1243
Σκηνή από την τηλεοπτική σειρά «Combat» (1962-1967) | American Broadcasting Company / Creative Protagon

Οταν η μεταπολεμική Γερμανία δεν ήθελε ταινίες με «κακούς Ναζί»

Protagon Team Protagon Team 25 Αυγούστου 2025, 09:45
Σκηνή από την τηλεοπτική σειρά «Combat» (1962-1967)
|American Broadcasting Company / Creative Protagon

Οταν η μεταπολεμική Γερμανία δεν ήθελε ταινίες με «κακούς Ναζί»

Protagon Team Protagon Team 25 Αυγούστου 2025, 09:45

Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1960 το «Combat!» ήταν μία από τις πιο παραστατικές και πετυχημένες τηλεοπτικές σειρές για τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάθε εβδομάδα η φανταστική αλλά σχολαστικά ρεαλιστική αφήγηση της δράσης μιας μονάδας πεζικού των ΗΠΑ στη γερμανοκρατούμενη Γαλλία κρατούσε εκατομμύρια ανθρώπους –από το Τορόντο έως την Ταϊβάν και από το Λος Αντζελες μέχρι τη Λίμα και την Αθήνα (στην Ελλάδα προβλήθηκε ως «Μάχη») – κολλημένους στις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις τους. Ωστόσο η αμερικανική σειρά που προβαλλόταν στο ABC από το 1962 έως το 1967 δεν άρεσε καθόλου σε μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα θεατών: στους αξιωματούχους της Δυτικής Γερμανίας.

«Δύο δεκαετίες μετά από το τέλος του πολέμου, διπλωμάτες και κρατικοί λειτουργοί ήταν τρομοκρατημένοι από αυτό που έβλεπαν ως πλημμυρίδα “αντιγερμανικών” ταινιών και τηλεοπτικών σειρών που συκοφαντούσαν τους στρατιώτες της Βέρμαχτ ως αχρείους», γράφει σε ανταπόκρισή του από το Βερολίνο ο Ολιβερ Μούντι των λονδρέζικων Times.

«Τους βλέπεις να λεηλατούν, να πυρπολούν και να δολοφονούν γυναίκες και παιδιά», έγραψε σε τηλεγράφημά της προς το υπουργείο Εξωτερικών η δυτικογερμανική πρεσβεία στο Καράκας, σημειώνοντας επίσης πως ασκούσε διακριτικά πιέσεις ώστε να τερματιστεί η προβολή της σειράς στη χώρα.

Ο μύθος της «καθαρής Βέρμαχτ»

Οπως συνοψίζει ο βρετανός δημοσιογράφος οι εν λόγω πιέσεις αποτελούσαν μέρος μιας μυστικής διεθνούς εκστρατείας της Δυτικής Γερμανίας κατά αρνητικών απεικονίσεων της πολεμικής μηχανής του Γ’ Ράιχ.

Επικαλούμενος στοιχεία που εμπεριέχονται στο βιβλίο «Η Καγκελαρία: η Δυτικογερμανική Δημοκρατία και το Ναζιστικό Παρελθόν», ο Ολιβερ Μούντι γράφει πως εκείνη την περίοδο πάρα πολλοί Γερμανοί εξακολουθούσαν να πιστεύουν στον μύθο της «καθαρής Βέρμαχτ», σύμφωνα με τον οποίο ο ναζιστικός στρατός και οι στρατηγοί του ήταν απλοί στρατιώτες που έκαναν μόνο τη δουλειά τους και δεν έφεραν καμία ευθύνη για τα όποια εγκλήματα πολέμου. Οι όποιες φρικαλεότητες ήταν έργο αποκλειστικά του Χίτλερ και των διαβόητων Ες Ες, των «κομματικών στρατιωτών» του.

Μεταγενέστερες ακαδημαϊκές έρευνες απέδειξαν ότι αυτό δεν ίσχυε: η Βέρμαχτ είχε στην πραγματικότητα διαπράξει πολυάριθμα εγκλήματα πολέμου με δική της πρωτοβουλία, δολοφονώντας, για παράδειγμα, χιλιάδες αιχμαλώτους, σφαγιάζοντας δεκάδες χιλιάδες αμάχους και βιάζοντας έως και δέκα εκατομμύρια γυναίκες.

Ωστόσο το δυτικογερμανικό κράτος υπό τον Κόνραντ Αντενάουερ, καγκελάριο από το 1949 έως το 1963, επέμενε να την απαλλάσσει από κάθε ευθύνη, αντιμετωπίζοντας το θέμα ως ζήτημα πολιτικής.

