Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μετατραπεί σε ενεργειακό εφιάλτη για τη Ρωσία. Οι συνεχείς ουκρανικές επιθέσεις σε διυλιστήρια, αποθήκες καυσίμων και τερματικούς σταθμούς πλήττουν καίρια τον πυρήνα της ρωσικής οικονομίας. Η κρίση καυσίμων που ξεσπά στο εσωτερικό της χώρας δείχνει ότι το μέτωπο δεν περιορίζεται πλέον στα πεδία των μαχών.
Η Ουκρανία συνεχίζει να προκαλεί σοβαρά πλήγματα στις ενεργειακές υποδομές της Ρωσίας και οι επιθέσεις κλιμακώνονται. Από τον Αύγουστο ξεκίνησαν συντονισμένες επιδρομές μη επανδρωμένων αεροσκαφών εναντίον διυλιστηρίων και του ρωσικού δικτύου διανομής καυσίμων. Αρχικά πραγματοποιούνταν δύο ή τρεις επιθέσεις την εβδομάδα, αλλά πλέον ο ρυθμός έχει αυξηθεί σε τέσσερις με πέντε και αναμένεται σύντομα να γίνονται καθημερινές.
Μόνο την τελευταία εβδομάδα, σύμφωνα με τον Εconomist, σοβαρές ζημιές υπέστησαν ένας τερματικός σταθμός εξαγωγής πετρελαίου στο Νοβοροσίσκ, στη Μαύρη Θάλασσα, ένα μεγάλο συγκρότημα διυλιστηρίων στο Μπασκορτοστάν (πάνω από 1.300 χλμ. από τα ουκρανικά σύνορα) και ένας σταθμός άντλησης στη Χουβασία. Την 1η Οκτωβρίου επλήγη και το μεγάλο διυλιστήριο στο Γιαροσλάβλ, αν και οι ρωσικές αρχές ισχυρίζονται ότι επρόκειτο για «τεχνική βλάβη».
Στις 25 Σεπτεμβρίου ο αρχηγός των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων Ολεξάντρ Σίρσκι είπε ότι η εκστρατεία «DeepStrike» έχει πλήξει 85 στόχους σε λιγότερο από δύο μήνες. «Οι δυνατότητες του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος του εχθρού έχουν μειωθεί σημαντικά και αυτό φαίνεται στο πεδίο της μάχης», συμπλήρωσε. Αν και αναφέρθηκε κυρίως σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, οι συνεχείς επιθέσεις στα διυλιστήρια είναι αυτές που αλλάζουν την εικόνα του πολέμου, σημειώνει ο Economist. Μάλιστα, φαίνεται να έχουν επηρεάσει ακόμη και τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στις προοπτικές της Ουκρανίας.
Στα τέλη Αυγούστου το πρακτορείο Reuters ανέφερε ότι περίπου το 17% της ρωσικής διυλιστικής ικανότητας είχε τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας. Σήμερα το ποσοστό αυτό είναι σαφώς υψηλότερο. Πηγές μιλούν για επιπτώσεις έως και στο 40% της δυναμικότητας, με το 20% να βρίσκεται εκτός λειτουργίας. Αυτό σημαίνει απώλειες άνω του ενός εκατομμυρίου βαρελιών την ημέρα, σύμφωνα με το ερευνητικό ινστιτούτο Energy Aspects. Αν και οι περισσότερες εγκαταστάσεις μπορούν θεωρητικά να επισκευαστούν, οι ειδικοί παραδέχονται ότι η κλίμακα των ζημιών είναι πρωτοφανής.
Η εταιρεία Argus Media, που παρακολουθεί την αγορά ενέργειας, εκτιμά ότι έχουν πληγεί 16 από τα 38 διυλιστήρια της Ρωσίας. Οι επαναλαμβανόμενες επιθέσεις προκαλούν μόνιμες βλάβες, καθώς οι κρίσιμες μονάδες μετατροπής του αργού πετρελαίου σε καύσιμα είναι δύσκολο να αντικατασταθούν λόγω κυρώσεων. Το διυλιστήριο στο Ριαζάν, 200 χλμ. από τη Μόσχα, που παρήγαγε 340.000 βαρέλια ημερησίως, έχει χτυπηθεί έως και τρεις φορές.
