Μήπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν, υπερεκτιμώντας τα προσόντα του, ειδικά την ιδιότυπη γοητεία που ασκεί (ή ασκούσε) πάνω στον αμερικανό ομόλογό του, μόλις διέπραξε ένα τρομερό λάθος;
Το ερώτημα θέτει σε ανάλυσή του στην Telegraph ο Σάμιουελ Ραμάνι, ερευνητής στη λονδρέζικη δεξαμενή σκέψης Royal United Services Institute (RUSI) και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ανάλυσης γεωπολιτικών κινδύνων Pangea Geopolitical Risk.
Το πρώτο που σημειώνει ο βρετανός ειδικός είναι πως η αναβολή της πολυαναμενόμενης συνόδου κορυφής του Ντόναλντ Τραμπ με τον πρόεδρο της Ρωσίας στη Βουδαπέστη φάνηκε να επιβεβαιώνει όλους τους φόβους των επικριτών του αμερικανού προέδρου. Στον Λευκό Οίκο, την περασμένη Τρίτη, ο Τραμπ εξήγησε ότι δεν ήθελε μια «χαμένη συνάντηση». Επίσης σημείωσε ότι η Ρωσία εξακολουθούσε να είναι απρόθυμη να παγώσει τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία κατά μήκος των σημερινών γραμμών του μετώπου.
Στόχος του Πούτιν ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, να παρασύρει εκ νέου τον Τραμπ σε μια άσκοπη συνάντηση, μετά από εκείνη στην Αλάσκα, ώστε να κερδίσει χρόνο. Γι’ αυτό και επικρίθηκε έντονα ο Λευκός Οίκος, καθώς φαινόταν να πιστεύει ακόμα ότι ήταν δυνατή μια κάποια σημαντική πρόοδος και το Κρεμλίνο θα συμφωνούσε, με κάποιον τρόπο, σε έναν συμβιβασμό.
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία η αμήχανη αναβολή της συνόδου κορυφής της Βουδαπέστης θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί από έναν πιο οξυδερκή ηγέτη, με ορισμένους να κατηγορούν τον αμερικανό πρόεδρο ότι «εξαπατήθηκε».
Σήμερα, όμως, αυτή η ερμηνεία φαίνεται αβάσιμη, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Σάμιουελ Ραμάνι. Ο βρετανός αναλυτής αναγνωρίζει πως ο Τραμπ ήταν για ακόμα μία φορά πολύ πρόθυμος να πιστέψει τον Πούτιν και πολύ επικριτικός απέναντι στον Ζελένσκι και τους Ουκρανούς.
Στην πράξη, όμως, οι ΗΠΑ όχι μόνο επέβαλαν σημαντικές νέες κυρώσεις στη Ρωσία, αλλά υπάρχουν αναφορές ότι πιθανώς να άρουν και τους περιορισμούς στη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από την Ουκρανία.
Κάνοντας λόγο για μια «μακρόπνοη και διακριτική» τάση –παρά τακτική– ο Σάμιουελ Ραμάνι σημειώνει ότι «χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες, οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει να προκαλούν πραγματική ζημιά στη ρωσική πολεμική μηχανή. Ο Τραμπ αυξάνει σταδιακά την πίεση στο Κρεμλίνο».
Ενα από τα πιο ξεκάθαρα πρόσφατα σημάδια ήταν η συζήτηση για την αποστολή πυραύλων Tόμαχοκ στην Ουκρανία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν αμφιταλαντευόταν μέχρι το τέλος της θητείας της αν έπρεπε να επιτρέψει ή όχι στην Ουκρανία να βάλλει κατά της Ρωσίας με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, φοβούμενη, προφανώς, ότι η Μόσχα θα προέβαινε σε κλιμακωτά αντίποινα.
Τότε «η Ουάσιγκτον έμοιαζε να χορεύει στον ρυθμό του Κρεμλίνου», σχολιάζει ο Ραμάνι. Σήμερα, όμως, ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ έχει δηλώσει δημοσίως ότι πιθανή ενίσχυση της Ουκρανίας με πυραύλους Tόμαχοκ (οι οποίοι έχουν βεληνεκές 2.500 χιλ. και θεωρητικά θα μπορούσαν να πλήξουν ακόμα και τη Μόσχα) βρίσκεται πάνω στο τραπέζι.
Στη συνάντησή του με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι την προηγούμενη εβδομάδα, ο Τραμπ «πάγωσε» τις προσδοκίες του Κιέβου, αλλά και μόνο το γεγονός ότι αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των δύο προέδρων, άλλαξε τα δεδομένα για τον Πούτιν. «Η Ουάσινγκτον κατέδειξε ότι δεν φοβάται πλέον τις απειλές του Κρεμλίνου, αφήνοντας τον Πούτιν στην αμφιβολία. Ο ρώσος πρόεδρος μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει να σπαταλά τον χρόνο της Ουάσινγκτον, όπως κάνει στην παρούσα φάση, αλλά δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα οδηγήσει στην παράδοση στην Ουκρανία πυραύλων που θα είχαν τη δυνατότητα να πλήξουν ακόμη και το Κρεμλίνο. Ενδεχομένως, η απόφαση για τη χρήση άλλων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς [πέρα από τους Tόμαχοκ] να αποδειχτεί μια πρώιμη προειδοποίηση προς τον Πούτιν για το τι μπορεί να ακολουθήσει», γράφει ο βρετανός ειδικός στην ανάλυση γεωπολιτικών κινδύνων.
