Ο σέξι κ. Ελμπα σε φωτογραφία που ανέβασε στο Instagram η Σαμπρίνα Ντάουρε Ελμπα
Ακόμα και ο πρόσφατος ρόλος του στο καρτουνίστικο και πολύ βίαιο blockbuster του φετινού καλοκαιριού είχε στοιχεία θεραπείας, επιμένει ο Ελμπα. Στο «Suicide Squad» («Ομάδα Αυτοκτονίας») παίζει τον Ντιμπουά, έναν γκριζομάλλη κατάδικο, που τον βγάζουν από τη φυλακή εκβιαστικά για να μπει επικεφαλής μιας ομάδας μισθοφόρων σε μια αποστολή, που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση. Καθώς η ταινία εξελίσσεται, οι νέοι σύντροφοί του περιμένουν από αυτόν να τους δώσει το παράδειγμα και να τους δείξει τον δρόμο. Και ο Ντιμπουά ντρέπεται. Δεν είχε επιδιώξει ποτέ να γίνει πρότυπο. Είναι άνθρωπος μοναχικός.
Για πολλά χρόνια, όμως, και ο Ελμπα ντρεπόταν για τους ίδιους λόγους, λέει. «Οσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στα μάτια του κοινού, τόσο περισσότερα άτομα σε παρατηρούν και τόσο πιο εύκολα μπορείς να πέσεις στην αντίληψή τους. Υπάρχει ο φόβος της έκθεσης. Ισως ο φόβος είναι λάθος λέξη. Υπάρχει ευθύνη να μην απογοητεύσουμε τους ανθρώπους. Και όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο εμφανής γίνεται η ευθύνη». (Υποκλινόμαστε, κύριε Ελμπα, πόσοι από τους ανερχόμενους σκέφτονται άραγε όπως εσείς;)
Ο Ελμπα ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του «ήρθαν από τη Δυτική Αφρική στην Αγγλία», εξηγεί «και ήθελαν να τα καταφέρουν σε μια νέα χώρα». Ηταν αυστηροί μαζί του όταν μεγάλωνε: «Με έκαναν να εξετάζω τα πάντα: “Τι λες; Τι κάνεις; Πώς προσεγγίζεις αυτό ή εκείνο; Γιατί;”», θυμάται. Η μαμά του, η Εύα, ήταν υπάλληλος γραφείου. Ο μπαμπάς του, ο Γουίνστον, δούλευε στο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Ford στο Ντάγκεναμ, στο ανατολικό Λονδίνο. Η οικογένεια ζούσε στο Χάκνεϊ και στη συνέχεια στο Κάνινγκ Τάουν.
Ο ηθοποιός έχει πει στο παρελθόν ότι όταν ήταν μικρός ντρεπόταν για το Ιντρίσα, όπως ήταν το όνομά του στη Σιέρα Λεόνε. Από μέσα του θα προτιμούσε να τον λένε Τζέισον. Αργότερα, αποδέχτηκε τις διαφορές που τον έκαναν να διαφέρει από τους συνομηλίκους του στο σχολείο, συμπεριλαμβανομένου του εκρηκτικού υποκριτικού ταλέντου του. Στα μαθήματα θεάτρου, ο Ελμπα ήταν πρόθυμος να κάνει τα πάντα, ακόμη και το… τηγανητό αβγό σε ένα παιχνίδι αυτοσχεδιασμού, κάτι το οποίο οι υπόλοιποι συμμαθητές του έβρισκαν επαίσχυντο. Οταν πήρε τον καλύτερο βαθμό σε έναν θεατρικό δαγωνισμό, η μαμά του τού είπε: «Υποθέτω ότι θα γίνεις ηθοποιός, ε;» Και ο γιος της απάντησε καταφατικά.
Θυμάται την αίσθηση ωριμότητας που είχε από μικρός (οι γονείς του δούλευαν πολλές ώρες και φρόντιζε μόνος του τον εαυτό του). «Στα 14 μου είχα μουστάκι », λέει στον Τομ Λαμόντ, «Ενα από εκείνα τα κακά αγόρια με την ποντικοουρά. Χωρίς τρίχες στο πιγούνι μου, σε εκείνη την ηλικία, αλλά η τεστοστερόνη μου κλώτσησε πολύ νωρίς. Ενιωθα έτοιμος να πάω. Αλλά η μαμά με κρατούσε γειωμένο. Ημουν δημοφιλής στις κυρίες και εκείνη έλεγε, “Οχι, όχι, όχι, βάλε κάτω τον κώλο σου”».
