Protagon Main Image
| EPA/STEPHANIE LECOCQ / CreativeProtagon
Θέματα

Εργα και ημέρες της Λάουρα Κοβέσι

Η θητεία της στην Εθνική Διεύθυνση Κατά της Διαφθοράς στη Ρουμανία, οι έντονες επικρίσεις για το έργο της και τις υποθέσεις που χειρίστηκε, η δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ποιες ελληνικές υποθέσεις είναι ανοιχτές στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, πέραν του ΟΠΕΚΕΠΕ
Χρήστος Νίκας

Κανονικά θα ήταν μια γραφειοκράτης των Βρυξελλών, ένα σχεδόν ανώνυμο γρανάζι στον ευρωπαϊκό λαβύρινθο. Έγινε όμως ένα από τα πρόσωπα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ακόμα και αν δεν το επεδίωξε, έγινε. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, το σκάνδαλο των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων ήταν, ως ελληνική πρωτιά σε ένα ευρύτερο φαινόμενο πανευρωπαϊκής απάτης, δική της ανακάλυψη και αποκάλυψη. Όσο και αν η κυβέρνηση εκ των υστέρων επιχειρεί να πείσει ότι είχε εντοπίσει το πρόβλημα και είχε ασχοληθεί, αν και όχι επαρκώς –το περίφημο «αποτύχαμε» του Πρωθυπουργού– μεταξύ μας είναι το έργο μιας ρουμάνας δικαστικού λειτουργού που πριν από κάποια χρόνια ανέλαβε την μάλλον άσημη θέση της Ευρωπαίας Εισαγγελέως.

Και ξαφνικά, όλοι αναρωτιούνται: ποια είναι αυτή η γυναίκα που έστειλε στη Βουλή μια ογκωδέστατη δικογραφία, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στην παραίτηση πέντε κυβερνητικών στελεχών–ενός υπουργού, τριών υφυπουργών και ενός γενικού γραμματέα; Ποια είναι και τι έχει κάνει τόσα χρόνια η Λάουρα Κοβέσι;

«Πριν από λίγα χρόνια, η γενική προσδοκία ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν θα είχε πολλά να κάνει. Σχεδιάστηκε σε μικρό επίπεδο για να αντιμετωπίσει αυτό που συνήθως θεωρούνταν ειδικό έγκλημα. Υστερα από τρία και πλέον χρόνια δραστηριότητας, αποκαλύπτοντας μια νέα ήπειρο εγκληματικότητας, η ικανότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα (…)

»Μέχρι το τέλος του 2024, είχαμε 2.666 ενεργές έρευνες, με συνολική εκτιμώμενη ζημία άνω των 24,8 δισ. ευρώ. Οπως μπορείτε να δείτε σε αυτήν την έκθεση, ο φόρτος εργασίας μας συνεχίζει να αυξάνεται, όπως και οι προσδοκίες των πολιτών της ΕΕ», δήλωνε η Λάουρα Κοβέσι στον πρόλογο των πεπραγμένων και της οικονομικής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) για το 2024.

«Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς η υπηρεσία της επεξεργάστηκε 6.547 αναφορές εγκλημάτων, με περισσότερες από το 70% να προέρχεται από ιδιώτες και σχεδόν 27% από εθνικές αρχές. Τα ίδια τα όργανα της ΕΕ δεν φαίνεται να προτιμούν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία: λιγότερο από το 1% των αναφορών εγκλημάτων το 2024 προήλθε από την OLAF, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης. Προφανώς, τα θεσμικά όργανα, οι φορείς, τα γραφεία και οι οργανισμοί της ΕΕ πρέπει να εντείνουν τον εντοπισμό και την αναφορά υπονοιών απάτης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία», αναφέρει στο ίδιο κείμενο.

Η υπόθεση των Τεμπών

Εως και το 2023 η Κοβέσι δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα. Το όνομά της άρχισε να ακούγεται με την υπόθεση των Τεμπών και την έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη σύμβαση 717 που αφορούσε την τηλεδιοίκηση και τη σηματοδότηση του σιδηροδρομικού δικτύου, που αν υπήρχαν η τραγωδία ενδεχομένως να είχε αποφευχθεί.

