Σε ποιον θα άφηνες τα κλειδιά του σπιτιού σου;
Σε ποιον θα άφηνες τα κλειδιά του σπιτιού σου;
Αυτό το καλοκαίρι έδωσα τα κλειδιά του σπιτιού σε μια άγνωστη γυναίκα και πήγα διακοπές.
«Ξέρεις, και για μένα δεν είναι εύκολο να αφήσω το σπίτι μου σε έναν ξένο άνθρωπο», της είπα μαγκωμένη στην πρώτη από τις δύο (συνολικά) συναντήσεις μας στον καναπέ του σαλονιού μου, και ενώ μου είχε δώσει ήδη (από μόνη της) την ταυτότητά της για να σημειώσω τα στοιχεία της. «Το καταλαβαίνω» συγκατένευσε. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο για να σε βοηθήσω. Αυτό που μπορείς να σκεφτείς είναι ότι εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο που με σύστησε».
Την υποψήφια pet-sitter (που θα πρόσεχε τα δύο γατιά για δέκα ημέρες μέσα στο σπίτι) μού είχε συστήσει μια αγαπητή συνάδελφος που μου τόνισε ότι τα συγκεκριμένα ζώα («χωροκτητικά» μέχρι το κόκαλο) προτιμούν να αλλάξουν ιδιοκτήτη παρά περιβάλλον. Ετσι, έκανα την καρδιά μου πέτρα.
Τα διαπιστευτήριά της ήταν, είπαμε, άψογα, η συμπεριφορά και η όψη της «καλοβαλμένη» και ευγενική. Ομως τρομολαγνικά κηρύγματα γονέων (των δικών μου, αλλά και ημέτερα, προς τα δικά μου τέκνα), εμπειρίες και νουθεσίες δεκαετιών εφόρμησαν πάνω μου σαν μάγισσες της ελληνικής υπαίθρου.
Ποιος μου λέει ότι την ώρα που εγώ που θα παραθερίζω μακαρίως, αυτή η γυναίκα δεν θα έρθει να μου «σηκώσει» ό,τι έχω και δεν έχω; Και γιατί δηλαδή, ντε και καλά, εγώ να ανήκω στο μόλις 14,2% των Ελλήνων που είναι σύμφωνοι με την άποψη ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης; (από τα πρόσφατα προσωρινά αποτελέσματα του όγδοου κύματος της World Value Survey).
Η εμπιστοσύνη του Κορλεόνε
Ναι, κάθε μέρα γίνεται και πιο ορατό. Σε εποχές αβεβαιότητας, η εμπιστοσύνη στους άλλους είναι από τα πρώτα πράγματα που κλονίζονται. Αντί να ανοίγεσαι, προτιμάς και εσύ να σιγοντάρεις αυτή τη βαθιά κουλτούρα καχυποψίας όπου όλοι και όλα προσπαθούν να σου «τη φέρουν» /να σου τα αρπάξουν/να σε κάνουν να μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που ξεμύτισες λίγο από το καβούκι σου.
«Mπορεί ο Ζελένσκι να εμπιστευθεί τον Τραμπ; Η τύχη της Ουκρανίας μπορεί να εξαρτάται από την απάντηση» χαζεύω στο κινητό μου έναν τίτλο στους Νew Υοrk Times. Kάθε καινούργια γενιά είναι πιο καχύποπτη από την προηγούμενη, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Pew Research Center (Αmericans’ Trust in One Another, Mάιος 2025). Πόσα, πλέον, στον πλανήτη εξαρτώνται από την ικανότητά μας να εμπιστευθούμε θεσμούς, πρόσωπα, βεβαιότητες, τον Αλλο εν γένει;
Εντάξει, οι Ελληνες δεν σφύζαμε κιόλας ποτέ από κοινωνική εμπιστοσύνη. Οι ειδικοί τα τελευταία χρόνια τονίζουν ότι παραμένουμε καχύποπτοι κοινωνικά (κάτι, μάλιστα, που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στην ανακατανομή του πλούτου, γιατί «η εμπιστοσύνη είναι για τον καπιταλισμό ό,τι το αλκοόλ στις γαμήλιες δεξιώσεις: ένα κοινωνικό λιπαντικό», όπως έγραφε στην πανδημία ο Τζέρι Γιουσίμ στο Atlantic).
Δεν είναι τυχαίο ότι στις σχετικές ερωτήσεις σε έρευνες, ο μόνος θεσμός που χαίρει αληθινής εκτίμησης σθεναρά και χωρίς κανένα ανταγωνισμό παραμένει η οικογένεια. Μάλιστα, οι απανωτές κρίσεις –οικονομική, πανδημία κ.τ.λ.– τον υπέθαλψαν τα μάλα.
Με απλά λόγια, μόνο «οι δικοί μου» είναι άτομα στα οποία μπορώ να βασιστώ (οι άλλοι τσουβαλιάζονται και αποστέλλονται εις το πυρ το εξώτερον). Και όχι μόνο αυτό, αλλά κρίνω και ως αφελή ή ευκολόπιστο αυτόν που τολμά να εμπιστευθεί ανθρώπους έξω από τον στενό οικογενειακό κύκλο του (π.χ. φίλους, γείτονες ή συνεργάτες), στο πλαίσιο μιας «μαφιόζικης» θεώρησης του κόσμου.