Επιπλέον, ο Τραμπ περιπλέκει τα πράγματα για τη Μόσχα και με άλλους τρόπους: ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν ιδιωτικώς επέπληττε την Ουκρανία για επιθέσεις της σε ενεργειακές υποδομές της Ρωσίας, ο Λευκός Οίκος του Τραμπ δεν έχει ασκήσει την παραμικρή πίεση στο Κίεβο για αυτό το θέμα.
Αυτή η σιωπηρή ευελιξία της Ουάσινγκτον επέτρεψε στους Ουκρανούς να αντιδράσουν ασύμμετρα στις σχεδόν καθημερινές και ολοένα εντεινόμενες επιθέσεις εναντίον βασικών αστικών υποδομών. Και από τα μέσα του καλοκαιριού, πιθανώς και πριν από τη σύνοδο στην Αλάσκα, την περασμένη 15η Αυγούστου, οι ΗΠΑ συνδράμουν τους Ουκρανούς με κρίσιμες πληροφορίες τις οποίες χρησιμοποιούν για να πλήττουν ενεργειακές υποδομές της Ρωσίας, καταφέρνοντας ορισμένα εντυπωσιακά όσο και καταστροφικά χτυπήματα εντός της ρωσικής επικράτειας.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, για παράδειγμα, η Ουκρανία εξαπέλυσε δύο επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε ενεργειακές υποδομές στο Ορενμπουργκ, στη ρωσική περιφέρεια της Σαμάρα. Εκτός από χάος σε ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια επεξεργασίας φυσικού αερίου παγκοσμίως, η πρώτη επίθεση προκάλεσε επίσης σοβαρά προβλήματα στην εισαγωγή φυσικού αερίου από το Καζακστάν. Στη δεύτερη επίθεση επλήγησαν οι κύριες μονάδες διύλισης (οι οποίες επεξεργάζονται εκατομμύρια τόνους πετρελαίου ετησίως) σε εγκαταστάσεις της Rosneft στο Νοβοκουίμπισεφσκ.
Εάν συνεχιστούν αυτές οι ασύμμετρες επιθέσεις, κάποια στιγμή η Ρωσία δεν θα είναι σε θέση να απορροφά τον σωρευτικό αντίκτυπο. Εως πρόσφατα η δυναμικότητα διύλισης της Μόσχας ήταν μειωμένη κατά 22% λόγω του απαρχαιωμένου εξοπλισμού. Σήμερα, όμως, το ποσοστό αυτό εκτιμάται πως έχει φτάσει στο 38%, το οποίο συνεπάγεται απώλειες δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε καθημερινή βάση. Η αύξηση της τιμής των καυσίμων στη Ρωσία ανάγκασε επίσης το Κρεμλίνο να περιορίσει τις εξαγωγές ντίζελ.
Προς το παρόν η Μόσχα εξακολουθεί να υποβιβάζει τις τακτικές πίεσης του Τραμπ με τη συνήθη αλαζονεία. Ο επικεφαλής της επιτροπής άμυνας της ρωσικής δούμας, Αντρέι Καρταπόλοφ, προειδοποίησε ότι αν ο Τραμπ δώσει το πράσινο φως για αποστολή Tόμαχοκ στην Ουκρανία, η Ρωσία θα πλήξει τους εκτοξευτές, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, αμερικανών στρατιωτικών ειδικών που θα συνδράμουν τους Ουκρανούς στον χειρισμό των προηγμένων πυραυλικών συστημάτων.
Ο δε αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ παρουσιάστηκε πολύ πιο απειλητικός – ως συνήθως. «Η αποστολή αυτών των πυραύλων θα μπορούσε να έχει άσχημη κατάληξη για όλους και κυρίως για τον ίδιο τον Τραμπ», δήλωσε. Μετά από το ναυάγιο της συνόδου κορυφής της Βουδαπέστης ο Βλαντίμιρ Πούτιν επέβλεψε μια άσκηση ετοιμότητας των στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων της Ρωσίας.
«Μπορεί το Κρεμλίνο να δείχνει ατάραχο, όμως η κατάσταση έχει σαφώς αλλάξει. Πίσω από τους τίτλους των διαφόρων προσπαθειών για επίτευξη συμφωνίας, η Ρωσία βρίσκεται πλέον υπό πραγματική πίεση. Ο Πούτιν ίσως να μη βλέπει προς το παρόν την πρόταση κατάπαυσης πυρός του Τραμπ ως πλεονεκτική, αλλά ενδέχεται σύντομα να μετανιώσει για την αδιαλλαξία του», σχολιάζει ο Σάμιουελ Ραμάνι.