«Μας μπλοκάρουν από το να βρούμε την αλήθεια. Μας μπλοκάρουν από το να απονείμουμε δικαιοσύνη. Γιατί εάν σου απαγορεύουν να κάνεις έρευνα, δεν μπορείς να αποκαλύψεις την αλήθεια», είχε δηλώσει δημόσια τον Μάρτιο του 2024 για το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον νόμο περί ευθύνης υπουργών. «Δυστυχώς η συνταγματική πρόβλεψη πρέπει να αλλάξει. Γι’ αυτό το έχουμε ζητήσει και έχουμε στείλει επιστολή στην Κομισιόν», είχε πει, προκαλώντας την αντίδραση του Αρείου Πάγο, που υπενθύμισε τον ευρωπαϊκό κανονισμό «ο οποίος περιορίζει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποκλειστικά και μόνον στις αξιόποινες πράξεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Ανάμεσα στις αντιδράσεις για τα λεγόμενα της Κοβέσι τον Μάρτιο του 2024 ήταν και αυτή του προέδρου της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών Παναγιώτη Δανιά, ο οποίος σε ανάρτησή του στο facebook ανέφερε: «Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν εμποδίζει την Ευρωπαία Εισαγγελέα να ζητήσει έγγραφα και στοιχεία για τα Τέμπη», και «να τα στείλει στη συνέχεια στην Ελληνική Βουλή».

Η κυρία Κοβέσι, είχε αναφέρει, «θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά της αθόρυβα και μεθοδικά, όπως κάνουν οι πραγματικοί δικαστές και εισαγγελείς, χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις που προσβάλλουν τη θεσμική αυτονομία των κρατών-μελών της ΕΕ και την καθιστούν μέρος του προβλήματος, αντί της λύσης». Τότε ο κ. Δανιάς δέχθηκε κριτική για την ανάρτησή του από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών, τα οποία δήλωσαν ότι «η δημόσια τοποθέτηση του προέδρου της Ενωσης Παναγιώτη Δανιά κατά της Ευρωπαίας Εισαγγελέως Λάουρα Κοβέσι, σχετικά με τη διερεύνηση των αιτιών του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, δεν εξυπηρετεί την υπόθεση της αναζήτησης της αλήθειας, σε μια περίοδο που οι συγγενείς των θυμάτων καταγγέλλουν παραβιάσεις του κράτους δικαίου και συγκαλύψεις. Η δήλωση αυτή, απαξιωτική για την απώλεια των συγγενών των θυμάτων, δεν απηχεί τη θέση των διοικητικών δικαστών, που στηρίζουμε το δίκαιο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για πλήρη διαλεύκανση του εγκλήματος και απόδοση όλων των ευθυνών που προκύπτουν».

Από αυτό το χρονικό σημείο, περί τον Μάρτιο του 2024, η Λάουρα Κοβέσι άρχισε να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο εκτόπισμα στην ελληνική σκηνή. Επτά μήνες μετά θα επανερχόταν στο θέμα του νόμου περί ευθύνης υπουργών, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Αρβανίτη και επιμένοντας στην αλλαγή του σχετικού άρθρου του Συντάγματος και του νόμου, καθώς αποτελούν εμπόδιο στις έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Σήμερα η Κοβέσι βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας, με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ να «διανθίζεται» με εξωφρενικούς για το κοινό αίσθημα τηλεφωνικούς διαλόγους, να έχει στείλει σπίτια τους τέσσερα υπουργικά στελέχη της κυβέρνησης, να έχει στοιχίσει στη χώρα ένα πρόστιμο ύψους 415 εκατ. και μπόλικο διεθνή διασυρμό. Αυτή τη φορά η Ευρωπαία Εισαγγελέας δεν έχει επαναλάβει δημόσια το θέμα του άρθρου 86 και όπως φαίνεται η Κομισιόν παραμένει ακόμα σιωπηλή στην καταγγελία της που έγινε κατά την έρευνα της σύμβασης 717.

Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτές οι υποθέσεις με τις οποίες έχει καταπιαστεί. Από τα στοιχεία για τις «ενεργές έρευνες» σε κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ, στα τέλη του 2024 στην Ελλάδα, πέρα από τις 25 για τα ευρωπαϊκά προγράμματα γεωργικής και αγροτικής ανάπτυξης, οι οποίες περιλαμβάνουν το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, προκύπτει ότι διενεργούνταν:

Η Ελλάδα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, είναι στο top 5 των χωρών με τις υψηλότερες «εκτιμώμενες ζημίες» όσον αφορά τα ευρωπαϊκά κονδύλια: έως τα τέλη του 2024 οι υποθέσεις που ερευνούνταν εδώ κοστολογούνταν στο 1,7 δισ. ευρώ. Στην κορυφή της πρώτης πεντάδας βρίσκεται η Ιταλία, με συνολικές εκτιμώμενες ζημίες 7 δισ., και ακολουθούν η Γερμανία με 5 δισ. και η Ρουμανία, με 2,57 δισ. Σημειώνεται ότι η Ρουμανία είναι η γενέτειρα της Κοβέσι, όπου διετέλεσε γενική εισαγγελέας και από το 2013 έως το 2018 επικεφαλής εισαγγελέας της Εθνικής Διεύθυνσης Κατά της Διαφθοράς (DNA), απ’ όπου παύθηκε με προεδρική απόφαση πριν αναλάβει το ευρωπαϊκό πόστο της.

Η αντιπαράθεση με το Βουκουρέστι

Η Κοβέσι προσέφυγε κατά της Ρουμανίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την απομάκρυνσή της από την DNA, το οποίο έκρινε το 2020 ότι απολύθηκε άδικα από τη θέση της. Κατά τη διάρκεια της πενταετούς θητείας της στη Διεύθυνση Κατά της Διαφθοράς έστειλε κλητήρια σε 68 υψηλόβαθμους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων 14 υπουργών ή πρώην υπουργών της κυβέρνησης και 53 βουλευτών και από τα δύο σώματα του ρουμανικού Κοινοβουλίου.

Η επιτυχία της DNA υπό την ηγεσία της έχει κάνει την Κοβέσι σταρ. Και ορκιζόταν ότι θα συνεχίσει το έργο της ανεξάρτητα από οποιαδήποτε έλλειψη υποστήριξης. Επί θητείας της στην DNA, αλλά και μετά την απομάκρυνσή της, οι μαζικές διαμαρτυρίες κατά τη διαφθοράς είχαν γίνει νόρμα στη Ρουμανία, ενώ φωτογραφίες της και τα αρχικά LCK (Λάουρα Κοντρούτσα Κοβέσι) κοσμούσαν αφίσες και μπλουζάκια διαδηλωτών.

«Αν είσαι φοβισμένος ή διστάζεις ως εισαγγελέας, πρέπει να αλλάξεις δουλειά. Αυτοί που διαπράττουν εγκλήματα δεν είναι ακριβώς οι πιο ευγενικοί άνθρωποι, οπότε πρέπει να περιμένεις κάποια αντίδραση», έλεγε τότε. Παρά την πρωτοφανή  δημοτικότητά της, η Κοβέσι απέρριπτε κατηγορηματικά την είσοδό της στον πολιτικό στίβο, αναφέροντας ότι την έχουν ρωτήσει επανειλημμένως για αυτό το ενδεχόμενο. «Κάθε φορά που έλεγα Οχι! Οχι! Οχι!, κανείς δεν με πίστευε. Θα είμαι πολύ σαφής: θέλω να παραμείνω στο δικαστικό σύστημα», είχε δηλώσει η ίδια στο Associated Press το 2019. Από την άλλη, σε ερώτηση του BBC το 2017 για τις επικρίσεις που δεχόταν, ότι παραβιάζει τις πολιτικές ελευθερίες με τρόπο που παραπέμπει στην κομμουνιστική εποχή, η Κοβέσι είχε αναφέρει ότι δεν θα απαντήσει στους επικριτές της: «Θα λογοδοτήσω στους πολίτες».

Οι επικριτές της υποστήριζαν ότι επί θητείας της στην DNA είχε γίνει υπερβολικά ισχυρή και ότι ο ζήλος της κατά της διαφθοράς έχει μετατραπεί σε κυνήγι μαγισσών. Πέρα από την «κατάχρηση εξουσίας» που της καταλόγιζαν, την κατηγορούσαν επίσης για υπερβολική χρήση νόμιμων επισυνδέσεων σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες, λέγοντας ότι ισοδυναμεί με τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά την κομμουνιστική εποχή. «Οταν μιλάμε για ένταλμα προδικαστικής σύλληψης, για ένταλμα παρακολούθησης (τηλεφωνικών επικοινωνιών), όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν από τον εισαγγελέα χωρίς ένταλμα, εξουσιοδότηση που εκδίδεται από δικαστές. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό μόνοι μας», ήταν η απάντηση που έδινε η ίδια.

