Αν κανείς βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, τότε μπορεί να πει ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος βρίσκεται απλώς σε φάση ύφεσης, κυρίως διότι οι δύο πλευρές έχουν άλλες προτεραιότητες. Αν, αντιθέτως, το βλέπει μισοάδειο, τότε θα συμπεράνει ότι η προσπάθεια σύγκλισης που βρίσκεται σε εξέλιξη τους τελευταίους 20 μήνες φθίνει, διότι Αθήνα και Αγκυρα αδυνατούν να υπερβούν τις δομικές διαφορές τους, τις οποίες η Τουρκία όχι απλώς συντηρεί, αλλά αναβαθμίζει με κάθε ευκαιρία.
Ανεξαρτήτως οπτικής γωνίας, η αντικειμενική συνθήκη, άρα και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κρίνεται από τέσσερα ερωτήματα που σχετίζονται με τις εξελίξεις στο Αιγαίο, στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Θα προχωρήσει το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ;
Τόσο το περιστατικό της Κάσου, όταν τον Ιούλιο του 2024 ελληνικά και τουρκικά πλοία αντιπαρατάχθηκαν με διακύβευμα τη συνέχιση ή μη των εργασιών του ερευνητικού Ievoli Relume, όσο και η εν εξελίξει «επιτήρηση» των ερευνών που διεξάγονται στα ανοιχτά της Κρήτης από το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό, φέρνουν στην επιφάνεια την πειρατική λογική με την οποία κινείται η Αγκυρα στην ευρύτερη περιοχή.
Σύμφωνα με αυτήν, τα ελληνικά νησιά ανεξαρτήτως μεγέθους δεν έχουν κυριαρχικά δικαιώματα πέραν των χωρικών υδάτων στα 6 ναυτικά μίλια, άρα οποιαδήποτε ενέργεια πραγματοποιείται σε διεθνή ύδατα ή/και σε δυνητική ελληνική υφαλοκρηπίδα θα αντιμετωπίζεται από την Τουρκία ως εχθρική. Περαιτέρω, και όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές από τον Ταγίπ Ερντογάν, κανένα ενεργειακό έργο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο δεν πρόκειται να προχωρήσει χωρίς την έγκριση του ίδιου.
Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης αναδεικνύει τις εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις Αθήνας και Αγκυρας όσον αφορά μια πιθανή διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Διπλωματικές πηγές που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών επαναλαμβάνουν τακτικά ότι όσο οι δύο πλευρές δεν προχωρούν σε επί της ουσίας συζήτηση για την επίλυση της οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, τότε «τέτοια περιστατικά (σ.σ.: όπως αυτά της Κάσου και της Κρήτης) θα συμβαίνουν συνεχώς».
Καθώς όμως προοπτική λύσης δεν φαίνεται στον ορίζοντα, η Αθήνα καλείται να πάρει αποφάσεις, και μάλιστα σύντομα. Το έργο πρέπει να προχωρήσει και οι έρευνες να μεταφερθούν, όπως προβλέπεται στα σχέδια της εταιρείας, ανατολικότερα. Αν, όμως, η Τουρκία εγείρει θέμα στα βόρεια της Κρήτης, τι θα κάνει ανατολικά του 25ου μεσημβρινού; Και πώς θα ολοκληρωθεί η ηλεκτρική διασύνδεση όταν τα ερευνητικά πλοία παραμένουν επί της ουσίας καθηλωμένα επί εβδομάδες στο ίδιο σημείο;
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης έχει διαβεβαιώσει επανειλημμένως ότι το έργο θα ολοκληρωθεί κανονικά, και αυτό παρά το γεγονός ότι, εκτός από το γεωπολιτικό ρίσκο που επιβάλλει η Τουρκία, υπάρχει επιπλέον η διάσταση μεταξύ του ΑΔΜΗΕ και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας της Κύπρου όσον αφορά το ποσοστό της οικονομικής συμμετοχής της Κύπρου στη διασύνδεση.
