Ερντογάν, «ο σιωπηλός σουλτάνος»
Ερντογάν, «ο σιωπηλός σουλτάνος»
Γιατί η ιταλική Corriere della Sera χαρακτηρίζει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως «σιωπηλό σουλτάνο»; Επειδή ο τούρκος πρόεδρος, ενώ ήταν από τους πιο σφοδρούς επικριτές της ισραηλινής εκστρατείας κατά του Ιράν και, προηγουμένως, του πολέμου στη Γάζα, σχετικά με τη στρατιωτική υποστήριξη που παρείχε ο Τραμπ στον Νετανιάχου δεν είπε σχεδόν τίποτα (αν και επιδίωξε έως την τελευταία στιγμή να την αποτρέψει).
Μόλις το περασμένο Σάββατο, ενώ οι Ισραηλινοί συνέχιζαν να σφυροκοπούν το Ιράν, ο Ερντογάν δεν δίστασε να συγκρίνει (εκ νέου) τον ισραηλινό πρωθυπουργό με τον Χίτλερ. Αλλά μετά από την εξαιρετική αποστολή των αμερικανικών στρατηγικών βομβαρδιστικών B-2, περιορίστηκε σε ένα απλό: «Δεν εγκρίνουμε με κανέναν τρόπο τις επιθέσεις κατά της κυριαρχίας του Ιράν. Εργαζόμαστε πολύ σκληρά για να αποτρέψουμε τις επιθέσεις του Ισραήλ και των υποστηρικτών του εναντίον του γείτονά μας από το να εξελιχθούν σε μια ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή».
Και έπειτα από λίγα 24ωρα ο Ερντογάν πήγε και στάθηκε δίπλα στον Τραμπ, για την «οικογενειακή» φωτογραφία των ηγετών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ που βρέθηκαν στη Χάγη για τη σύνοδο κορυφής της συμμαχίας, ενώ στη συνέχεια οι δύο πρόεδροι είχαν και εγκάρδια συνάντηση διάρκειας, μάλιστα, 45 λεπτών.
Χαρακτηρίζοντας τη στάση του Ερντογάν ως τουλάχιστον αξιοσημείωτη ο Λούκα Αντζελίνι, αρθρογράφος της Corriere, επιδιώκει να ρίξει φως στα κίνητρα του τούρκου ηγέτη με τη βοήθεια ορισμένων διακεκριμένων ειδικών στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή γενικά.
Στην Τουρκία τα «απόνερα» του πολέμου
Ο Αντζελίνι επικαλείται καταρχάς την πολιτική επιστήμονα Γκιονούλ Τολ η οποία, σε ανάλυσή της, την προηγούμενη εβδομάδα, στον ιστότοπο του Middle East Institute, απαρίθμησε τους πολλούς λόγους για τους οποίους η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν υπονόμευε την ατζέντα του τούρκου προέδρου: «Το πιο άμεσο θύμα του πολέμου Ισραήλ – Ιράν μπορεί να είναι η οικονομική ατζέντα του Ερντογάν. Οι αυξανόμενες παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου επιδεινώνουν τα τρωτά σημεία της ήδη εύθραυστης οικονομίας της Τουρκίας», έγραψε η τουρκάλα επιστήμονας μόλις την περασμένη Παρασκευή.
«Οι απειλές του Ιράν να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ […] αυξάνουν περαιτέρω το διακύβευμα. Οι αξιωματούχοι υποβαθμίζουν τον κίνδυνο και οι αναλυτές λένε ότι μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε οικονομική αυτοκτονία για την Τεχεράνη. Ωστόσο, σε μια σύγκρουση, αυτοί οι ασταθείς, ακόμη και χαμηλής πιθανότητας κίνδυνοι έχουν βαρύτητα. Επιπλέον, ο πόλεμος θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της Τουρκίας πιο άμεσα -με προβλέψιμες οικονομικές συνέπειες. Το Ιράν καλύπτει το 16% των ετήσιων αναγκών της Τουρκίας σε φυσικό αέριο, μεγάλο μέρος του οποίου παράγεται από το ιρανικό υπεράκτιο κοίτασμα South Pars.
