Η Κιμ Κατράλ με τον σύντροφό της Ράσελ Τόμας
«Είμαστε μαζί σχεδόν δέκα χρόνια τώρα», λέει, λάμποντας όπως τα χριστουγεννιάτικα δέντρα που φτιάχνει το ζευγάρι κάθε χρόνο για τα «τρελά» βίντεο που ανεβάζει στα social media. «Εχουμε περάσει υπέροχα».
Η δημοσιογράφος των Times βρίσκει σήμερα την Κιμ Κατράλ πολύ πιο ανάλαφρη από ό,τι την τελευταία φορά που τη συνάντησε, τον Μάιο του 2016, μετά την ηχογράφηση του «Woman’s Hour», όταν ακόμα κουβαλούσε το βάρος της απώλειας. «Αυτό που ένιωθα πολύ έντονα ήταν το πόσο μόνη ήμουν», της είχε πει τότε. «Τα ερωτήματα που είχα τις πρώτες πρωινές ώρες ήταν: αξίζω αυτό που έχω; Γιατί δεν αξίζω άλλα πράγματα; Δεν είμαι άξια; Γιατί είμαι μόνη; Θα παραμείνω μόνη;».
Θα ένιωθε, όμως, ακόμη περισσότερη θλίψη. Το 2018, ο αδελφός της Κρίστοφερ αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 55 ετών. «Νομίζω πως όταν κάποιος αυτοκτονεί, οι γύρω του σκέφτονται: “Γιατί δεν το είδα; Γιατί δεν ήμουν εκεί;”, ή “Πώς μπόρεσα να αγνοήσω σημάδια που ήταν σαφώς ανθυγιεινά;” Αλλά αυτή ήταν τελικά η επιλογή του», παραδέχεται εμφανώς συγκινημένη. «Επρεπε να αποδεχτώ ότι δεν μπορούσα να αλλάξω αυτό το πεπρωμένο. Οτι όσο και αν πίστευα ότι μπορούσα, όσο δυνατή και αν νόμιζα πως ήμουν, δεν θα μπορούσα να το αποτρέψω.
»Λέω συνεχώς ότι εύχομαι να μην τα είχα περάσει όλα αυτά. Και μετά σκέφτομαι, λοιπόν, αν δεν το είχα περάσει αυτό, δεν θα είχα γνωρίσει τον Ρας. Η ζωή έχει εκπλήξεις και ανταλλάγματα. Ηταν μια άσχημη στιγμή, αλλά έμαθα πάρα πολλά. Και στο άλλο άκρο ήταν αυτός ο απίστευτος, διασκεδαστικός συμπαίκτης».
Από το Λίβερπουλ στη Νήσο Βανκούβερ και στη Νέα Υόρκη
Η Κιμ Κατράλ ήταν μόλις τριών μηνών όταν οι γονείς της μετανάστευσαν από το Λίβερπουλ στον Καναδά σε αναζήτηση εργασίας. Τις πρώτες μέρες τα οικονομικά τους ήταν τόσο περιορισμένα που η οικογένεια διέσχιζε όλη τη χώρα με ένα αυτοκίνητο, ρυμουλκώντας ένα άλλο πίσω για τον ύπνο. Ο πατέρας της, αξιωματικός του βρετανικού στρατού που έγινε οικοδόμος, αγόρασε τα θεμέλια ενός σπιτιού στη νήσο Βανκούβερ για 50 δολάρια και έκτισε μόνος του το υπόλοιπο.
«Υπήρχαν καλλιτέχνες αλλά όχι ηθοποιοί, και λίγα περιφερειακά θέατρα», λέει η Κατράλ για την παιδική της ηλικία εκεί. «Ηταν πολύ επαρχιακά». Μετά, σε ηλικία μόλις 16 ετών, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, κάτι που, όπως λέει, ήταν «σαν να προσγειωνόμουν στη δική μου Disneyland. Ολα ήταν προσβάσιμα ανά πάσα στιγμή. Και το θέατρο που έβλεπα και οι άνθρωποι που γνώρισα… ήταν σαν να ήμουν στη Ρώμη».
Μετά την αποφοίτησή της από τη σχολή υποκριτικής υπέγραψε με τον σκηνοθέτη Οτο Πρέμινγκερ, τον οποίο έχει περιγράψει ως «έναν απαίσιο, φρικτό άνθρωπο», καθώς εκφόβιζε τις νεαρές ηθοποιούς. Η Κατράλ ήταν μία από τις τελευταίες στάρλετ του συστήματος των στούντιο. Το ντεμπούτο της έγινε στο θρίλερ «Επιχείρηση: Μαύρος Σεπτέμβρης» (Rosebud, 1975), στο πλευρό των Πίτερ Ο’Τουλ, Πίτερ Λόφορντ και Ρίτσαρντ Ατένμπορο.
Κατόπιν είχε ρόλους σε κλασικές ταινίες της δεκαετίας του 1980 όπως «Γρανίτα Αμερικάνα» (Porky’s, 1981), «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή» (Police Academy, 1984) και «Χαμός στην Τσάιναταουν» (1986). Πρωταγωνίστησε στην cult κωμωδία «Η Κούκλα» (Mannequin, 1987), ενώ παράλληλα εργαζόταν στην πρώτη της αγάπη, το θέατρο, υποδυόμενη τη Μάσα στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ και τον ομώνυμο ρόλο στη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ.