Τι συμβαίνει, βέβαια, όταν οι πολύ οικείοι προδίδουν την εμπιστοσύνη σου (κάτι που, διορθώστε με αν κάνω λάθος, συμβαίνει στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής πολύ πιο συχνά από όσο θέλουμε να πιστεύουμε), δεν το πολυαναφέρουμε. Τι γίνεται όταν η σύζυγος ζει μια δεύτερη ζωή πίσω από την πλάτη σου, το εγγόνι σε επισκέπτεται μόνο και μόνο γιατί θέλει να σου «φάει» το διαμέρισμα, ο αδελφός σου είναι πάντα καχύποπτος –γιατί σε φθονεί από τότε που ήσασταν στην κούνια– και το ενήλικο παιδί σου δεν μπορείς να το υπολογίζεις να κρατήσει τον πεντάχρονο αδελφό του ούτε για μία ώρα;
Σε έπιασαν «κότσο»
Εντάξει, η λεγόμενη «ύφεση μπιστοσύνης» («trust recession») ευδοκιμεί εδώ και χρόνια. Η δυσπιστία, άλλωστε, θεριεύει χάρη στην πόλωση, την ανισότητα, τον εκούσιο εγκλεισμό στο σπίτι, τον φόβο. Προ πενταετίας, μάλιστα, υπενθυμίζω, είχε λάβει διαστάσεις ακραίου βιολογικού θρίλερ (όταν δεν μπορούσες να εμπιστευθείς ούτε την ανάσα του άλλου στο πεζοδρόμιο).
Το ζήτημα είναι πού στο καλό έχει πάει όλη αυτή η χαμένη διαπροσωπική εμπιστοσύνη. Αυτό το απλό, δηλαδή, το να μπορείς να πιστέψεις ότι ο άλλος δίπλα σου θα κάνει –τις περισσότερες φορές– αυτό που πρέπει να κάνει.
Σίγουρα δεν έχει διοχετευθεί ούτε στις αισθήσεις ούτε στο ένστικτό μας. Μήπως άραγε πήγε στους πολιτικούς, στα κόμματα, στην επιστήμη, στη Δικαιοσύνη, στους –γκλουπ– δημοσιογράφους, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στον ΟΗΕ, σε κάποιον παγκόσμιο ηγέτη; Οι αριθμοί είναι τόσο αποθαρρυντικοί! «Ι trust almost nobody», που λέει και ο πλανητάρχης. Μήπως έχει μετατεθεί αλλού; Στο ChatGPT, ας πούμε;
Ακούω όλο και περισσότερο κόσμο να βασίζεται π.χ. για την υγεία του (ψυχική και σωματική) στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Μαθαίνω μάλιστα ότι έχει να κάνει με κάτι εγγενές. Υπάρχει, λένε, ο εφησυχασμός που προκαλεί η αυξημένη εξάρτησή μας από την τεχνολογία («automation complacency»). Με απλά λόγια, οι άνθρωποι στηριζόμαστε συχνά περισσότερο σε ένα μηχάνημα, απλούστατα γιατί είμαστε κατασκευασμένοι να ανιχνεύουμε λάθη σε μέλη τους είδους μας και όχι σε άψυχα αντικείμενα που κάνουν «μπλιπ μπλιπ».
Επίσης, το να μας πιάσει «κότσο» ένας άνθρωπος μας πληγώνει πολύ περισσότερο. Χίλιες φορές δηλαδή να σου φάει τα ψιλά ο αυτόματος πωλητής, παρά η ταμίας στο μίνι μάρκετ.
Καθημερινά μαθήματα πίστης
Εκεί, λοιπόν, που έβαζα το κλειδί στην πόρτα, ένα απόγευμα Κυριακής, πριν από 15 μέρες –γύρισα πρώτη από τις διακοπές–, προς στιγμήν με κατέλαβε το ίδιο οικείο, παραλυτικό συναίσθημα. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα σκεφτόμουν φίλους να μου λένε μισοεπικριτικά-μισοσυμπονετικά: «Mα, είναι δυνατόν; Τι ακριβώς σκεφτόσουν;», «Η 85χρονη μάνα μου δεν θα “έπεφτε” τόσο εύκολα» κ.τ.λ.
Είχα φτάσει σχεδόν στο σημείο να με σκέφτομαι ως θύμα σε κάποια νέα σειρά του Netflix με τίτλο «Η απατεώνισσα petsitter». Τότε ακριβώς ξεπρόβαλαν μπροστά μου οι δύο γάτες. Είχαν έρθει να με προϋπαντήσουν (ακόμη και η μικρή που, από ένστικτο, τρέμει τους πάντες, είχε βγει από τα άδυτα της ντουλάπας του γιου μου).
Κοίταξα τριγύρω. Το σπίτι ήταν στη θέση του, τα γατιά καλοζωισμένα, οι γλάστρες ποτισμένες, είδα και ένα καινούργιο γατοπαιχνίδι μέσα στο δωμάτιο… Ενα αόρατο, έμπιστο χέρι μάς φρόντιζε όσο εμείς απουσιάζαμε.
Η άγνωστη pet-sitter –που τώρα πια είναι «γνωστή» και φίλη– έγινε μια καλή αφορμή να ενδυναμωθεί η ανάγκη μου να εμπιστεύομαι τους άλλους. Τι στο καλό, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ανήκω στο 55,6%, παρακαλώ, των Ελλήνων που θα εμπιστεύονταν τα κλειδιά του σπιτιού τους σε έναν γείτονα σε μια ώρα ανάγκης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