Η εγκατάσταση επεξεργασίας χτυπήθηκε από ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές το Σάββατο. Η παραγωγή διακόπηκε εν μέρει και περαιτέρω ζημιές θα μπορούσαν να παραλύσουν την εγκατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με τις κυρώσεις να περιορίζουν την ικανότητα του Ιράν να κάνει επισκευές, οποιαδήποτε παρατεταμένη διακοπή θα άφηνε την Τουρκία εκτεθειμένη σε ελλείψεις ή απότομες αυξήσεις της τιμής του φυσικού αερίου».
Ζήτημα για την Αγκυρα ήταν, φυσικά, και το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου προσφυγικού κύματος με τους Τούρκους να μην ανησυχούν μόνο για ιρανούς πολίτες σε φυγή από τη χώρα τους. «Η χώρα φιλοξενεί σχεδόν 4 εκατομμύρια σύρους πρόσφυγες για περισσότερο από μια δεκαετία, γεγονός που έχει ενισχύσει, ανά τα χρόνια, την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και, κατά συνέπεια, έχει διαβρώσει την υποστήριξη προς το κυβερνών κόμμα του Ερντογάν», θυμίζει η τουρκάλα ειδικός.
«Η Αγκυρα μοιράζεται επίσης μια μακρά και πορώδη μεθόριο με το Ιράν […] που θεωρείται εδώ και καιρό επικίνδυνη για την ασφάλεια λόγω παράνομων διελεύσεων και ύποπτων διεισδύσεων μαχητών που συνδέονται με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και εδρεύουν σε στρατόπεδα στην ιρανική πλευρά. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις ανησυχίες, η Τουρκία άρχισε να κατασκευάζει ένα τείχος ασφαλείας κατά μήκος των συνόρων το 2017.
Η κατασκευή επιταχύνθηκε το 2021, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, όταν 300.000 Αφγανοί εισήλθαν στη χώρα και ο Ερντογάν δεσμεύτηκε να εμποδίσει περαιτέρω αφίξεις. Τώρα, με τις ισραηλινές επιθέσεις στο Ιράν να προκαλούν νέα αστάθεια, κυκλοφορούν ξανά αναφορές για ιρανούς πολίτες που περνούν στην Τουρκία. Ενώ η κυβέρνηση υποβαθμίζει την πιθανότητα ενός νέου κύματος προσφύγων, τα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Αντιδρώντας, η Αγκυρα ενίσχυσε τα μέτρα ασφαλείας κατά μήκος των συνόρων για να αποτρέψει περαιτέρω εισροές και πιθανές διεισδύσεις μαχητών».
Γιατί η Αγκυρα δεν θέλει φασαρίες στο Ιράν
Η Αγκυρα άρχισε πρόσφατα ειρηνευτικές συνομιλίες με το ΡΚΚ επιστέγασμα των οποίων αποτέλεσε η εκπληκτική απόφαση της οργάνωσης να αφοπλιστεί και να διαλυθεί, εξέλιξη που ο Ερντογάν ελπίζει ότι θα του εξασφαλίσει την υποστήριξη του φιλοκουρδικού κόμματος στο κοινοβούλιο, στο πλαίσιο των προσπαθειών του να συνεχίσει να κυβερνά την Τουρκία και μετά από το 2028 και τη λήξη της τρίτης του θητείας.
Ομως οι περιφερειακές επιπτώσεις μιας παρατεταμένης σύρραξης Ισραήλ-Ιραν θα μπορούσαν να υπονόμευαν και αυτό το σχέδιο του Ερντογάν. Από αυτή τη σκοπιά η Αγκυρα ανησυχούσε «ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να αναζωογονήσει την ιρανική πτέρυγα του ΡΚΚ, το Κόμμα Ελεύθερης Ζωής του Κουρδιστάν (PJAK), το οποίο παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανενεργό από την κήρυξη της εκεχειρίας το 2011».
