Βιόλες που ουρλιάζουν και ακούγονται σαν να βγαίνουν από σφαγείο, παλλόμενες νότες μπάσου με ρυθμό που σταδιακά μειώνεται ώστε να μιμείται τον τρεμάμενο χτύπο της καρδιάς του θύματος. Χωρίς την ανατριχιαστική μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν, το «Ψυχώ» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, το οποίο κυκλοφόρησε στις αίθουσες πριν από ακριβώς 65 χρόνια, μάλλον δεν θα είχε την ίδια τρομακτική επίδραση στους θεατές.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το τρομακτικό μουσικό θέμα που ακούγεται όταν η Μάριον Κρέιν (Τζάνετ Λι), λίγο μετά την άφιξή της στο μοτέλ «Μπέιτς», δέχεται επίθεση μέσα από την κουρτίνα του ντους από έναν σκιώδη δολοφόνο – που αργότερα αποδεικνύεται ότι είναι ο ιδιοκτήτης του μοτέλ, Νόρμαν Μπέιτς (Αντονι Πέρκινς), ντυμένος με τα ρούχα της νεκρής μητέρας του.
Οπως αναφέρει το BBC, τα στελέχη της Paramount – της εταιρείας που είχε χρηματοδοτήσει τις πέντε προηγούμενες ταινίες του Χίτσκοκ – δεν εντυπωσιάστηκαν από το σενάριο. Απαγόρευσαν στον σκηνοθέτη να γυρίσει την ταινία στα σκηνικά του στούντιο και ανέλαβαν μεν τη διανομή, αλλά όχι την παραγωγή της. Παρά τον πενιχρό προϋπολογισμό, όμως, ο «μετρ του σασπένς» διέψευσε τους πάντες – και αυτό το χρωστά κατά μεγάλο βαθμό στις συνθέσεις του Χέρμαν, που απογείωσαν την ταινία.
Ο περίφημος συνθέτης χρησιμοποίησε ορχήστρα 50 εγχόρδων, μέσω της οποίας η μουσική του έφερνε τους θεατές «μέσα σε πεντακάθαρα παγωμένα νερά», όπως είχε πει στο μουσικό περιοδικό Sight and Sound. Ειδικά στη διάσημη σκηνή, μια χορωδία από τρομακτικές, διαπεραστικές κραυγές έκαναν το κοινό να αντιμετωπίζει πλέον την ντουζιέρα ως… εχθρικό χώρο. Η ταινία είχε την ίδια επίπτωση για το ντους με αυτή που είχαν τα «Σαγόνια του Καρχαρία» για τη θάλασσα.
Ο Χέρμαν ανάγκασε τον Χίτσκοκ, που αρχικά απέρριψε τους ήχους του μοτίβου, να παρακολουθήσει τη σκηνή του ντους με και χωρίς τη μουσική του. «Καλά, πρέπει οπωσδήποτε να τη χρησιμοποιήσουμε!», αναφώνησε ο σκηνοθέτης, με τον συνθέτη να απαντά σαρκαστικά: «Μα, νόμιζα ότι δεν ήθελες τη μουσική μου σε αυτή τη σκηνή». Σκωπτικά, ο Χίτσκοκ τού είπε: «Παιδί μου, αυτή είναι ακατάλληλη υπόδειξη».
Το περιστατικό αντικατοπτρίζει την έντονη σχέση του καλλιτεχνικού ζεύγους. Η δημιουργική τους ένωση είχε ως αποτέλεσμα μουσικές για ταινίες που παγιδεύουν τον θεατή στον σκοτεινό εσωτερικό διάλογο κάθε χαρακτήρα, εξοικειώνοντάς τον τόσο με τα πιο ρομαντικά τους όνειρα όσο και με τους πιο απελπιστικούς εφιάλτες τους. Ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου» είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Πριν ξεκινήσει να γράφει τη μουσική του, ο Χέρμαν μελετούσε τα βιβλία και τα σενάρια των ταινιών, με αποτέλεσμα κάθε νότα που συνέθετε να έχει ξεχωριστό νόημα. Φανατικός αναγνώστης από την παιδική του ηλικία, ο «Μπένι», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του συζητώντας με πάθος για το αν η λογοτεχνία ή η μουσική ήταν η σπουδαιότερη μορφή τέχνης.
Τελικά τον κατέκτησε η δεύτερη και ο Χέρμαν άρχισε να κερδίζει διαγωνισμούς κλασικής μουσικής από την ηλικία των 13 ετών. Με σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης υπό τον θρυλικό συνθέτη Πέρσι Γκρέιντζερ, ο Χέρμαν ξεκίνησε να εργάζεται ως μουσικός στούντιο, περνώντας και από το ραδιόφωνο του CBS.
Εκεί συνεργάστηκε με τον Ορσον Γουέλς, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του για το σάουντρακ της ραδιοφωνικής μεταφοράς, το 1938, του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας «Ο Πόλεμος των Κόσμων» – η οποία ήταν τόσο ρεαλιστική ώστε πολλοί ακροατές που δεν την άκουγαν από την αρχή να πιστέψουν ότι όντως η Γη δεχόταν επίθεση εξωγήινων. Ακολούθως, εντελώς φυσιολογικά, ανέλαβε τη μουσική επένδυση του αριστουργήματος του Γουέλς «Πολίτης Κέιν», του 1941.