Σε αυτά τα δεδομένα πρέπει να προστεθεί η εύλογη ένταση που προκαλείται στην ελληνική δημόσια σφαίρα κάθε φορά που οι αρνητικές εξελίξεις πέριξ του έργου έρχονται στη δημοσιότητα, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Οσο, λοιπόν, η Αθήνα καθυστερεί, τόσο θα ανακυκλώνεται περισσότερος εκνευρισμός, καθιστώντας το δίλημμα ακόμα πιο δύσκολο στη διαχείριση: Θα συνεχιστούν οι έρευνες στα σημεία που πρέπει, γεγονός που θα οδηγήσει σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, ή η κυβέρνηση θα κάνει πίσω και θα επιβαρυνθεί το σοβαρό πολιτικό κόστος, σε μια περίοδο, μάλιστα, έντονης εσωστρέφειας εξαιτίας της υπόθεσης των Τεμπών; Οποιαδήποτε επιλογή θα επιφέρει επιπτώσεις στον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Πότε θα γίνει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας;
Σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση από την Αθήνα, Ελλάδα και Τουρκία αναζητούν κοινή ημερομηνία για τη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), με τον Χακάν Φιντάν πάντως να προτρέχει προ ημερών, ανακοινώνοντας ότι η κοινή συνεδρίαση των Υπουργικών Συμβουλίων, αλλά και η συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη-Ερντογάν, θα διεξαχθούν τον Απρίλιο στην Αγκυρα.
Υπενθυμίζεται ότι αρχικά η διεξαγωγή του ΑΣΣ ήταν προγραμματισμένη για τον Ιανουάριο, έκτοτε όμως μετατίθεται όλο και παρακάτω, με πολλούς να συνδέουν τη δυστοκία, τόσο με τις ραγδαίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την εντατική ενασχόληση της Αγκυρας με τα τεκταινόμενα στη Συρία, όσο κυρίως με τη σχετικά αυξανόμενη ένταση στη ρητορική αλλά και στο πεδίο.
Ανώτερη διπλωματική πηγή, πάντως, ξεκαθαρίζει ότι το ΑΣΣ θα πραγματοποιηθεί κανονικά, με καθορισμένη ατζέντα. «Η ατμόσφαιρα δεν έχει επιβαρυνθεί σε βαθμό που δεν πρέπει να μιλάμε» προσθέτει η ίδια πηγή. Είναι όμως αδύνατο να παραβλεφθεί το γεγονός ότι, πέρα από τα ζητήματα που έχουν προκύψει τις τελευταίες εβδομάδες, η συνεδρίαση του ΑΣΣ και κυρίως το τετ-α-τετ των δύο ηγετών θα πρέπει να παράξει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Να παρουσιαστούν, δηλαδή, τα αποτελέσματα του διαλόγου, αλλά και να δοθεί το στίγμα για τη συνέχεια. Στο εγγύς μέλλον, όμως, δεν προβλέπονται συναντήσεις στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου, της θετικής ατζέντας και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, άρα δεν θα υπάρχει και παραγόμενο αντικείμενο προς έγκριση και προώθηση από το ΑΣΣ.
Οσον αφορά το μείζον, δηλαδή τη διευθέτηση της διαφοράς που αναγνωρίζει η Αθήνα, δεν έχει υπάρξει η παραμικρή πρόοδος, με τους δύο υπουργούς Εξωτερικών να παραδέχονται δημοσίως στις 8 Νοεμβρίου του περασμένου έτους ότι η εντολή που πήραν από τους κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν προκειμένου να αναζητηθεί το πλαίσιο της συζήτησης απέβη άκαρπη.
«Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στο τι θα συζητήσουμε» επαναλαμβάνουν κύκλοι κοντά στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, αποτυπώνοντας τη διάσταση των δύο πλευρών. Επιμένουν όμως ότι η αναβάθμιση της διαδικασίας των διαβουλεύσεων μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική, σε αντίθεση με τις διερευνητικές εντολές, τις οποίες χαρακτηρίζουν «ατελέσφορες».
Οσο δε για τον αν καλλιεργήθηκε στον δημόσιο διάλογο υπεραισιοδοξία για μια πιθανή θετική κατάληξη του ζητήματος οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, οι ίδιο κύκλοι διαφωνούν καθέτως. «Δεν θα ήταν δυνατόν μέσα σε 18 μήνες να φτάσουμε σε ένα συνυποσχετικό» λένε. Αν, όμως, δεν υπάρχει προοπτική περαιτέρω προόδου σε κανένα από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στη σκέπη του, τότε για ποιο λόγο να συγκληθεί το ΑΣΣ; «Είναι χρήσιμο να βλέπουμε τα πράγματα σε βάθος χρόνου και με τα δεδομένα που δημιουργεί η γεωγραφία. Πηγαίνουμε βήμα-βήμα. Για να φτάσουμε στην οριοθέτηση θα έπρεπε να υπάρξει εμπιστοσύνη» είναι η απάντηση που δίνουν από το περιβάλλον του κ. Γεραπετρίτη.