Οπως εξηγείται στο βρετανικό δημοσίευμα αυτή η στάση δεν ήταν απλώς μια πολιτική στρατηγική με στόχο τις ψήφους εκατομμυρίων βετεράνων της Βέρμαχτ. Αποτελούσε επίσης βασικό μέρος της αιτιολόγησης του επανεξοπλισμού της Δυτικής Γερμανίας, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ενόψει της σοβιετικής απειλής.

Το 1951 ο Αντενάουερ κατάφερε να πείσει ακόμη και τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο οποίος είχε ηγηθεί της συμμαχικής επίθεσης στη ναζιστική Γερμανία και στη συνέχεια έγινε ο ανώτατος διοικητής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, να εκδώσει μια δήλωση που θα απάλλασσε τη «μεγάλη πλειοψηφία» των γερμανών στρατιωτών.

Αυτή η πεποίθηση ήταν τόσο ισχυρή που οι δυτικογερμανοί αξιωματούχοι πραγματικά εξοργίζονταν με τις μεταπολεμικές ταινίες που παρουσίαζαν τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας του τρίτου ράιχ.

Σε αυτό το πλαίσιο σημειώθηκαν διάφορα περιστατικά που προκάλεσαν σάλο. Το 1956, για παράδειγμα, το υπουργείο Εσωτερικών της Δυτικής Γερμανίας και η πρεσβεία της χώρας στο Παρίσι άσκησαν πιέσεις ώστε να μην προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών η ταινία «Νύχτα και Καταχνιά»», το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του γάλλου σκηνοθέτη Αλέν Ρενέ για τα στρατόπεδα εξόντωσης του Αουσβιτς και Μαϊντάνεκ στην Πολωνία.

Ο τύπος του «φιλελεύθερου εβραίου»

Η Γιούτα Μπράουν, ανώτερη ερευνήτρια στο Leibniz Centre for Contemporary History του Πότσνταμ, έφερε στο φως στοιχεία που δείχνουν ότι αυτές οι προσπάθειες ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από όσο πιστευόταν προηγουμένως και συνεχίστηκαν έως και τη δεκαετία του 1970.

Κοσκινίζοντας τα αρχεία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Τύπου (BPA), η Μπράουν διαπίστωσε ότι οι δυτικογερμανικοί αξιωματούχοι όχι μόνο διατηρούσαν μια λίστα «αντιγερμανικών» ταινιών και σειρών, αλλά χρησιμοποιούσαν και δόλια μέσα, επιδιώκοντας την απόσυρσή τους από τους κινηματογράφους και τα τηλεοπτικά προγράμματα.

Το 1965 η πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας στην Ουάσιγκτον, με επικεφαλής έναν διπλωμάτη που προηγουμένως ήταν επικεφαλής του τμήματος αντιαμερικανικής προπαγάνδας στο υπουργείο Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας, έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει «τον τύπο του φιλελεύθερου εβραίου που έχει μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη βιομηχανία της επικοινωνίας» για το κύμα «ταινιών μίσους» που είχαν προσθέσει του δολοφονικούς γερμανούς στρατιώτες στο πάνθεο των «αχρείων».

Η εκστρατεία ξεπλύματος της Βέρμαχτ από τους Δυτικογερμανούς απασχόλησε και τον Καναδά, όπου η κρατική τηλεόραση (CBC) είχε προβάλει ένα ντοκιμαντέρ για την εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας το 1943 και μια ταινία του 1944 για τη φανταστική δίωξη ναζιστών εγκληματιών πολέμου. Η πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας παραπονέθηκε ότι «δυσφημιζόταν» ένας σύμμαχος του ΝΑΤΟ και εξασφάλισε μια συγγνώμη από τον επικεφαλής του CBC, ο οποίος έκανε λόγο για λάθος από την πλευρά του προσωπικού.

Ορισμένοι δυτικογερμανοί διπλωμάτες τάσσονταν ακόμα και υπέρ της χρήσης απειλών και της άσκησης οικονομικών πιέσεων με στόχο τον εκφοβισμό εκείνων που προωθούσαν και διένεμαν τις «αντιγερμανικές» ταινίες και σειρές. «Δεν επιθυμούμε να επιβάλουμε ένα πολιτικό βάρος στον εξαγωγικό μας τομέα, αλλά η πρεσβεία θεωρεί πως κλιμακούμενες πιέσεις σε αυτόν τον τομέα μπορούν να φέρουν σημαντικά αποτελέσματα», έγραψε στη Βόννη το 1967 ο δυτικογερμανός πρέσβης στη Γουατεμάλα, καθώς στη χώρα επικρατούσε ενθουσιασμός για το «Combat!».