Και ο Σονέρ Καγκαπτάι του Washington Institute of Near East Policy επιβεβαίωσε, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο, ότι «η Αγκυρα δεν θέλει σε καμία περίπτωση το Ιράν να βυθιστεί στο χάος, η αποκέντρωση ή ο εμφύλιος πόλεμος θα μπορούσαν να δημιουργήσουν διασυνοριακές απειλές ή νέες ροές προσφύγων». Υπενθύμισε επίσης ότι ήδη στο Ιράκ και τη Συρία, η αποσταθεροποίηση δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που εκμεταλλεύτηκαν και το Ισλαμικό Κράτος και οι κούρδοι μαχητές του ΡΚΚ «για να εξαπολύσουν επιθέσεις εναντίον της Τουρκίας».
Οι Ισραηλινοί είχαν καταστήσει σαφές ότι οι επιθέσεις τους δεν στόχευαν μόνο στην καταστροφή του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, αλλά και στην αποδυνάμωση, αν όχι στην ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος. «Ωστόσο, χωρίς μια βιώσιμη αντιπολίτευση έτοιμη να παρέμβει, η κατάρρευση του καθεστώτος θα μπορούσε να αφήσει το Ιράν στα πρόθυρα της κατάρρευσης του κράτους, προσθέτοντας έναν ακόμη εύθραυστο γείτονα στα ήδη ασταθή νότια σύνορα της Τουρκίας.
Η Τουρκία ήδη αντιμετωπίζει τις συνέπειες του χάους στη Συρία και το Ιράκ, το οποίο έχει προκαλέσει κύματα προσφύγων, διασυνοριακές απειλές και οικονομικές πιέσεις. Ενα αποσταθεροποιημένο Ιράν θα ενέτεινε αυτά τα προβλήματα ακριβώς τη στιγμή που ο Ερντογάν αντιμετωπίζει αυξανόμενες εσωτερικές πιέσεις ενόψει των εκλογών του 2028», έγραψε σχετικά η Γκιονούλ Τολ.
Το βλέμμα στην Ουάσινγκτον…
Αν όλα αυτά είναι αλήθεια (και εξηγούν γιατί, μέχρι την τελευταία στιγμή, ο Ερντογάν πίεζε να μεσολαβήσει μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν και ήλπιζε ότι ο Τραμπ δεν θα έλεγε ναι στην αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή), γιατί -διερωτάται ο Ραγκίπ Σοϊλού στο Middle East Eye – απέφυγε να επικρίνει την αμερικανική εμπλοκή με τον ίδιο ζήλο που επέκρινε τις ισραηλινές επιθέσεις;
Υπήρξε μια αντίδραση από το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας, το οποίο επισήμανε τους κινδύνους για την περιφερειακή σταθερότητα από μια επέκταση της σύγκρουσης. Αλλά, όπως παρατήρησε ο Σοϊλού, «αυτός ο μετρημένος τόνος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα σχόλια του τούρκου Προέδρου Ερντογάν την προηγούμενη μέρα, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τις ισραηλινές επιθέσεις ως “λεηλασία”».
Πώς εξηγείται, άρα, αυτή ιδιαίτερα μετρημένη στάση του τούρκου ηγέτη; «Παρά την έντονη ρητορική του, ο Ερντογάν συχνά ακολουθεί μια λεπτή γραμμή στις περιφερειακές συγκρούσεις, προσπαθώντας να αποφύγει να πάρει θέση για να προωθήσει την Τουρκία με πλεονεκτικό τρόπο. Η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η συνεχιζόμενη στενή σχέση της με την Ουάσιγκτον της δίνουν πλεονέκτημα τόσο έναντι των αντιπάλων όσο και έναντι των συμμάχων στην επιδίωξη των στρατηγικών της στόχων», απαντάει ο έμπειρος τούρκος αναλυτής.