Η περήφανη κουλτούρα των μεταναστών γονέων του παραμένει ισχυρή επιρροή για τον Ελμπα. Θυμάται τη μαμά του, που όταν ήταν στο σπίτι, μιλούσε κάπως, αλλά μόλις χτυπούσε το τηλέφωνο άλλαζε αμέσως προφορά: «Αυτή ήταν η νοοτροπία. Εχεις τα παπούτσια του σπιτιού σου που δεν τα φοράς ποτέ εκτός σπιτιού. Εχεις άλλα παπούτσια για τους εξωτερικούς χώρους», λέει.
Αυτή η εικόνα των δύο τύπων παπουτσιών εξηγεί πολλά για τον τρόπο που προσεγγίζει τη δημοσιότητα. Ο Ιντρις Ελμπα δεν συνηθίζει να σχολιάζει δημόσια την προσωπική του ζωή. Εχει πάντα τα παπούτσια του σπιτιού του και τα παπούτσια του για έξω.
Όταν τέλειωσε το σχολείο, πήγε να δουλέψει με τον μπαμπά του στο εργοστάσιο αυτοκινήτων. Δεν έμεινε πολύ, την πρώτη κιόλας μέρα, όμως, έμαθε ένα σημαντικό μάθημα. Οταν ο διευθυντής τον ρώτησε αν ήξερε να οδηγεί, ο νεαρός Ελμπα είπε ψέματα ότι ξέρει. Του πέταξαν ένα ζευγάρι κλειδιά και του είπαν να μετακινήσει ένα από τα αυτοκίνητα. Ευτυχώς τα κατάφερε (παρατηρώντας τι έκαναν οι άλλοι), γιατί αλλιώς θα είχε απολυθεί αμέσως. Με τον ίδιο τρόπο τα κατάφερε στην αρχή της καριέρας του σε μια παιδική σειρά: «Ημουν 19 χρόνων και έπαιζα έναν 16άρη. Ολοι οι άλλοι ήταν νεότεροι. Αν και ήμουν ουσιαστικά το πιο έμπειρο άτομο στα γυρίσματα, είχα τη μικρότερη εμπειρία ως ηθοποιός. Και, ουάου, έμαθα γρήγορα».
Οταν ο Ιντρις έγινε dj στο Λονδίνο με το όνομα Big Driis, οι φίλοι του πίστευαν ότι θα συνέχιζε να κάνει αυτή τη δουλειά. Και έμειναν έκπληκτοι όταν άρχισε να παίζει στο «Family Affairs», μια σαπουνόπερα που μεταδιδόταν καθημερινά το 1997 στο Channel 5: «Ηταν τέλεια. Ημουν διασημότητα του γκέτο, τα βράδια έκανα τον dj και όλη την ημέρα τηλεόραση. Είχα πιστούς φίλους. Ακόμα τους έχω», λέει. «Εκείνη την εποχή το Channel 5 δεν είχε πολλούς θεατές. Λίγες χιλιάδες, ίσως; Αλλά επειδή ήταν νέο κανάλι, ήταν θαρραλέοι, χρησιμοποιούσαν πολλούς νέους ηθοποιούς, έχω την εμπειρία στην καρδιά μου. Ηταν μια εποχή που η αυτοπεποίθησή μου έφτασε στα ουράνια», θυμάται.
Λίγο πριν κλείσει τα 30, ο Ιντρις Ελμπα ήταν παντρεμένος, ήταν dj και εργαζόταν τακτικά στη βρετανική τηλεόραση. Είχε όλα τα προσόντα για μια αξιοπρεπή και σταθερή σταδιοδρομία. Ομως τα ινδάλματα του ήταν ο Ντένζελ Ουάσινγκτον, ο Τάγιε Ντιγκς και ο Γουέσλεϊ Σνάιπς. Και ονειρευόταν μια καριέρα στις ΗΠΑ. Με την τότε σύζυγό του, μακιγιέζ Χάνε Νόργκααρντ, μετακόμισαν στο Μανχάταν. Ωστόσο στις ΗΠΑ δούλεψε ελάχιστα σαν ηθοποιός.
Εκανε μια guest εμφάνιση στη σειρά «Νόμος και Τάξη» («Law & Order») και ο Πίτερ Χολ τον διάλεξε για μια παράσταση off-Broadway του σαιξπηρικού έργου «Τρωίλος και Χρυσηίδα». Για πολλά χρόνια έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας «πόρτα» σε νυχτερινά κέντρα. Κάπου-κάπου επέστρεφε στο Λονδίνο για γυρίσματα τηλεοπτικών σειρών που δεν τον ενδιέφεραν πια. Ο «Τρωίλος και Χρυσηίδα», όμως, έγινε αφορμή να τον προσέξει τουλάχιστον ένας σκηνοθέτης που τον κάλεσε να παίξει έναν μικρό ρόλο στη σειρά «The Wire».
