Tον προηγούμενο αιώνα η κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στις επιστήμες επιτεύχθηκε χάρη κυρίως στη μετανάστευση από την Ευρώπη. Από το 1901 έως το 1939 το 72% των νικητών βραβείων Νομπέλ είχαν γεννηθεί στην Ευρώπη. Με την άνοδο του φασισμού στη Γηραιά Ηπειρο και ενόψει του επικείμενου πολέμου, πολλά από τα πιο μεγάλα ευρωπαϊκά μυαλά –ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ο Τζον φον Νόιμαν, η Χάνα Αρεντ και ο Φρίντριχ Χάγεκ, μεταξύ άλλων– μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, όπου τα αμερικανικά πανεπιστήμια προσέφεραν καταφύγιο, χρηματοδότηση, ακαδημαϊκή ελευθερία και θεσμική ευελιξία.
Ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως τα Πανεπιστήμια του Πρίνστον και του Σικάγου, το ΜΙΤ και το CalTech, έγιναν παγκόσμιες ακαδημαϊκές δυνάμεις και μέχρι τη δεκαετία του 1960 τα μισά βραβεία Νομπέλ απονέμονταν σε διαμένοντες στις ΗΠΑ επιστήμονες που είχαν γεννηθεί στην Ευρώπη.
Στην επισήμανση προβαίνουν σε άρθρο τους στη Repubblica οι Λουίτζι Γκουίσο και Κλάουντιο Μικελάτσι, καθηγητές στο ιταλικό Einaudi Institute for Economics and Finance, και ο Αντρέου Μας-Κολέλ, καθηγητής στο Barcelona Institute of Economics. Το πρώτο που επισημαίνουν οι τρεις ευρωπαίοι πανεπιστημιακοί είναι πως η Ευρώπη εξακολουθεί να χάνει κορυφαίους ερευνητές, συχνά εξαιτίας διοικητικών περιορισμών, υπερβολικών ρυθμίσεων και περιορισμένων οικονομικών πόρων.
Παρότι το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε γενικές γραμμές λειτουργεί καλά, σύμφωνα με το Nature Index 2024 μόλις τρία ευρωπαϊκά ιδρύματα συγκαταλέγονται στα 50 καλύτερα του κόσμου – εκ των οποίων τα 22 είναι κινεζικά και τα 19 βορειοαμερικανικά.
Το αξιοσημείωτο στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισημαίνεται στο ιταλικό δημοσίευμα, είναι κυρίως η ισχυρή παρουσία της Κίνας, η οποία κατάφερε να γίνει ακαδημαϊκή υπερδύναμη μέσα σε μόλις δύο δεκαετίες, με τους επιστήμονες και τους ερευνητές της να διαπρέπουν πλέον σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους.
Η επιτυχία της Κίνας είναι απόρροια μιας στρατηγικής που επικεντρώνεται στην προσφορά κινήτρων με στόχο τον επαναπατρισμό των καλύτερων ερευνητών από το εξωτερικό και τη δημιουργία ενός επιστημονικού οικοσυστήματος ικανού να ανταγωνίζεται τα καλύτερα στον κόσμο. Ωστόσο η ακαδημαϊκή υπεροχή της Κίνας δεν αποτελεί μόνο πρόκληση για την Ευρώπη. Προσφέρει επίσης πολύτιμα μαθήματα, αποδεικνύοντας πως η ταχεία πρόοδος δεν είναι αδύνατη.
Τα ιστορικά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ εξασθενίζουν πλέον λόγω της πολιτικής πόλωσης, των διαφωνιών όσον αφορά την ακαδημαϊκή διακυβέρνηση, των απρόβλεπτων πολιτικών μετανάστευσης και της αβεβαιότητας σχετικά με τη χρηματοδότηση της έρευνας από τις ομοσπονδιακές αρχές.