Στους επικριτές της Κοβέσι περιλαμβανόταν και ο υπουργός Δικαιοσύνης της Ρουμανίας, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 2018 έστειλε στο αρμόδιο δικαστικό όργανο «Εκθεση για τη Διευθυντική Δραστηριότητα στην DNA», μαζί με πρόταση για την απομάκρυνση της Κοβέσι από τη θέση της. «Συντάχθηκε με βάση τις συζητήσεις που είχαν αυξηθεί σε όγκο στον δημόσιο χώρο κατά το περασμένο έτος, μεταξύ Φεβρουαρίου 2017 και Φεβρουαρίου 2018, συζητήσεις που έχουν διχάσει βαθιά την κοινή γνώμη και έχουν προκαλέσει, σε πρωτοφανή επίπεδα στη πρόσφατη ιστορία της Ρουμανίας, προσωπικές επιθέσεις και αμφισβήτηση συνταγματικών, ευρωπαϊκών και οικουμενικών αξιών…» Η έκθεση ανέλυε τους λόγους που «δικαιολογούν την απομάκρυνση» της Κοβέσι. Πρώτον, αναφέρθηκε ότι, κατά τη διάρκεια ενός έτους, είχαν υποβληθεί τρεις καταγγελίες στο Συνταγματικό Δικαστήριο σχετικά με φερόμενες παραβιάσεις του Συντάγματος από την DNA. Σε δύο από αυτές τις περιπτώσεις διαπιστώθηκαν παραβιάσεις του Συντάγματος.

Μία από τις υποθέσεις αυτές αφορούσε την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, βάσει της οποίας υπήρχε συνταγματική σύγκρουση μεταξύ του Ρουμανικού Κοινοβουλίου αφενός και της εισαγγελίας DNA αφετέρου, η οποία προκλήθηκε από την άρνηση της Κοβέσι να εμφανιστεί ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής Ερευνών που συστάθηκε από το Κοινοβούλιο για να διερευνήσει την οργάνωση των προεδρικών εκλογών του 2009.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Κοβέσι, υπό την ιδιότητά της ως γενική εισαγγελέας της DNA, αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τρεις κλητεύσεις για να εμφανιστεί ενώπιον της προαναφερθείσας επιτροπής και ενημέρωσε εγγράφως την επιτροπή ότι δεν γνώριζε καμία πτυχή που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην εν λόγω κοινοβουλευτική έρευνα.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά της είχε εμποδίσει τη δραστηριότητα της εν λόγω επιτροπής. Στην έκθεση του υπουργού Δικαιοσύνης αναφέρονταν και τα ακόλουθα από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου: «Με τη στάση της, η γενική εισαγγελέας της DNA όχι μόνο απέκλεισε εκ των προτέρων οποιαδήποτε καλόπιστη συνεργασία με την αρχή που ασκεί την κυριαρχία του λαού –το Ρουμανικό Κοινοβούλιο– αλλά αρνήθηκε επίσης να συμμετάσχει στη διευκρίνιση ορισμένων πτυχών σε σχέση με ένα γεγονός δημοσίου συμφέροντος (η παρουσία της το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία διεξήχθησαν οι προεδρικές εκλογές, μαζί με άλλα άτομα που κατείχαν δημόσιες θέσεις – τον ​​διευθυντή και τον αναπληρωτή διευθυντή της Ρουμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και βουλευτές – στην οικία του βουλευτή Γκ. Ο».

Το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα αποφάσισε να ξεκινήσει την παραπάνω έρευνα για τις εκλογές του 2009 μετά από δήλωση δημοσιογράφου, ο οποίος εργάστηκε ως σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του πρώην προέδρου Τραϊάν Μπασέσκου σε εκείνες τις εκλογές. Ο δημοσιογράφος δήλωσε ότι παρευρέθηκε σε μια συνάντηση το βράδυ των εκλογών στο σπίτι του πρώην υπουργού Εσωτερικών Γκαμπριέλ Οπρέα και ότι ο πρώην διευθυντής και ο αναπληρωτής διευθυντής της Ρουμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (SRI) καθώς και η πρώην Γενική Εισαγγελέας της Ρουμανίας και νυν επικεφαλής εισαγγελέας κατά της διαφθοράς Λάουρα Κοβέσι ήταν στη συνάντηση αυτή.