Το 1965 η πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας στην Ουάσιγκτον δημοσίευσε μια σειρά από άρθρα στην Staats-Zeitung und Herold, μία από τις μεγαλύτερες γερμανόφωνες εφημερίδες στις ΗΠΑ, που καλούσαν τους Αμερικανούς γερμανικής καταγωγής να υποβάλουν διαμαρτυρίες σε ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, σε χορηγούς ακόμη και σε βουλευτές των πολιτειών τους. Μάλιστα η πρεσβεία έκανε λόγο ρητά για «εκστρατεία με στόχο τον περιορισμό των αντιγερμανικών τηλεοπτικών εκπομπών».

«Αυτή η “αμυντική μάχη” κατά των χαρακτηριζόμενων ως “αντιγερμανικών” ταινιών, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταδεικνύει πόσο σκληρά εργαζόταν το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Γραφείο Τύπου (BPA) για να υπερασπιστεί την “τιμή του γερμανού στρατιώτη”», δήλωσε στους Times η Γιούτα Μπράουν. Σύμφωνα με τη γερμανίδα ιστορικό αυτό «αποκαλύπτει μια αυταρχική κατανόηση του κράτους» καθώς και την έλλειψη μιας «πλουραλιστικής κοσμοθεωρίας».

Η σκιά του Γκέμπελς

Στις αρχές της θητείας του ο Κόνραντ Αντενάουερ είχε πει στον προσωπάρχη του ότι η «πιο επείγουσα» προτεραιότητα ήταν «η εδραίωση ελκυστικής προπαγάνδας» για το κράτος. Στους κόλπους της κυβέρνησής του κυκλοφόρησαν διάφορες προτάσεις για την αναβάθμιση της BPA σε «υπουργείο προπαγάνδας», αντίστοιχο με το υπουργείο που ηγούταν ο Γιόζεφ Γκέμπελς, το οποίο, όμως, θα ήταν ταγμένο στην υπηρεσία των δημοκρατικών ιδανικών.

Αν και αυτά τα σχέδια τελικά απορρίφθηκαν, η BPA συνέχισε να «βρίσκεται στη σκιά» του υπερ-υπουργείου του αρχι-προπαγανδιστή του τρίτου ράιχ. Η Γιούτα Μπράουν ανέφερε ενδεικτικά πως συχνά αποκρύπτονταν δημοσκοπήσεις, όποτε τα αποτελέσματα δεν ήταν κολακευτικά για τους Γερμανούς, όπως ένα γκάλοπ σύμφωνα με το οποίο μόλις το 12% είχε θετική γνώμη για τους εβραίους.

Στην BPA προσλήφθηκαν επίσης αρκετοί ανώτεροι αξιωματούχοι που είχαν εργαστεί προηγουμένως στον προπαγανδιστικό μηχανισμό του Γκέμπελς. Ο Φέλιξ φον Εκαρντ, ο οποίος διηύθυνε την υπηρεσία από το 1952 έως το 1955, είχε γράψει περισσότερα από 25 σενάρια κατά τη διάρκεια του τρίτου ράιχ, περιλαμβανομένου και ενός που παρουσίαζε τον Χίτλερ ως άμεσο κληρονόμο του Μπίσμαρκ. Και ο Χανς Σίρμερ, διευθυντής του τμήματος εξωτερικού τη δεκαετία του 1950, είχε ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα εβδομάδες μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το 1933 ενώ στη συνέχεια εργάστηκε στο υπουργείο του Γκέμπελς.

Αρκετοί άλλοι είχαν εργαστεί σε εφημερίδες του ναζιστικού καθεστώτος. «Εμεινα έκπληκτη με το πόσο εύκολο ήταν ακόμη και για πρώην δημοσιογράφους σε ναζιστικά, αντισημιτικά έντυπα μίσους όπως το “Der Angriff” ή το “Völkischer Beobachter” να βρουν δουλειά στo Γραφείο Τύπου», σχολίασε η Γιούτα Μπράουν. «Και πόσο απλό φαίνεται πως ήταν για αυτούς τους ανθρώπους να “γράφουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση”, πριν από το 1945 στην υπηρεσία του ναζιστικού επιθετικού πολέμου και στη συνέχεια στην υπηρεσία της νεαρής Δυτικής Γερμανίας με στόχο να βελτιώσουν την εικόνα της μεταπολεμικής δημοκρατίας», πρόσθεσε.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...