Παρότι ανησυχητική, αυτή η δυναμική προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στην Ευρώπη –χάρη στο κράτος δικαίου και στην ακαδημαϊκή ελευθερία της– να αλλάξει πορεία, αρχίζοντας να προσελκύει μεγάλα μυαλά από όλον τον κόσμο. Η ανάγκη ταχείας δράσης αναγνωρίζεται από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, αλλά χωρίς μια συντονισμένη και μακροπρόθεσμη στρατηγική σε επίπεδο ΕΕ. Και οι όποιες μεμονωμένες προσπάθειες ενδέχεται να μη φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ποια θα μπορούσε, όμως, να είναι αυτή η στρατηγική; Οι τρεις ευρωπαίοι οικονομολόγοι εστιάζουν στην έκθεση του Μάριο Ντράγκι για το «Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ανταγωνιστικότητας», όπου προτείνεται (μεταξύ πολλών άλλων) η ενίσχυση και η αξιοποίηση του παραδείγματος και της δομής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας (ERC-European Research Council).
Αρχισε να λειτουργεί το 2007 με αποστολή να χρηματοδοτεί κορυφαίους επιστήμονες από όλη την υφήλιο για να πραγματοποιούν πρωτοποριακές έρευνες στην Ευρώπη και έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη χάρη στην εστίασή του στην αριστεία και στις αυστηρές, αδιάβλητες διαδικασίες αξιολόγησης. Στην έκθεση Ντράγκι διατυπώνονται τρεις διαρθρωτικές συστάσεις με στόχο την ενίσχυση του brain gain και τη βελτίωση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση ανά την ΕΕ, οι οποίες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της Ενωσης για την περίοδο 2028-2034.
Σήμερα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας χρηματοδοτεί πρωτοποριακά ερευνητικά προγράμματα με επικεφαλής εξαιρετικούς ερευνητές για διάστημα πέντε ετών, αλλά η δομή δεν αποδίδει τα μέγιστα, καθώς προσεγγίζεται περιορισμένος (σε σχέση με τις αυξημένες ανάγκες) αριθμός επιστημόνων. Στο άρθρο τους οι τρεις ευρωπαίοι επιστήμονες προτείνουν να αυξηθεί η χρηματοδότηση του Συμβουλίου με στόχο την προσέλκυση διπλάσιου αριθμού ερευνητών.
Για να λειτουργούν στη συνέχεια ως ακαδημαϊκοί μαγνήτες, κορυφαίοι ερευνητές και επιστήμονες παγκόσμιου βεληνεκούς θα πρέπει να θέλουν να έρθουν και να μείνουν μόνιμα σε κάποιο πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο της Γηραιάς Ηπείρου. Ομως τα περισσότερα ευρωπαϊκά ερευνητικά ιδρύματα χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο και δυσκολεύονται να προσφέρουν αμοιβές αρκετά ανταγωνιστικές ώστε να προσελκύουν και να κρατούν πρωτοπόρους της επιστήμης, ιδιαίτερα σε κράτη-μέλη της ΕΕ χαμηλών ή μεσαίων εισοδημάτων.
Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα; Μέσω της εισαγωγής του θεσμού του καθηγητή της ΕΕ, απαντούν οι Γκουίσο, Μικελάτσι και Μας-Κολέλ, έχοντας κατά νου εξαίρετους ερευνητές και επιστήμονες που θα επιλέγονται μέσω των δοκιμασμένων διαδικασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας και θα απασχολούνται, όχι ως ερευνητές του όποιου πανεπιστημίου ή ερευνητικού κέντρου, αλλά ως δημόσιοι υπάλληλοι της ΕΕ.
«Για πάρα πολύ καιρό, τον περασμένο αιώνα, η Αμερική προσέλκυε ταλέντα από όλον τον κόσμο. Σήμερα η Ευρώπη έχει την καλύτερη ευκαιρία να εξισορροπήσει μόνιμα τους διεθνείς (ακαδημαϊκούς) συσχετισμούς. Οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και οι ιδέες είναι ήδη στο τραπέζι. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση για έγκαιρη δράση και η στρατηγική υπομονή που απαιτείται για την επιτυχή εφαρμογή της αλλαγής» συνοψίζουν οι τρεις ευρωπαίοι οικονομολόγοι.
