριο και επενδύοντας στη Δύση, ενώ παράλληλα προσεγγίζει τη Χαμάς και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, είναι γνωστό (αν και φέτος αυτή η τακτική απέτυχε, αφού δέχτηκε επίθεση και από το Ιράν και από το Ισραήλ). Συγχρόνως, όμως, στο εμιράτο βρίσκεται και η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Εάν ο Ντόναλντ Τραμπ γνώριζε εκ των προτέρων για την επιχείρηση, ουσιαστικά ενέκρινε μια επίθεση σε κράτος υπό αμερικανική προστασία. Εάν δεν γνώριζε, δείχνει ότι η Αμερική αδυνατεί να ελέγξει το Ισραήλ. Ομως τα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου μπορεί να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι αμερικανικές υποσχέσεις –παρά εγγυήσεις ασφαλείας– είναι αδύναμες. Αλλωστε οι ΗΠΑ δεν επενέβησαν ούτε το 2019, όταν ιρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που εξαπολύθηκαν από τους Χούθι της Υεμένης έπληξαν πετρελαιοπηγές της Σαουδικής Αραβίας, ούτε όταν επίσης ιρανικά drones των Χούθι έπληξαν πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το 2022.
Ομως το μεγαλύτερο θύμα της ισραηλινής επίθεσης στην Ντόχα, σύμφωνα με τον Economist, ενδέχεται να είναι η εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τα κράτη του Κόλπου, μέσω των Συμφωνιών του Αβραάμ, οι οποίες υπεγράφησαν στην Ουάσινγκτον τον Σεπτέμβριο του 2020.
Το Κατάρ δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, αλλά το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι, ενώ και η Σαουδική Αραβία εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να τα βρει με το Ισραήλ. Στο πλαίσιο των συμφωνιών προβλέπεται η εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών και της συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας για την αποτροπή επιθέσεων από το Ιράν και τους πληρεξουσίους του. Ωστόσο η κατηγορηματική άρνηση μιας λύσης δύο κρατών από το Ισραήλ έχει φέρει τις συμφωνίες σε οριακό σημείο. Και τώρα το Τελ Αβίβ διεκδικεί το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική ισχύ του για να πλήττει τους εχθρούς του σε κυρίαρχα κράτη με τα οποία συνεργάζεται σε άλλους τομείς.
«Αυτή είναι μια απαράδεκτη προοπτική για οποιονδήποτε επίδοξο σύμμαχο», σχολιάζουν οι Βρετανοί. «Με τη διαρκή στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ, το Ισραήλ έγινε μια ηγεμονική περιφερειακή δύναμη που έχει συντρίψει τη Χαμάς, έχει νικήσει τη Χεζμπολάχ και έχει ταπεινώσει το Ιράν. Ωστόσο στο Κατάρ κατάφερε ταυτόχρονα και να απομονωθεί περαιτέρω και να θέσει σε κίνδυνο τη θέση της Αμερικής, με επιπτώσεις που μπορεί να διαρκέσουν πολύ περισσότερο από όσο η θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Το πλήγμα κατά της Χαμάς μπορεί να εξυπηρετεί τις πολιτικές βλέψεις του Νετανιάχου και να επιβεβαιώνει την ισραηλινή ισχύ, αλλά αποδυνάμωσε τη θέση του Ισραήλ και ώθησε την περιοχή πιο κοντά στο χάος».