Εν ολίγοις, ο Ερντογάν πιθανότατα πιστεύει ότι μπορεί ακόμα να πείσει τον Ντόναλντ Τραμπ να σταματήσει αυτό που, σε άρθρο του στην Daily Sabah, ο Μουράτ Γεσιλτάς, ειδικός ασφαλείας στην τουρκική δεξαμενή σκέψης SETA και μέλος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων της τουρκικής προεδρίας, αποκάλεσε σχέδια «ισραηλοποίησης» της Μέσης Ανατολής.
«Από τη σκοπιά της Αγκυρας, η στρατηγική στάση του Ισραήλ δεν αντικατοπτρίζει μια πολιτική αποτροπής, αλλά μια προσπάθεια επιβολής στρατιωτικής ηγεμονίας στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τη συμμαχία του με τις ΗΠΑ ως πολλαπλασιαστή ισχύος. Αυτή η μετατόπιση από την ασφάλεια στην κυριαρχία υπονομεύει κάθε ουσιαστική ελπίδα για περιφερειακή διπλωματία. Ο πόλεμος έχει καταστεί κανονικότητα και η σύγκρουση δεν είναι πλέον η έσχατη λύση, αλλά μια επαναλαμβανόμενη τακτική για την απόκτηση γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων. Η Τουρκία απορρίπτει κατηγορηματικά αυτό το μοντέλο και προειδοποιεί για τις μακροπρόθεσμες συνέπειές του», έγραψε.
Σύμφωνα με τον τούρκο ειδικό «η στάση της Τουρκίας στη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν δεν βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτή η στάση πηγάζει από μια μακροπρόθεσμη στρατηγική αναγκαιότητα διατήρησης της περιφερειακής ισορροπίας, υπεράσπισης της κυριαρχίας και περιορισμού του στρατιωτικοποιημένου και πυρηνικού αναθεωρητισμού. Οι κίνδυνοι δεν είναι αφηρημένοι. Υπάρχουν άμεσες απειλές για την εδαφική ασφάλεια, την ενεργειακή ασφάλεια, τους οικονομικούς στόχους και τη δημογραφική σταθερότητα της Τουρκίας».
Ο Μουράτ Γεσιλτάς κρίνει πως «η ιδέα ότι η διπλωματία από μόνη της μπορεί να προστατεύσει τα κράτη από τις περιφερειακές επιρροές δεν ισχύει πλέον. Σε ένα περιβάλλον ασφαλείας που ορίζεται από χτυπήματα ακριβείας, ασύμμετρες απειλές, πυρηνική αβεβαιότητα και περιφερειακό ανταγωνισμό, η Τουρκία πρέπει να στραφεί σε στρατηγική αποτροπή που υποστηρίζεται από προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες. Αυτό συνεπάγεται επενδύσεις όχι μόνο στην επίδειξη συμβατικών δυνάμεων αλλά και σε νέες αμυντικές τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα μη επανδρωμένα συστήματα, η διαστημική αναγνώριση και η αεράμυνα επόμενης γενιάς. Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας αποτελεί πλεονέκτημα, αλλά πρέπει να συμπληρωθεί από ένα ισχυρό δόγμα, διαλειτουργικά συστήματα και ετοιμότητα σε πολλαπλά θέατρα».
… και στο Ριάντ
Συνοπτικά θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο Ερντογάν χάρηκε μεν με τη σημαντική αποδυνάμωση του λεγόμενου «Αξονα της Αντίστασης» από το Ισραήλ αλλά δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί ότι η προοπτική περιφερειακής ενδυνάμωσης της Τουρκίας που υπόσχεται αυτή η αποδυνάμωση, θα ακυρωθεί από την επιδίωξη του Ισραήλ να καταστεί χωροφύλακας ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Και σε αυτήν την εναντίωσή του στην «ισραηλοποίηση» της Μέσης Ανατολής, ο «σουλτάνος» θα μπορούσε να βρει έναν σύμμαχο στο πρόσωπο ενός… πρίγκιπα.