Η δημοσιογράφος των Times φοβόταν ότι η Κιμ Κατράλ δεν θα ήθελε να μιλήσει για τη σειρά που εκτόξευσε πραγματικά τη φήμη της, αλλά όταν η κουβέντα έρχεται στο «Sex and the City» η ηθοποιός μιλάει με ζεστασιά και τρυφερότητα: «Δημιούργησα έναν φανταστικό χαρακτήρα, στον οποίο έβαλα πολλή αγάπη. Και αν με θυμούνται μόνο γι’ αυτό, τότε είναι πραγματικά εντάξει».
Η ηθοποιός απέρριψε τον ρόλο τέσσερις φορές προτού τον αποδεχτεί. Ηταν 41 ετών και δεν πίστευε ότι το κοινό θα έβλεπε μια γυναίκα αυτής της ηλικίας ως σέξι. «Αυτοεπιβαλλόμενος ηλικιακός ρατσισμός», λέει γελώντας στους Times. «Λοιπόν, αυτό άλλαξε, τα 40 έγιναν σέξι. Του στυλ “Φίλε, ας φάμε κι άλλο από αυτό”».
Η Σαμάνθα «δεν ήταν νυμφομανής –εντάξει, μερικοί μπορεί να πίστευαν ότι ήταν–, απλώς απολάμβανε το κυρίως πιάτο. Ολες οι άλλες τσιμπολογούσαν τα ορεκτικά, ενώ εκείνη πήγαινε για την μπριζόλα. Και έπαιζε πάντα με τους δικούς της όρους, κάτι στο οποίο επέμενα», λέει. «Αλλά», τονίζει, «εγώ είμαι το αντίθετο [της Σαμάνθα] από πολλές απόψεις. Είμαι κάτι παραπάνω από κατά συρροήν μονογαμική».
Γάμοι στη σειρά
Σε ηλικία μόλις 19 ετών, η Κατράλ παντρεύτηκε τον καναδό συγγραφέα Λάρι Ντέιβις, αλλά ο γάμος ακυρώθηκε μετά από δύο χρόνια. Στα 20 της παντρεύτηκε τον γερμανό αρχιτέκτονα Αντρέας Λίζον –ο γάμος κράτησε επτά χρόνια– και το 1998, στις αρχές των 40 της, παντρεύτηκε τον μουσικό Μαρκ Λέβινσον. Το 2002 το ζευγάρι έγραψε μαζί ένα βιβλίο με τίτλο «Satisfaction: The Art of the Female Orgasm» (Ικανοποίηση: Η τέχνη του γυναικείου οργασμού), αλλά δύο χρόνια αργότερα χώρισαν, με την Κατράλ να φέρεται ότι ισχυρίστηκε πως είχε γίνει πολύ φορτικός σεξουαλικά.
Μετά το «Sex and the City», η Κιμ Κατράλ πέρασε περισσότερο χρόνο σε βρετανικές σκηνές, δίπλα στον Μάθιου ΜακΦάντιεν σε μια αναβίωση της κομεντί του Νόελ Κάουαρντ «Private Lives» (Ιδιωτικές ζωές) στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, υποδυόμενη την Κλεοπάτρα στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» στο Liverpool Playhouse και πρωταγωνιστώντας στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης» του Τενεσί Γουίλιαμς στο Old Vic.
«Ενα από τα πράγματα που βρήκα πολύ ελκυστικά για να πάω να εργαστώ στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ότι εκεί έβλεπαν μια ηθοποιό. Στην Αμερική έβλεπαν εκείνη», λέει, εννοώντας τη Σαμάνθα. «Και στην Αμερική με αντιλαμβάνονταν ως μια γυναίκα κάποιας ηλικίας, ενώ στην Αγγλία με αντιλαμβάνονταν [απλά] ως γυναίκα».
Σήμερα η Κατράλ και ο Τόμας μοιράζουν τον χρόνο τους μεταξύ Νέας Υόρκης, Νήσου Βανκούβερ και Ηνωμένου Βασιλείου. «Δεν χρειάζεται να βρίσκομαι σε σκηνή», λέει. «Το έχω κάνει και το έχω απολαύσει πάρα πολύ. Και αν ξανασυμβεί, θα είναι για καλό λόγο. Επειδή θα θέλω να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό».
Είναι αισιόδοξη για τον νέο πρωθυπουργό του Καναδά, Μαρκ Κάρνι –«Δείτε τον πλούτο της εμπειρίας που έχει, που φέρνει ως πολιτικός στο τραπέζι. Είναι μια καλή στιγμή. Νομίζω ότι θα είναι εντάξει»– και υποστηρίζει τον Κιρ Στάρμερ «που αλλάζει τα πράγματα», αλλά μπορεί να ψηφίσει μόνο εκεί όπου πληρώνει φόρους, δηλαδή στις ΗΠΑ.
«Εμείς δεν είχαμε ζήσει κάτι τέτοιο», λέει αναλογιζόμενη την κυβέρνηση Τραμπ. «Οι γονείς μας το έκαναν. Εμείς, όμως, όχι. Ημασταν προστατευμένοι από αυτό. Και νομίζω ότι για πολλούς από εμάς που νιώσαμε έκπληκτοι είναι ένα πραγματικό κάλεσμα αφύπνισης. Λες στον εαυτό σου, ουάου, υποθέτω ότι ζω σε μια μικρότερη φούσκα από ό,τι είχα ποτέ φανταστεί. Αλλά πρέπει να πούμε: “Ξυπνήστε! Υπάρχει ακόμα χρόνος”».
