«Βλέπεις το MasterChef;» με ρώτησε η Εύη. «Να σου πω την αλήθεια, το έχω πια βαρεθεί. Εγκωσα από τατουάζ και σεβίτσε και τσιπούρα φρικασέ». «Εγώ το βλέπω γιατί έχω κολλήσει με αυτό το παλικάρι. Τι ανατροφή! Ευγένεια, ήθος, τρόποι, ακέραιος χαρακτήρας… Σαν άλλης εποχής. Και θέλω να πάμε οπωσδήποτε στην ταβέρνα των γονιών του. Διάβασα ότι έχει εξαιρετικό σπιτίσιο φαγητό. Είμαι περίεργη να γνωρίσω τη μαμά του. Η ίδια μαγειρεύει. Δέκα τραπέζια όλα κι όλα, από αυτά τα ταβερνάκια, δηλαδή, που σου αρέσουν. Θα μου κάνεις τη χάρη;». Αλλο που δεν ήθελα! Και βρεθήκαμε στην Καστέλα, σε ανηφόρες που σου έκοβαν την ανάσα και σε μπέρδευαν, άμαθοι γαρ στην περιοχή, τόσο που το λογαριάζαμε ότι φτάσαμε «τέρμα Θεού».
Οντως! Μια σειρά τραπέζια έξω, σύρριζα στο δρομάκι, να ήταν πέντε, να ήταν έξι. Μέσα στη μια σταλιά αίθουσα άλλα τόσα. Και μια κουζίνα-κουζινίτσα κατάφατσα. Που σε διακτίνιζε… Πού; Πώς να σας το περιγράψω; Μια κουζίνα μόνο συναισθήματα! Υπάρχει αυτό; Υπάρχει. Συναίσθημα: σπίτι σπιτίσιο, τρυφεράδα, θαλπωρή, αγάπη, σύμπνοια. Ναι, μωρέ! Ολα αυτά από μια εικόνα κουζίνας αστραφτερής καθαριότητας.
Καθίσαμε. Η γυναίκα ήρθε. Μα πόσο όμορφη! Μια ομορφιά γλύκα, μέλι. Μια περιποιημένη νοικοκυρά κυρά! «Πριν σας δώσουμε την παραγγελία, θέλω να σας συγχαρώ για τον γιό σας. Για την ανατροφή που του δώσατε. Μακάρι να κερδίσει. Του αξίζει!» είπε μονοκοπανιά η Εύη, πλήρης ενθουσιασμού και αυθορμητισμού. «Σας ευχαριστώ. Οντως μακάρι. Οχι για μένα. Αλλά για να χαρώ τη χαρά του». Ακου πώς το έθεσε! «Να χαρώ τη χαρά του». Η «χαρά» ως το μεγάλο ταμπού των ανθρώπων. Αγώνες έχουν δοθεί στην ανθρωπότητα για διεκδίκηση Δικαιοσύνης, Ελευθερίας, Παιδείας… Για τη χαρά;
Η γυναίκα, ευγενική και προσηλωμένη, έτρεχε, μελισσούλα κανονική, πότε να μαγειρέψει και πότε να πάρει παραγγελίες, με μια στωική τρυφεράδα. Μια γυναίκα σε χίλιους ρόλους, που τους εξασκούσε με αξιοζήλευτο τρόπο. Με χαμόγελο διαρκείας. Πηγαίο. Κάποια στιγμή, αφού είχαμε ήδη σερβιριστεί και δεν χορταίναμε καλά λόγια για τα φαγητά… Τι σάλτσα από τις γαρίδες! Τι παπάρες στη σαλτσούλα! Τι μέλωμα το χταπόδι! Τι τηγανητή πατατούλα βουνό! «Τρέμω την ώρα που θα έρθει ο γιός της και θα αλλάξει το σύμπαν! Θα πάει το σεβίτσε σύννεφο» μονολόγησα ειρωνικά. «Αποκλείεται. Αποκλείεται!» είπε η Εύη.
Να μη σας τα πολυλογώ, αναγνώστες μου, τρώγαμε τον άμπακο όταν η γυναίκα πέρασε από μπροστά μας σίφουνας, τροχάδην, κάπου σαν για να πάει. Και χάθηκε. Πέρασαν 5-6, μπορεί και 7 λεπτά. Η γυναίκα εμφανίστηκε ολόλαμπρη. Κρατούσε από το χέρι της τον άλλο της γιό. Ενα παιδάκι με εμφανή τα σημάδια συνδρόμου down. Εκείνος φορούσε ένα καπελάκι και είχε μια τσάντα στους ώμους. Μας τον πλησίασε στο τραπέζι μας. Μας τον σύστησε με καμάρι, περηφάνεια! Ελαμπε, σας λέω! «Από εδώ ο άλλος μου γιός. Πάει εκδρομή!» Γέμισε η ψυχή μας Μάνα!
Πόσα και πόσα παιδιά θα πουλούσαν την ψυχή του στον διάβολο για να αξιωθούν μια μάνα που θα τους κοιτάξει με τέτοια περηφάνια για ό,τι δικό τους συμβαδίζει με τις δικές τους δυνατότητες-ικανότητες, και όχι με τα γονεϊκά σκαλοπάτια «ψευδοπερηφάνειας». Γέφυρα κάνει το μυαλό μου, με μια φράση-τίτλο βιβλίου ενός Σαμ, που παρουσίασα στην ΚΕΡΑΙΑ πριν καιρό: «Μπαμπά, θέλω να ντρέπεσαι για μένα». «Μα γιατί αυτός ο τίτλος;», τον είχα ρωτήσει ιντριγκαδόρικα, καθώς βεβαίως και είχα καταλάβει τον σκοπό του. «Γιατί όσο δήλωνε περήφανος, δεν με γνώριζε αληθινά ποιος είμαι. Δεν μου αναγνώριζε την αλήθεια μου, ούτε εγώ ελευθερωνόμουν να του τη δείξω».
Χαζεύω την όμορφη γυναίκα τον χίλιων ρόλων να απομακρύνεται με τον γιό της για να τον παραδώσει για την εκδρομή του. Βουρκώνω, βουρκώνω ενώ την καμαρώνω. Ενώ τους καμαρώνω. Πώς να μην έχει καλή ανατροφή ο γιος που συμμετέχει στον διαγωνισμό; Ωραίοι άνθρωποι. Φέροντες σταυρούς με χαμόγελο. Μαχητές! Ωραίοι μαχητές! Αξιοι να φέρουν τον τίτλο γονιός!
ΥΓ: Νέστορα, μακάρι να κερδίσεις. Για να χαρούμε με τη χαρά σου! Μας το μετέδωσε η μαμά σου αυτό το συναίσθημα. Η χαρά είναι μεταδοτική. Οπως και η αληθινή αγάπη. Να χαίρεστε τη μαμά σας! Να χαίρεστε τις ενώσεις σας. Αυτό είναι οικογένεια.