Η παραγωγή και οι εξαγωγές ντίζελ έχουν μειωθεί έως 30% σε σχέση με πέρυσι, φτάνοντας στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2020. Καθώς η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας ντίζελ παγκοσμίως, η μείωση έχει ανεβάσει τις τιμές της χονδρικής. Στη Ρωσία οι επιπτώσεις είναι εμφανείς: χιλιόμετρα ουρών σε πρατήρια καυσίμων από το Βλαδιβοστόκ έως την περιοχή του Βόλγα, με τις Αρχές σε ορισμένες περιοχές να επιβάλλουν δελτίο. Στην Κριμαία, γράφει ο Economist, οι οδηγοί επιτρέπεται να αγοράζουν το πολύ 30 λίτρα καυσίμου.
Η ρωσική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιβάλει περιορισμούς. Ο αντιπρόεδρος Αλεξάντρ Νοβάκ ανακοίνωσε μερική απαγόρευση εξαγωγών ντίζελ και παράταση της απαγόρευσης εξαγωγών βενζίνης μέχρι το τέλος του έτους. Η κρίση πλήττει ιδιαίτερα τις μικρότερες εταιρείες, ενώ οι τιμές παρουσιάζουν έντονη αστάθεια. Μόνο το 2023, οι εξαγωγές ρωσικών προϊόντων διύλισης απέφεραν πάνω από 52 δισ. δολάρια.
Οι ουκρανικές επιθέσεις έχουν στοχεύσει επίσης αντλιοστάσια και αποθήκες καυσίμων, όπως η μεγάλη επίθεση στα μέσα Σεπτεμβρίου στον λιμένα Πριμόρσκ στη Βαλτική, τον μεγαλύτερο ρωσικό τερματικό σταθμό φόρτωσης πετρελαίου. Ωστόσο τέτοιες εγκαταστάσεις είναι πιο δύσκολο να υποστούν μόνιμη ζημιά, γι’ αυτό και οι εξαγωγές αργού δεν έχουν μειωθεί σημαντικά. Παρ’ όλα αυτά, εξηγεί ο Economist, για τη Μόσχα η εξαγωγή αργού έχει μικρότερο οικονομικό όφελος σε σχέση με τα διυλισμένα προϊόντα.
Το πλήθος των στόχων, η τεράστια έκταση που πρέπει να καλυφθεί, αλλά και η φθορά της ρωσικής αεράμυνας ύστερα από τρία χρόνια πολέμου, καθιστούν την κατάσταση δυσχερή για τη Μόσχα. Παρότι τα ουκρανικά drones είναι σχετικά αργά και μεταφέρουν εκρηκτικά 60-120 κιλών, διαθέτουν την εμβέλεια και την ακρίβεια για να προκαλούν μεγάλες ζημιές.
Περίπου το 60% των επιθέσεων βαθιά στη ρωσική επικράτεια πραγματοποιείται με drones Fire Point FP-1, που μπορούν να φτάσουν στόχους έως 1.500 χλμ. μακριά. Κοστίζουν μόλις 55.000 δολάρια το ένα και κατασκευάζονται πλέον με ρυθμό άνω των 100 την ημέρα. Παράλληλα χρησιμοποιείται το βαρύτερο drone Lyutyi, με εμβέλεια 2.000 χλμ., εξοπλισμένο με εξελιγμένα συστήματα καθοδήγησης.
Επιπλέον, έχουν εμφανιστεί οι νέοι πύραυλοι κρουζ FP-5 «Flamingo», με χαμηλό ύψος πτήσης και ισχυρή κεφαλή 1.150 κιλών. Αν αποδειχθούν αποτελεσματικοί απέναντι στη ρωσική αεράμυνα, θα κλιμακώσουν ακόμη περισσότερο την εκστρατεία DeepStrike. Η παραγωγή τους φτάνει ήδη τους δυο-τρεις ημερησίως και σύντομα αναμένεται να αυξηθεί σε επτά.
Το κόστος κάθε FP-5 ανέρχεται σε περίπου 500.000 δολάρια, πολύ χαμηλότερο από τον αμερικανικό πύραυλο Tomahawk, που κοστίζει τετραπλάσια, έχει μικρότερη εμβέλεια και πιο αδύναμη πολεμική κεφαλή.
Σε αντίθεση με τη ρωσική στρατηγική, που στοχεύει κυρίως στον εκφοβισμό των πολιτών, η ουκρανική εκστρατεία επικεντρώνεται στην καρδιά της ικανότητας της Ρωσίας να συνεχίσει τον πόλεμο, καταλήγει ο Economist. Αν και δεν είναι πιθανό να παραλύσει άμεσα τη ρωσική οικονομία, μειώνει ολοένα τα έσοδα που χρησιμοποιεί το Κρεμλίνο για τη συνέχιση της σύγκρουσης. Ταυτόχρονα οι ρώσοι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος αγγίζει και τη δική τους καθημερινότητα.