Την περίοδο 2017-2018, σύμφωνα με τους επικριτές της Κοβέσι, είχαν αυξηθεί σημαντικά τα «μυστικά πρωτόκολλα συνεργασίας» μεταξύ διάφορων δικαστικών θεσμών και της ρουμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (SRI). Το πρώτο από αυτά είχε φέρεται να είχε υπογραφεί από την Κοβέσι το 2009. Με βάση αυτό το πρωτόκολλο, δημιουργήθηκαν κοινές ομάδες εισαγγελέων και αξιωματικών πληροφοριών για να εργαστούν σε συγκεκριμένες υποθέσεις διαφθοράς. Σύμφωνα με τα όσα καταλόγιζαν στην Κοβέσι, νομοθεσία του 2004 δεν επέτρεπε στους αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών να συμμετέχουν σε δραστηριότητες δίωξης και απαγόρευε στους δικαστές να έχουν οποιοδήποτε είδος συνεργασίας με τις υπηρεσίες πληροφοριών με την ποινή της απομάκρυνσης από το αξίωμά τους. Η τότε πρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Δικαστών, σχολίασε ότι η χρήση ενός τέτοιου πρωτοκόλλου «παραβιάζει τους συνταγματικούς και διεθνείς κανόνες σχετικά με το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία, τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2017 στον ρουμανικό ιστότοπο Ziare.com, όταν ρωτήθηκε για την παρουσία της σε χώρο του Γκαμπριέλ Οπρέα το βράδυ του επαναληπτικού γύρου των προεδρικών εκλογών του 2009, η Κοβέσι απάντησε ότι δεν θα σχολιάσει κουτσομπολιά και ότι δεν έκανε τίποτα που θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Την ίδια χρονιά το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα αποφάσισε να βάλει στο αρχείο την υπόθεση των εκλογών του 2009 επειδή δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδεικνύουν ποινικό αδίκημα ή κατάχρηση εξουσίας. Στην έκθεση του υπουργού Δικαιοσύνης που υποβλήθηκε στο αρμόδιο δικαστικό όργανο τον Φεβρουάριο του 2018 αναφερόταν ότι η Κοβέσι, συμπεριφερόμενη όπως περιγράφεται στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αντιπροσωπευτικές δημόσιες αρχές και αρνήθηκε να δώσει πληροφορίες που ήταν προς το δημόσιο συμφέρον. Αυτό, σύμφωνα με την έκθεση, έδειχνε τη «σύγχυση της γενικής εισαγγελέα της DNA μεταξύ της ιδιωτικής της ζωής και της σημαντικής της θέσης σε κρατική δημόσια αρχή».

Το 2018, ο πρώην πρωθυπουργός της Ρουμανίας Βίκτορ Πόντα δημοσίευσε μια φωτογραφία στη σελίδα του στο Facebook στην οποία η Κοβέσι καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τον πολιτικό Λίβιου Ντραγκνέα (πρώην πρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) και τον πρώην επικεφαλής των Ρουμανικών Πληροφοριών Γκέοργκ Μάιορ. Ο Βίκτορ Πόντα εξήγησε ότι η φωτογραφία τραβήχτηκε σε ένα πάρτι γενεθλίων το 2014, ενώ ο Λίβιου Ντραγκνέα βρισκόταν υπό έρευνα για κατηγορίες διαφθοράς από την Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς, επί θητείας της Κοβέσι. Παρά το γεγονός ότι ο Ντραγκνέα διώχθηκε το 2016 και η DNA είχε ξεκινήσει και έρευνες εναντίον του για διασπάθιση ευρωπαϊκών κονδυλίων, η συγκεκριμένη φωτογραφία προκάλεσε αμφιβολίες για την ουδετερότητα της Κοβέσι. Πάντως, μέχρι την ημέρα που εκπαραθυρώθηκε από την DNA από τους κυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες, 37 μέλη του κόμματος είχαν ήδη καταδικαστεί και οι περισσότερες από τις άλλες υποθέσεις εκκρεμούσαν. Οι κυβερνώντες τη θεώρησαν θανάσιμο εχθρό τους, παρόλο που διώχθηκαν δημόσιοι αξιωματούχοι από όλα τα κόμματα.