Στη συνέχεια, ο δημιουργός της σειράς Ντέιβιντ Σάιμον αποφάσισε να μεγαλώσει τον ρόλο του Ελμπα. Ο βρετανός ηθοποιός ήταν εξαιρετικά ωραίος και η παρουσία του στην οθόνη χαρισματική, ό,τι έπρεπε δηλαδή για τον χαρακτήρα του Στρίνγκερ Μπελ. Οταν, μάλιστα, σύμφωνα με το σενάριο, ο Μπελ σκοτώθηκε, το κοινό δυσανασχέτησε έντονα. Ο ίδιος ο Σάιμον είπε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι η σύζυγός του τον αποκάλεσε «ηλίθιο» όταν έβγαλε τον Ελμπα από τη σειρά.
Για τον Ελμπα, ήταν μια περίοδος θριαμβευτική: «Είχα μετακομίσει στην Αμερική. Είχα ζήσει με κάθε τρόπο εκεί. Προσπαθούσα να κάνω τα πράγματα καλύτερα, να τα κάνω σωστά. Ο Στρίνγκερ ήρθε ενώ βρισκόμουν σε ένα σταυροδρόμι της ζωής μου, όπου ήμουν “αυτός ο τύπος που προσπαθεί και να τα κάνει όλα καλύτερα και να είναι εξυπνότερος”. Μπορούσα να ταυτιστώ», λέει, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτει περισσότερα για την προσωπική του ζωή.
Το 2002 απέκτησε μια κόρη με την πρώτη του γυναίκα. Ένα χρόνο αργότερα χώρισαν. Το 2006, παντρεύτηκε την αμερικανίδα δικηγόρο Σόνια Χάμλιν, ο γάμος τους όμως κράτησε μόλις τέσσερις μήνες. Εκείνο τον καιρό έκανε μερικές διασκεδαστικές δουλειές, καμιά όμως δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τον λαμπερό ρόλο του Στρίνγκερ Μπελ. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000, «ήμουν σε ένα πραγματικά σκοτεινό, περίεργο σταυροδρόμι της ζωής μου. Πολλά πράγματα πήγαιναν στραβά. Καταστρέφονταν, το ίδιο και η καριέρα μου», θυμάται.
Σοφά ποιώντας όταν έφυγε από το Λονδίνο για τις ΗΠΑ, ο Ελμπα προσπάθησε να διατηρήσει τους επαγγελματικούς δεσμούς του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο «Luther», που μεταδόθηκε στο BBC One την άνοιξη του 2010, βγήκε στο BBC America λίγους μήνες αργότερα. Ετσι ξεκίνησε μια δεύτερη φάση στην καριέρα του, μαζί με μια σειρά ρόλων υπερήρωα στο σύμπαν της Marvel. Κάπου εκεί κυκλοφόρησαν και οι φήμες ότι επρόκειτο να παίξει τον 007 μετά τον Ντάνιελ Κρεγκ. Δεν ακούγονται πια, ωστόσο οι φίλοι του τον χαιρετούν ακόμα στην παμπ λέγοντας, «Ω, να τος ο Τζέιμς Μποντ …»
Ο πρώτος μεγάλος ρόλος του στον κινηματογράφο ήρθε με το «Mandela: Long Walk to Freedom» σε σκηνοθεσία του βρετανού Τζάστιν Τσάτγουικ, που του έφερε μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, ενώ άλλη μια υποψηφιότητα είχε και για το «Beasts Of No Nation» του Netflix, ένα πολεμικό δράμα του 2015 στο οποίο ήταν συμπαραγωγός. Στη συνέχεια, ο Ελμπα δάνεισε τη φωνή του σε μια σειρά από ταινίες κινουμένων σχεδίων της Disney και συμπρωταγωνίστησε με την Τζέσικα Τσάστεϊν στο δράμα του Ααρον Σόρκιν «Το παιχνίδι της Μόλι» (2017) . Το 2019 έπαιξε τον κακοποιό Μακάβιτι, στο μιούζικαλ «Cats» του Τομ Χούπερ και την ίδια χρονιά συμμετείχε στην πέμπτη και τελευταία σεζόν του «Luther».
Εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει αρκετή επιρροή στη βιομηχανία του κινηματογράφου ώστε να βρει χρηματοδότηση για την γκανγκστερική ταινία «Yardie» (2018), με την οποία έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Οι κριτικές ήταν μέτριες, αλλά η πρεμιέρα της ταινίας τού έδωσε την ευκαιρία για μια προσωπική γιορτή. Πριν από την προβολή της ταινίας στην αίθουσα «Hackney Rio» του Λονδίνου, ο Ελμπα κάλεσε το κορίτσι του, την Ντάουρε, στη σκηνή, όπου της έκανε δημόσια πρόταση γάμου, και ενώ το κοινό τους επευφημούσε θερμά. Τι καλύτερος τρόπος για να τελειώσει μια δεκαετία και να αρχίσει μια νέα, κατά την οποία ο Ιντρις ασχολείται περισσότερο με τον ακτιβισμό, εκστρατεύοντας συχνά μαζί με τη σύζυγό του για λογαριασμό του Διεθνούς Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης «Πιέζοντας για αλλαγές, ενισχύοντας ορισμένα μηνύματα», όπως περιγράφει τη δράση τους ο σταρ.
Πέρσι, εξάλλου, εναντιώθηκε σε θεωρίες συνωμοσίας που ξέσπασαν με αφορμή την πανδημία, γράφοντας σε κάποιον στο Twitter: «Αδερφέ, μη διαδίδεις αυτές τις ανοησίες στους ανθρώπους. Αν τις πιστεύεις, κράτα τες για τον εαυτό σου». Ο ίδιος διαγνώστηκε με Covid-19 νωρίς το 2020, ενώ γύριζε μια ταινία στις ΗΠΑ: «Δεν παραπονιέμαι», λέει στον Guardian. «Ηταν ήπιο, σε σύγκριση με το πώς πήγαν άλλοι. Είμαι πολύ τυχερός που είμαι ζωντανός και ευγνώμων κάθε μέρα».
Αρκετά μεγάλος για να θυμάται πώς κρίνονταν κάποτε οι ηθοποιοί για τις ερμηνείες τους και όχι για τη ζωή τους, αναφέρεται έξυπνα στις μπερδεμένες προσωπικές και επαγγελματικές αξίες στην ινσταγκραμικά φορτισμένη εποχή μας: «Παρακολούθησα την κουλτούρα των celebrities να κάνει αυτή τη μνημειακή στροφή προς μια κουλτούρα ανοιχτών θυρών», λέει. «Το βρίσκω συναρπαστικό. Δεν μπορείς πλέον να κρύβεσαι πίσω από σκούρα γυαλιά και να είσαι ανειλικρινής. Δεν μπορείς να είσαι ο Κλαρκ Γκέιμπλ, που ζει στα βουνά. Το πώς ήταν σαν άνθρωποι οι παλιοί σταρ του κινηματογράφου έμενε πάντα κρυφό και μυστηριώδες. Κάνοντας fast-forward στο τώρα έχουμε: “Ναι, είστε καλός ηθοποιός. Αλλά ποιος είστε;”».
Μιλώντας με τον Τομ Λαμόντ του Guardian για το πιο προσωπικό του έργο, τη σειρά «In The Long Run» του 2017, ο Ιντρις Ελμπα αναφέρεται στον πατέρα του. Ο Γουίνστον Ελμπα πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα το 2013, πολύ πριν ξεκινήσει η σειρά: «Θα του άρεσε πολύ», λέει. «Είχε τρομερή αίσθηση του χιούμορ (…) και αν μιλάμε για τη δουλειά σαν θεραπεία, οφείλω να ομολογήσω ότι υπήρξαν κάποιες πολύ δύσκολες στιγμές για μένα στα γυρίσματα. Διαλύθηκα».
Αυτό που βρήκε πιο δύσκολο και πιο συναισθηματικό, ήταν η μεταφορά πολύπλοκων γεγονότων της ζωής σε σκηνές τακτοποιημένες και τηλεοπτικά φιλικές: «Θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει δράμα το πώς ήταν η ζωή των αφρικανικών οικογενειών στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Λονδίνο. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε κωμωδία. Και το να αλλάξεις τις ιστορίες ώστε να είναι πιο ιδανικές από την πραγματικότητα ήταν ρόλερ κόστερ [το τρενάκι του λούνα παρκ]. Μετατρέπεις κάτι σε κωμωδία. Αλλά η ζωή δεν είναι κωμωδία», λέει.
Η ζωή είναι περίπλοκη ωστόσο. Η μαμά του διασκέδασε βλέποντας τη σειρά, λέει ο Ελμπα, και γι’ αυτό άξιζε τον κόπο: «Ηταν πολύ περήφανη παρακολουθώντας τη ζωή της ως νεαρή γυναίκα, σε τηλεοπτική σειρά», λέει. «Ετσι μπόρεσα να φορέσω “τα παπούτσια μου για το σπίτι” μία φορά έξω και να είναι εντάξει», λέει.
