1328
Νετανιάχου - Ερντογάν μάχονται για την κυριαρχία στη Μέση Ανατολή | Reuters / Kevin Lamarque, Jonathan Ernst

Ισραήλ – Τουρκία: Η νέα μεγάλη έχθρα στη Μέση Ανατολή

Protagon Team Protagon Team 22 Οκτωβρίου 2025, 11:01
Νετανιάχου - Ερντογάν μάχονται για την κυριαρχία στη Μέση Ανατολή
|Reuters / Kevin Lamarque, Jonathan Ernst

Ισραήλ – Τουρκία: Η νέα μεγάλη έχθρα στη Μέση Ανατολή

Protagon Team Protagon Team 22 Οκτωβρίου 2025, 11:01

«Ενώ αναμένουμε να δούμε αν η ειρήνη του Τραμπ θα αντέξει, κάτι διαφαίνεται μεταξύ των καπνών από τα ερείπια της Γάζας, κάτι πιο σταθερό και μόνιμο από τις ανακοινώσεις του αμερικανού προέδρου (…) και πέρα από τη μοίρα της Λωρίδας και του μαρτυρικού πληθυσμού της», γράφει σε ανάλυσή του ο Τζανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera.

Τι είναι, όμως, πιο μόνιμο και σταθερό από τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ για το μέλλον της Γάζας; «Ο ρόλος της Τουρκίας ως αποφασιστικής περιφερειακής δύναμης, ως της δύναμης με τα περισσότερα γεωπολιτικά και στρατιωτικά διαπιστευτήρια για να εδραιωθεί ως σημαιοφόρος του μουσουλμανικού κόσμου και, ως εκ τούτου, ως μοναδικός παίκτης ικανός να αντισταθμίζει την συντριπτική ισχύ του Ισραήλ», σημειώνει ο ιταλός σχολιαστής.

Ο Μερκούρι κάνει λόγο ακόμη για «ολοκληρωτική σύγκρουση» μεταξύ Αγκυρας και Τελ Αβίβ σε βάθος χρόνου, σημειώνοντας πως η ολοένα οξύτερη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και σε πολλά μέτωπα –στη Λωρίδα της Γάζας αλλά και στη Συρία, την Κύπρο και την Αφρική. «Είναι ένα σενάριο που καθίσταται αναπόφευκτο και σχεδόν απαραίτητο λόγω του δραστικού περιορισμού της ισχύος του Ιράν», γράφει ο ιταλός αναλυτής.

Τι σημαίνει, όμως, το «αναπόφευκτο και σχεδόν απαραίτητο»; Οτι το Ισραήλ, σήμερα, με τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση που έχει και με τα τραύματα που υπέστη πριν από δύο χρόνια να είναι ακόμα νωπά, «χρειάζεται» έναν νέο εχθρό, ώστε να δικαιολογεί, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, την κατάσταση του διαρκούς πολέμου (ή τουλάχιστον της συλλογικής πολιτικής, ψυχολογικής και στρατιωτικής κινητοποίησης) που ο Μπενιαμίν Νετανιάχου επιδιώκει ανοιχτά και ευελπιστεί να συνεχίσει να διατηρεί, ακόμη και αν επικρατήσει μια, όποια, ειρήνη στη Λωρίδα.

Πρόκειται, οπότε, για ένα σενάριο –ή για μια ήδη υπό διαμόρφωση πραγματικότητα– που βαραίνει, όμως, περισσότερο το Ισραήλ παρά την Τουρκία, της οποίας τα συμφέροντα περνούν, φυσικά, από τη Μέση Ανατολή, αλλά εκτείνονται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, από το Αιγαίο έως την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, μέσω της Ανατολικής Αφρικής, όπου η παρουσία της Τουρκίας καθίσταται ολοένα πιο αισθητή. Από αυτήν την άποψη, η Αγκυρα δεν είναι έτοιμη ούτε ενδιαφέρεται για μια άμεση κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Τελ Αβίβ. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν είναι αποφασισμένη να τη συνεχίσει.

«Αυτός ο ισχυρός ρόλος για την Τουρκία, αυτό το νεοαποκτηθέν καθεστώς (μεγάλης περιθωριακής δύναμης), αυτός ο νεοοθωμανισμός που, όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα, απέχει πολύ από το να είναι μη ρεαλιστικός, εύλογα δεν ευχαριστεί τους επικριτές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι διακρίνουν μια ενίσχυση της εξουσίας του μέσω της κλασικής οδού του υπερβολικού εθνικισμού, της επίδειξης ισχύος και της επίθεσης σε έναν εξωτερικό εχθρό», σχολιάζει ο ιταλός δημοσιογράφος.

Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι οι επιτυχίες του «νεο-σουλτάνου» υποβαθμίζονται από έναν (εγνωσμένου κύρους) παρατηρητή όπως ο Σίναν Σίντι του Foundation for Defense of Democracies, μιας νεοσυντηρητικής δεξαμενής σκέψης παραδοσιακά αντι-ιρανικής και προσκείμενης στο Ισραήλ.

Σε ένα άρθρο γνώμης στην Haaretz, ο τούρκος αναλυτής (και καθηγητής στο Ινστιτούτο Τουρκικών Σπουδών του Georgetown University) υποστηρίζει ότι ο Ερντογάν, παρά τις προσπάθειές του, δεν θα καταφέρει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη μεταπολεμική Γάζα, για τον απλούστατο λόγο ότι το Ισραήλ δεν θα το επιτρέψει, και αυτό θα συμβεί παρά τη φαινομενική αρμονία στις σχέσεις του τούρκου προέδρου με τον αμερικανό ομόλογό του.

«Αν και ο Τραμπ συνεχίζει να επαινεί τον προσωπικό ρόλο του Ερντογάν στην εξασφάλιση της κατάπαυσης του πυρός» –γράφει ο  τούρκος αναλυτής– «η πραγματική επιρροή της Τουρκίας στην ανοικοδόμηση της Γάζας θα είναι περιορισμένη. Τουρκικές εταιρείες μπορεί να κερδίσουν κάποιες συμβάσεις, τούρκοι αξιωματούχοι μπορεί να συμμετάσχουν σε συνέδρια δωρητών, αλλά η ιδέα της Τουρκίας ως κεντρικής μεσολαβητικής ή εγγυήτριας δύναμης είναι καθαρή φαντασία».

Σύμφωνα με τον Σίναν Σίντι, ο Ερντογάν απλώς έπαιξε το παλιό χαρτί της υποστήριξης των Παλαιστινίων, των  οποίων είναι «αυτοανακηρυγμένος προασπιστής». Με αυτόν τον τρόπο, σίγουρα θα κέρδισε το χειροκρότημα μεγάλου μέρους του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά με τρόπους που θα ωθήσουν το Ισραήλ να μην επιτρέψει να έχει κανέναν ουσιαστικό ρόλο στη μεταπολεμική Γάζα (και μόνο επειδή ο τούρκος πρόεδρος εξακολουθεί να κατηγορεί το Τελ Αβίβ για γενοκτονία). «Η άνευ όρων υποστήριξη της Χαμάς –πολιτική, ρητορική και υλική– μετέτρεψε αυτό που θα μπορούσε να είναι μια στιγμή περιφερειακής ηγεσίας σε μια ακόμη άσκηση αυτοπροκαλούμενης απομόνωσης», καταλήγει ο Σίντι.

Ο Μερκούρι, όμως, κρίνει ότι η ανάλυση του τούρκου ειδικού βασίζεται περισσότερο σε ευσεβείς πόθους παρά στην πραγματικότητα. Και προς επίρρωση της άποψής του, επικαλείται τη γνώμη ενός ισραηλινού αναλυτή, του Ζβι Μπάρελ της Haaretz, ο οποίος φημίζεται για την οξεία αντίληψή του, όσον αφορά τον συσχετισμό δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, καθώς και για την τάση του να αναδεικνύει αλήθειες που δυσαρεστούν το επίσημο κράτος του Ισραήλ.

Στην προκειμένη, θεωρεί πως η Τουρκία κάθε άλλο παρά απομονώθηκε, αντιθέτως, ο Ερντογάν και ο πιστός σύμμαχός του, το Κατάρ, έχουν, αν μη τι άλλο, δημιουργήσει έναν ισχυρό άξονα με έναν πολύ σκληρό, έως πριν από λίγα χρόνια, εχθρό: την Αίγυπτο.

Αυτές οι τρεις χώρες έπεισαν τη Χαμάς να αποδεχτεί το σχέδιο του Τραμπ και –παρά την ισραηλινή εχθρότητα– και αυτές οι τρεις χώρες θα συνδράμουν κυρίως στη σύσταση της πολυεθνικής δύναμης, αυτές θα επιλέξουν τα μέλη του «Συμβουλίου Ειρήνης» υπό την προεδρία του Τραμπ, αυτές θα εγγυηθούν τον αφοπλισμό της Χαμάς και αυτές θα διαχειριστούν την ανοικοδόμηση της Λωρίδας και τη ροή δωρεών προς τη Γάζα. «Για την Τουρκία, η οποία επί χρόνια ήταν αποκλεισμένη από την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, γενικά, και την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση, ειδικότερα, αυτό είναι ένα σημαντικό επίτευγμα», σύμφωνα με τον Μπάρελ.