Εργαζόμενος σε εκατοντάδες ραδιοφωνικά θεατρικά έργα, ο Χέρμαν διδάχθηκε πώς να δημιουργεί συνθέσεις που γεννούν εικόνες, καθώς και τη δύναμη των μεγάλων μουσικών παύσεων. Ο συνθέτης χρησιμοποιούσε τη σιωπή ως ένα ακόμη όργανο που ενέτεινε την αγωνία.
Ως επαγγελματίας ο Χέρμαν ήταν γνωστός για την έντονη ιδιοσυγκρασία του και, όπως δήλωσε η κόρη του, Ντόροθι, στους New York Times, ήταν καχύποπτος με τους ανθρώπους και «δεν ανεχόταν τους ηλίθιους». Παρ’ όλα αυτά, συχνά βοηθούσε νεαρότερους συναδέλφους του να βρουν δουλειά στον κινηματογράφο.
Η προσωπικότητά του διαμορφώθηκε από τις γεωπολιτικές εξελίξεις της ενηλικίωσής του. Γεννήθηκε το 1911 στη Νέα Υόρκη, σε οικογένεια Ρωσοεβραίων που είχαν εγκαταλείψει την Ανατολική Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή. Θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι κάποιοι από τους συγγενείς του που δεν έφυγαν προπολεμικώς από την Ουκρανία, υπέστησαν τις θανατηφόρες φρικαλεότητες του ναζισμού.
Η κινηματογραφική μουσική του ενείχε πάντα στοιχεία έντασης – κάτι που είναι εμφανές σε όλες τις μουσικές επενδύσεις του, τόσο για τον Χίτσκοκ όσο και για άλλες ταινίες δράσης και αγωνίας, όπως το κλασικό «Ακρωτήρι του Φόβου» του 1962. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι για τις ανάγκες του ριμέικ της ταινίας, το 1991, ο Μάρτιν Σκορσέζε χρησιμοποίησε το σάουντρακ της αυθεντικής ταινίας του Χέρμαν, διασκευασμένο από τον Ελμερ Μπέρνστιν.
Μέχρι το 1960 ο συνθέτης είχε εξελιχθεί σε έναν από τους μουσικούς γίγαντες της μεγάλης οθόνης και, έχοντας γυρίσει πέντε ταινίες με τον Χίτσκοκ –μεταξύ των οποίων τα αριστουργηματικά «Δεσμώτης του Ιλίγγου» και «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων»–, οι δυο τους είχαν αποκτήσει καταπληκτική χημεία. Οσον αφορά το «Ψυχώ», η μουσική του Χέρμαν προσέφερε στον σκηνοθέτη μια αίσθηση ασφάλειας, καθώς αρχικά φοβόταν να καταπιαστεί με ένα τόσο σκοτεινό σενάριο.
Πέρα από τη συμβολή του στην τεράστια επιτυχία της ταινίας (έσοδα 32 εκατ. δολάρια έναντι προϋπολογισμού 800.000), ο Χέρμαν είδε τη μουσική του να επηρεάζει και την ποπ κουλτούρα με τρόπους που δεν φανταζόταν. Ο παραγωγός Τζορτζ Μάρτιν βάσισε τη μινιμαλιστική ενορχήστρωση εγχόρδων του τραγουδιού των Beatles «Eleanor Rigby» στη μουσική του «Ψυχώ», μετά από παρέμβαση του Τζορτζ Χάρισον, που ήταν τεράστιος φαν του Χέρμαν.
Η δημιουργική σχέση ανάμεσα σε Χίτσκοκ και Χέρμαν έληξε με το «Σχισμένο Παραπέτασμα» του 1966, όταν ο «Χιτς» εκνευρίστηκε που ο συνθέτης αγνόησε την εντολή του να δημιουργήσει ένα αφαιρετικό σάουντρακ, επιμένοντας να χρησιμοποιήσει 12 φλάουτα, 16 κόρνα, εννέα τρομπόνια, δύο τούμπες, οκτώ τσέλο, οκτώ κοντραμπάσο και δύο σετ κρουστών. Τον απέλυσε αλλά η καριέρα του Χέρμαν δεν εκτροχιάστηκε μέχρι το 1975, οπότε και πέθανε από ανακοπή.
Μάλιστα, η τελευταία του συνεργασία, στον «Ταξιτζή» (1976) του Μάρτιν Σκορσέζε, σφράγισε τη μουσική παρακαταθήκη του μεγάλου συνθέτη. Συνεργαζόμενος με τον σαξοφωνίστα Ρόνι Λανγκ, ο Χέρμαν συνέθεσε ατμοσφαιρικές νότες τζαζ, που απογείωσαν και ηχητικά το αριστουργηματικό φιλμ.
Ο Χέρμαν ήταν τόσο υπερήφανος για τις συνθέσεις του στο «Ψυχώ» ώστε το ξαναηχογράφησε – κάτι που συνέβη με ελάχιστα από τα έργα του. Οπως ανέφερε ο ίδιος ο μουσικός σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, «ο συνθέτης γράφει τη μουσική επένδυση μιας ταινίας και της δίνει ζωή, όπως ένας ασθενής που θεωρεί ότι πεθαίνει πηγαίνει στον γιατρό και εκείνος τον θεραπεύει».