Την ίδια χρονιά, το 2018, η κυβέρνηση τους Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ίδρυσε το «Τμήμα Διερεύνησης Δικαστικών Αδικημάτων», του οποίου αντικείμενο ήταν η διερεύνηση των εισαγγελικών ενεργειών. Αυτό επικρίθηκε από την Επιτροπή της Βενετίας, την ομάδα συνταγματολόγων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία έκρινε ότι πιθανότατα θα υπονόμευε την ανεξαρτησία των Ρουμάνων εισαγγελέων και δικαστών και την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαστική εξουσία. Παρ’ όλα αυτά, η ρουμανική κυβέρνηση προχώρησε στη σύστασή του και τον Φεβρουάριο του 2019, αφού είχε απομακρυνθεί από τη θέση της ως επικεφαλής της DNA, η Κοβέσι κλήθηκε ως ύποπτη σε μια υπόθεση στην οποία ερευνούνταν κατηγορίες κακοδιοίκησης, δωροδοκίας και ψευδούς μαρτυρίας, έπειτα από καταγγελίες ενός φυγόδικου πολιτικού και επιχειρηματία που διώχθηκε για διαφθορά. Τον Μάρτιο 2019, η Κοβέσι κλήθηκε και ανακρίθηκε από τους εισαγγελείς του Τμήματος Διερεύνησης Δικαστικών Αδικημάτων. Στη συνέχεια, ειδοποιήθηκε ότι ήταν ύποπτη σε μια δεύτερη, διαφορετική έρευνα, όπου κατηγορήθηκε ότι συντόνιζε μια «οργανωμένη ομάδα» εισαγγελέων που άσκησε παράνομες διώξεις εναντίον ατόμων. Τελικά τον Ιούνιο του 2019 οι εισαγγελείς απέρριψαν τις διώξεις και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρουμανίας την έκρινε αθώα. Εκείνη την περίοδο η Κοβέσι είχε θέσει υποψηφιότητα για τη θέση της Ευρωπαίας Εισαγγελέα.

Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δικαστικής περιπέτειας, η ρουμανική κυβέρνηση δεχόταν τα πυρά της Κομισιόν για νομοθετικές αλλαγές που θα είχαν σοβαρές επιπτώσεις στο κράτος δικαίου. Η τότε Ευρωπαία Επίτροπος για θέματα δικαιοσύνης, Βέρα Γιούροβα, διεμήνυε ότι η κυβέρνηση της Ρουμανίας θα πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω από το χείλος του γκρεμού και να διαβουλευτεί για τυχόν νομικές αλλαγές που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δίνουν ατιμωρησία στη διαφθορά. Επιπλέον, οι έλεγχοι και οι ισορροπίες για τον διορισμό ανώτερων εισαγγελέων «έχουν σταδιακά αποδυναμωθεί», δήλωσε η Γιούροβα. Μαζί με την ενίσχυση ενός ειδικού θεσμού που έχει συσταθεί από την κυβέρνηση για την έρευνα δικαστών και εισαγγελέων, «αυτά συνιστούν ένα πολύ ανησυχητικό μοτίβο», είπε. Η απαγγελία κατηγοριών από τον θεσμό κατά της πρώην κορυφαίας εισαγγελέα κατά της διαφθοράς, Λάουρα Κοντρούτσα Κόβεσι, η οποία διεκδικεί τη θέση της πρώτης Ευρωπαίας εισαγγελέα, επίσης δεν είχε βοηθήσει, σύμφωνα με την Γιούροβα.

Σημειώνεται ότι η Κοβέσι ενώ ακόμα ήταν επικεφαλής της DNA είχε επανειλημμένα προχωρήσει σε δημόσιες δηλώσεις ότι οι νομοθετικές αλλαγές που σχεδιάζονταν στη Ρουμανία θα ήταν καταστροφικές για το εισαγγελικό έργο. To 2017 σε συνέντευξή της στο BBC αναφέρθηκε «καθημερινές απειλές κατά του δικαστικού συστήματος» και για τον φόβο των νομοθετικών αλλαγών που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την καταπολέμηση της διαφθοράς ή ακόμη και να διαλύσουν την DNA. Σε συνέντευξή της στο Euronews, είχε επικρίνει νομοσχέδια που συζητούνταν αναφερόμενη σε πολιτικούς και επιχειρηματίες που ήταν αντίθετοι στις προσπάθειες που καταβάλλονταν για την πάταξη της διαφθοράς. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Libertatea είχε δηλώσει ότι οι νομοθετικές τροποποιήσεις που συζητήθηκαν από το Κοινοβούλιο ήταν στην πραγματικότητα «πρόφαση για την εξάλειψη της ικανότητας των ανακριτών να αποκαλύπτουν και να διαλευκάνουν εγκληματικές υποθέσεις» και ότι «η καταπολέμηση της διαφθοράς θα τερματιζόταν».