Μπορεί το Κυπριακό να λειτουργήσει ως τροχοπέδη;
Κατόπιν των εντατικών πιέσεων Αθήνας και Λευκωσίας, στις 17-18 Μαρτίου προγραμματίζεται να συνεδριάσει στη Γενεύη η άτυπη πενταμερής για το Κυπριακό, με τη συμμετοχή του προέδρου Χριστοδουλίδη, του τουρκοκύπριου ηγέτη Ερσίν Τατάρ και των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Τουρκίας, Βρετανίας.
Είναι φανερό ότι εν μέσω των ραγδαίων εξελίξεων που καταγράφονται στην ευρύτερη περιοχή, Ελλάδα και Κύπρος περισσότερο επιθυμούν να υπάρχει ανοικτή διαδικασία διαλόγου με τους εμπλεκόμενους, παρά ποντάρουν ότι θα υπάρξει εποικοδομητική συζήτηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναρξη των διαπραγματεύσεων. Και αυτό διότι δεν θέλουν να βρεθούν προ απρόσμενων τετελεσμένων, όπως για παράδειγμα αυτό της Πύλας τον Αύγουστο του 2023, ενώ την ίδια ώρα επεκτείνεται η τουρκική αναθεωρητική διάθεση στη Μέση Ανατολή, καθιστώντας τα Κατεχόμενα ακόμα πιο σημαντική στρατιωτική βάση για την Αγκυρα.
Τι έχει αλλάξει, όμως, στις θέσεις της Τουρκίας για την Κύπρο και τι ακριβώς θα μπορούσε να αποτυπωθεί στην πενταμερή εκτός από μια πιο επίσημη καταγραφή του αδιεξόδου; Θα ήταν μεγάλη έκπληξη η Αγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι να προσέλθουν στη Γενεύη με διαφορετική πρόταση πέραν της διχοτομικής λογικής των δύο κρατών. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτή τη στιγμή το Κυπριακό παραμένει βυθισμένο στη λήθη των τετελεσμένων του 1974 και φαντάζει σχεδόν αδύνατο να βγει από το τέλμα, εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας.
Ειδικότερα σήμερα, που η Κυπριακή Δημοκρατία αναβαθμίζει τη διεθνή θέση της, αλλά και τις διμερείς σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ισορροπίες στο τρίγωνο Αθήνα-Λευκωσία-Αγκυρα καθίστανται εξαιρετικά λεπτές, με το ερώτημα που πλανάται πάνω από Ελλάδα και Κύπρο είναι «αν οι πιθανές δυσμενείς εξελίξεις στο Κυπριακό μπορούν να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην προσπάθεια ελληνοτουρκικής σύγκλισης».
Πώς θα αντιμετωπιστεί η τουρκική επιρροή στη Συρία;
Τη δεδομένη χρονική στιγμή οι εξελίξεις στη Συρία και ειδικότερα ο βαθμός της τουρκικής εμπλοκής στα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα επί του καθεστώτος Αλ Σάρα απασχολούν ιδιαιτέρως την ελληνική διπλωματία. Το τελευταίο που θα ήθελαν στην Αθήνα είναι να βρεθούν προ αντίστοιχου απροόπτου, όπως συνέβη με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, εξ ου και τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο Γιώργος Γεραπετρίτης επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία ότι η νέα κυβέρνηση της Δαμασκού θα πρέπει να προχωρήσει με προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο και δη στο Δίκαιο της Θάλασσας.
Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, μάλιστα, έθεσε το ζήτημα στον Αλ Σάρα, ενώ Αθήνα και Λευκωσία επιφυλάσσονται ως προς τη στάση που θα κρατήσουν στο θέμα της άρσης των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Συρίας, απαιτώντας συμπεριληπτική διακυβέρνηση, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, και αποκλείοντας το ενδεχόμενο οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Αγκυρας και Δαμασκού, εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Χωρίς κανείς να μπορεί να είναι βέβαιος για τις ακριβείς κινήσεις της Αγκυρας στη Συρία, ειδικά σε βάθος χρόνου, στην Αθήνα οφείλουν να γνωρίζουν ότι η στρατηγική της Τουρκίας είναι να ηγεμονεύσει στην ευρύτερη περιοχή, με βλέψεις έως και τη Μέση Ανατολή. Και αυτό περνάει μέσα από την κυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο, τη διεύρυνση της επιρροής της στο Αιγαίο, τη διατήρηση των Κατεχόμενων και τον έλεγχο του νέου συριακού καθεστώτος. Ολα είναι αλληλοσυνδεόμενα, άρα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από κοινού. Εγχείρημα δύσκολο – όσο δύσκολη είναι και η συνολικότερη σύγχρονη συγκυρία.