Λίγες εβδομάδες πριν από την ισραηλινή επίθεση στο Ιράν και την εμπλοκή των Αμερικάνων, ο λιβανέζος σχολιαστής Αντονι Σαμράνι έγραψε, στην λιβανέζικη εφημερίδα L’Orient/Le Jour, ένα κύριο άρθρο με τον τίτλο «Ο πειρασμός μιας μεγάλης επαναπροσέγγισης ενώπιον του Ισραήλ»: «Η ιρανική εποχή τελείωσε. Αλλά η εποχή της Σαουδικής Αραβίας […] πιθανότατα δεν θα έρθει ποτέ. Το βασίλειο κατάφερε, όχι χωρίς δυσκολίες, να εδραιωθεί ως ηγέτης του Κόλπου, αλλά η υπόλοιπη Μέση Ανατολή είναι ένα πολύ πιο δύσκολο έδαφος […] Αν και το Ιράν αντιμετωπίζει προβλήματα και η Σαουδική Αραβία έχει ενισχύσει τις θέσεις της στον Λίβανο και τη Συρία, το Ριάντ δεν μπορεί να σταθεροποιήσει την περιοχή χωρίς την υποστήριξη ενός ισχυρού συμμάχου. Ούτε μπορεί να το πετύχει αυτό χωρίς την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος.
Η Ευρώπη είναι πολύ απούσα για να έχει κάποιο βάρος […] Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ είναι πολύ αδιάφορες και, κυρίως, πολύ φιλοϊσραηλινές για να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος ενός ειρηνευτικού έργου. Και το Ισραήλ, κάποτε πιθανός σύμμαχος εναντίον του Ιράν, είναι ο χειρότερος σαμποτέρ του σχεδίου του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (πρίγκιπα διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας). Η ισραηλινή πολιτική απειλεί όχι μόνο τη Γάζα και τη Δυτική Οχθη, αλλά και την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τον Λίβανο και τη Συρία. Πώς μπορεί να προωθηθεί η ειρήνη σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Πώς μπορεί να αποτραπεί η αντικατάσταση της ιρανικής εποχής από την εποχή του Ισραήλ;», έγραψε ο λιβανέζος δημοσιογράφος και σε αυτό το σημείο έρχεται στο προσκήνιο ο πρόεδρος της Τουρκίας.
«Υπάρχει όμως ακόμα ένας πρωταγωνιστής […] ο ιστορικός αντίπαλος, ο οποίος, όμως, φαίνεται να είναι αυτό που λείπει από το σχέδιο του μπιν Σαλμάν. Μια συμμαχία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας, μεταξύ του πρίγκιπα μπιν Σαλμάν και του σουλτάνου Ερντογάν, φαίνεται αφύσικη. Οι δύο χώρες πέρασαν μια μεγάλη διπλωματική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 2010, μετά το εμπάργκο που επέβαλε ο άξονας Σαουδικής Αραβίας – Εμιράτων εναντίον του Κατάρ (συμμάχου της Αγκυρας) και τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι στο σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και οι τουρκικές τηλεοπτικές σειρές είχαν απαγορευτεί στη Σαουδική Αραβία εκείνη την εποχή.
Αλλά έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και όλοι επιδιώκουν την ύφεση […] Οι δύο ηγέτες δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον και κανένας από τους δύο δεν θέλει να φαίνεται υποδεέστερος. Αλλά μαζί, με τα πετροδολάρια του ενός και τη σκληρή ισχύ του άλλου, είναι ικανοί να επιβάλουν κόκκινες γραμμές στο Ισραήλ και να το αναγκάσουν να διαπραγματευτεί. Μαζί, μπορούν να καταφέρουν να σταθεροποιήσουν την περιοχή […] μια σταθερή συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη τουρκο-σαουδαραβικής εποχής στη Μέση Ανατολή», σύμφωνα με τον λιβανέζο αναλυτή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