Με τις δηλώσεις της Γιούροβα, γινόταν πλέον κάτι παραπάνω από σαφές ότι για την Κομισιόν η απαγγελία κατηγοριών κατά της Κοβέσι το 2019 είχε θεωρηθεί ως εργαλείο της ρουμανικής κυβέρνησης για να την εμποδίσει να αναλάβει τη θέση της Ευρωπαίας Εισαγγελέα. Ρουμάνοι ευρωβουλευτές των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών αντέδρασαν στα λεγόμενα της Γιούροβα δηλώνοντας ότι αυτό θυμίζει διπλά μέτρα και σταθμά και ότι οι Βρυξέλλες εμπλέκονται στο ίδιο το δικαστικό σύστημα που ζητούν να προστατευτεί. «Επηρεάζετε το ρουμανικό σύστημα δικαιοσύνης παρεμβαίνοντας», ανέφερε ως απάντηση στη Γιούροβα η ευρωβουλευτής των Ρουμάνων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών Μαρία Γκραπίνι. «Δεν δώσατε ούτε ένα παράδειγμα καταπάτησης του κράτους δικαίου», σημείωσε η ευρωβουλευτής. «Γνωρίζετε πόσες φορές το Ρουμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο χαρακτήρισε τις ενέργειες της κυρίας Κοβέσι ως παραβίαση του Ρουμανικού Συντάγματος;» ρώτησε την Γιούροβα ο ευρωβουλευτής Βίκτορ Μποστινάρου, χωρίς να αναφερθεί σε περισσότερες λεπτομέρειες. «Η Ρουμανία δεν είναι η Κοβέσι, δεν είναι ένα άτομο. Η Ρουμανία είναι 20 εκατομμύρια άνθρωποι στους οποίους σας ζητάμε να φέρεστε με σεβασμό», αντέτεινε η Γκραπίνι.

Την ίδια περίοδο, ενώ η Κοβέσι είχε επιλεχθεί ανάμεσα στους επικρατέστερους υποψηφίους για τη θέση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οι επικριτές της στη Ρουμανία τόνιζαν τα μειονεκτήματα που «επέλεγε να αγνοήσει η Ευρώπη».

Οπως ανέφεραν, πράγματι, κατά την πρώτη δεκαετία της, η DNA είχε μια ολοένα και πιο επιτυχημένη περίοδο. Το 2015, σύμφωνα με τις δημόσιες εκθέσεις της, η υπηρεσία κατέγραψε ποσοστό καταδίκων 90%, συμπεριλαμβανομένου ενός πρώην πρωθυπουργού, πέντε υπουργών, 16 μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ρουμανίας, πέντε γερουσιαστών, 97 δημάρχων ή αντιδημάρχων, 15 προέδρων ή αντιπροέδρων νομαρχιακών συμβουλίων και 32 διευθυντών κρατικών εταιρειών. «Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες από αυτές τις καταδίκες βασίστηκαν σε ποινικές έρευνες που διεξήγαγε η DNA πριν από την εποχή Κοβέσι», σημείωνε επικριτής της.