Οπως γράφει στο κείμενό του ο Μερκούρι, όποιος επιθυμεί να εμβαθύνει στη γεωστρατηγική ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, πρέπει να έχει κατά νου ότι η συμμαχία μεταξύ Τουρκίας και Κατάρ τα τελευταία χρόνια είχε αντιπάλους τη Σαουδική Αραβία και, κυρίως, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που είναι αναμφίβολα η αραβική χώρα που βρίσκεται πιο κοντά στο Ισραήλ (το οποίo αναγνώρισαν τα ΗΑΕ το 2020 μέσω Συμφωνιών του Αβραάμ που προώθησε ο Τραμπ το 2020).

Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τα λόγια του πρέσβη των Εμιράτων στην Ουάσιγκτον, η Τουρκία, έως πριν από λίγα χρόνια, ήταν «χειρότερη από το Ιράν». Και αυτή την εκτίμηση συμμεριζόταν και η Αίγυπτος, η οποία ενδιαφερόταν περισσότερο για την καταστολή του εσωτερικού εχθρού, δηλαδή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ιδεολογικού καθοδηγητή της Χαμάς που χαίρει της εκτιμήσεως και των ευλογιών και της Τουρκίας και του Κατάρ.

Το 2014 η αντιπαλότητα ήταν τέτοια, που ο Ερντογάν δεν είχε κανέναν πρόβλημα να χαρακτηρίσει τον Φατάχ αλ Σίσι «αντιδημοκρατικό» ακόμη και «δικτάτορα». Και ο τούρκος ηγέτης ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένος με το Κατάρ όταν ξέσπασε η πιο σοβαρή κρίση το 2017, με τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο να φτάνουν στα πρόθυρα ενός πολέμου με την Ντόχα, η οποία βρισκόταν υπό εμπάργκο και κυρώσεις και βοηθήθηκε από την Αγκυρα μέσω αερογέφυρας από το Ιράν.

Η εν λόγω αντιπαλότητα επηρέασε σημαντικά τις εξελίξεις και στη Λιβύη, με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης να υποστηρίζεται στρατιωτικά από την Τουρκία και οικονομικά από το Κατάρ και το αντίπαλο στρατόπεδο, στην ανατολική Λιβύη, του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ από την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ καθώς και από τη Ρωσία.

Η κρίση εκτονώθηκε το 2021, όταν όλοι τρόπον τινά σύναψαν ειρήνη με όλους, και η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα άρχισαν ακόμη και να διοχετεύουν δισεκατομμύρια στην τουρκική οικονομία. Η συμφιλίωση προωθήθηκε από τον Τζάρεντ Κούσνερ, τον γαμπρό του Τραμπ, ο οποίος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο και στη σύναψη της «ειρηνευτικής» συμφωνίας του Σαρμ ελ-Σέιχ. Επισήμως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία απουσίαζαν, ενώ η Αίγυπτος, η Τουρκία και το Κατάρ ήταν οι συμπρωταγωνιστές του Τραμπ. Οσο για τη συνέχεια, «ο Ερντογάν ζήτησε και πήρε ηγετικό ρόλο στη διαχείριση του μέλλοντος της Γάζας, με την υποστήριξη των χρημάτων που αναμένεται να παράσχει το Κατάρ για την ανοικοδόμηση», όπως συνοψίζει ο ισραηλινός αναλυτής.

Σε αυτό το πλαίσιο, βασικό στοιχείο αποτελεί, φυσικά, η σχέση του τούρκου προέδρου με τον αμερικανό ομόλογό του, η οποία, παρά τις εντάσεις του παρελθόντος, μπορεί να χαρακτηριστεί, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, ως και ειδυλλιακή. Ο Τραμπ ποντάρει στον Ερντογάν, όχι μόνο για την επόμενη μέρα στη Γάζα, αλλά και για τη σταθεροποίηση της Συρίας καθώς και τον περιορισμό της Ρωσίας (του ζητά να σταματήσει να αγοράζει φυσικό αέριο από τον Πούτιν), ενώ ο τούρκος πρόεδρος ζητάει ως αντάλλαγμα τα αμερικανικά μαχητικά F-35 που εποφθαλμιά εδώ και χρόνια.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...