Η κατάσταση φέρεται να άλλαξε εντελώς από το 2017 και μετά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ένας μεγάλος αριθμός δικών που βασίζονταν σε κατηγορητήρια κατά την περίοδο που η Κοβέσι ηγούνταν της DNA κατέληξε σε αθώωση. Ετσι, μεταξύ δημόσιων προσώπων που είχαν απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους, είχαν συλληφθεί και είχαν παρουσιαστεί με χειροπέδες στα μέσα ενημέρωσης, πολλοί κατέληξαν να αθωωθούν για τα εγκλήματα για τα οποία είχαν κατηγορηθεί. Στη συγκεκριμένη λίστα περιλαμβάνονται δικαστής συνταγματικού δικαστηρίου, πρώην πρωθυπουργός, πρώην πρόεδρος της Γερουσίας, πρώην γενικός εισαγγελέας, πρώην αντιπρόεδρος του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών, επικεφαλής της Αρχής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, πρώην αρχηγός της αστυνομίας και πολλοί ακόμα δικαστές, αστυνομικοί, γιατροί και επιχειρηματίες. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι όλες αυτές οι απαλλαγές οφείλονταν σε ορισμένες νομοθετικές αλλαγές των κυβερνώντων ή σε αντισυνταγματικές διατάξεις και διαδικασίες. «Οι περισσότερες ήταν στην πραγματικότητα αποφάσεις που βασίζονταν σε έναν πολύ σαφή λόγο: «δεν υπήρχε κάποια παρανομία». Επομένως, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς: Ηταν αυτές πραγματικές υποθέσεις κατά της διαφθοράς ή απλώς κυνήγι μαγισσών; ανέφεραν οι επικριτές της Κοβέσι.

Μία από τις υποθέσεις που χαρακτήριζαν «κυνήγι μαγισσών» ήταν αυτή του ουγγρικής καταγωγής δημάρχου Αντάλ Αρπαντ στο Σφάντου Γκεόργκε της Τρανσυλβανίας, που τυγχάνει να είναι και η γενέτειρα της Λάουρα Κοβέσι. Ο δήμαρχος κρατήθηκε στο Βουκουρέστι για ανάκριση μετά από έρευνα στο σπίτι και το γραφείο του, παύθηκε από το αξίωμά του και οι προσωπικοί τραπεζικοί του λογαριασμοί δεσμεύτηκαν για αρκετούς μήνες, παρόλο που τελικά δεν του απαγγέλθηκαν επίσημα κατηγορίες από τους εισαγγελείς.

Ο φάκελός του άνοιξε από την DNA το 2015 έπειτα από έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου το 2014 σε σύμβαση μεταξύ του δήμου του και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Ο Αρπαντ κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας και υπεξαίρεση ενός εκατομμυρίου ευρώ, ενώ από την παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών του ιδίου και προσώπων του περιβάλλοντός του παρήχθησαν 11.427 σελίδες διαλόγων. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, η υπόθεσή του τέθηκε στο αρχείο καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τις κατηγορίες εναντίον του. Σε σχετική συνέντευξη Τύπου που δόθηκε για το κλείσιμο της υπόθεσης, ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Συμμαχίας των Ούγγρων στην Ρουμανία ανέφερε: «Στόχος ήταν να αποθαρρυνθούν οι Ούγγροι πολιτικοί ηγέτες σε μια σημαντική περίοδο πριν από τις (ρουμανικές) εκλογές του 2014 και του 2016».

Η δικαίωση από το ΕΔΑΔ

Παρά τον πόλεμο που δέχθηκε από την ίδια της τη χώρα ακόμα και κατά τη κούρσα των υποψηφίων για τη θέση του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Κοβέσι επικράτησε ως η ικανότερη για να αναλάβει το πόστο στα τέλη Οκτωβρίου 2019. Η προσφυγή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά της Ρουμανίας για την απομάκρυνσή της από την DNA δεν είχε κριθεί ακόμα. Λίγους μήνες μετά, τον Μάιο του 2020, η απόφαση δικαίωσε την Κοβέσι αναφέροντας ότι «απολύθηκε άδικα».

«Το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης είχε παραβιαστεί επειδή είχε απολυθεί για τις επικρίσεις που είχε κάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων της σε ένα θέμα μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος», ανέφερε το ΕΔΑΔ σε ανακοίνωσή του. «Ενα από τα καθήκοντά της ως γενική εισαγγελέας καταπολέμησης της διαφθοράς ήταν να εκφράζει τη γνώμη της για τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στη δικαστική εξουσία και την ανεξαρτησία της, καθώς και στην καταπολέμηση της διαφθοράς».

Η Κοβέσι, η οποία ήταν ήδη επικεφαλής της νέας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δήλωσε ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ διευκρινίζει «ένα ζήτημα αρχής που αφορά την ανεξαρτησία των εισαγγελέων και, γενικά, του δικαστικού συστήματος».

Exit mobile version