Είναι 26 Μαΐου 1967. Ο πρόεδρος της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ σχεδιάζει πόλεμο και ανακοινώνει: «Η μάχη θα είναι γενική και ο βασικός στόχος μας θα είναι να καταστρέψουμε το Ισραήλ». Λίγες ημέρες αργότερα, ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Αχμέντ Σουκέιρι, δηλώνει επίσης: «Θα καταστρέψουμε το Ισραήλ και τους κατοίκους του και όσο για τους επιζώντες –αν υπάρχουν– τα πλοία είναι έτοιμα να τους απελάσουν». Ερωτηθείς για την τύχη των γηγενών εβραίων, είχε πει «όποιος επιβιώσει θα παραμείνει στην Παλαιστίνη, αλλά κατά τη γνώμη μου κανείς δεν θα μείνει ζωντανός»…
Στις 5 Ιουνίου 1967, η ισραηλινή κυβέρνηση, λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη αυτές τις απειλές, εξαπέλυσε μια προληπτική επίθεση στην Αίγυπτο και τη Συρία, καταστρέφοντας τις αεροπορικές τους δυνάμεις στο έδαφος. Και έπειτα από μόλις έξι ημέρες το Ισραήλ κατείχε, πλέον, τη Δυτική Οχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ, τα Υψίπεδα του Γκολάν, τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά.
«Θα πίστευε κανείς ότι ο Γιαχία Σινουάρ, μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο ηγέτης της Χαμάς στη Γάζα, είχε αφομοιώσει τα διδάγματα του 1967», γράφει σε ανάλυσή του ο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, αρχισυντάκτης του The Atlantic. «Αλλά υπερεκτίμησε τόσο τις δικές του δυνατότητες, καθώς και εκείνες του υπό ιρανική ηγεσία «Aξονα της Αντίστασης». Οπως και οι ηγέτες του Ιράν μίλησε βάναυσα και με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Επέτρεψε στη σκέψη του να κατακλυστεί από τον συνωμοσιολογικό ρατσισμό και τη θεολογία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Εκανε επίσης το ίδιο αναλυτικό λάθος που είχε κάνει ο Νάσερ: υποτίμησε την επιθυμία των Ισραηλινών να ζουν στην πατρίδα των προγόνων τους, βασίζοντας το συμπέρασμά του σε μια λανθασμένη αντίληψη του για το πώς βλέπει το Ισραήλ τον εαυτό του», προσθέτει.
Οσο για το τελικό αποτέλεσμα, οι σφαγές της 7ης Οκτωβρίου του 2023 που διέταξε ο Σινουάρ όχι μόνο δεν προκάλεσαν την καταστροφή του Ισραήλ, αλλά, αντιθέτως, αποδείχτηκαν μοιραίες για τους εχθρούς του. Η Χαμάς έχει σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί και οι περισσότεροι από τους ηγέτες της, του Σινουάρ περιλαμβανομένου, εξολοθρεύθηκαν από το Ισραήλ.
Η Χεζμπολάχ, στον Λίβανο, έχει αποδυναμωθεί πλήρως. Ο Μπασάρ αλ Ασαντ, ο κύριος άραβας σύμμαχος του Ιράν, είναι εξόριστος στη Μόσχα ενώ η Συρία κυβερνάται από σουνίτες μουσουλμάνους οι οποίοι είναι εχθρικοί απέναντι στο ιρανικό καθεστώς. Και οι αιθέρες του Ιράν ελέγχονται από την ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία και το πυρηνικό του πρόγραμμα, αξίας 500 δισ. δολαρίων, έχει μάλλον μετατραπεί, τουλάχιστον εν μέρει, σε ερείπια.
«Από την εποχή του Νάσερ κανένας στη Μέση Ανατολή δεν αποδείχθηκε τόσο γρήγορα λάθος», σχολιάζει το Atlantic. Ομως εξακολουθεί να μην είναι καθόλου σαφές πως θα τελειώσει αυτή η τελευταία σύρραξη στη Μέση Ανατολή.
H δύναμη του Ιράν και το Δόγμα Τραμπ
Καταρχάς δεν είναι ξεκάθαρο εάν το Ιράν και οι πληρεξούσιοί του μπορούν ακόμη να βλάψουν τις ΗΠΑ και το Ισραήλ με ουσιαστικούς τρόπους. Ούτε τα επόμενα βήματα του Τελ Αβίβ μπορούν να προβλεφθούν, αν και εκτιμάται πως θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο αυτήν τη νέα πραγματικότητα ασφαλείας. Υπάρχουν, όμως, αρκετές πιθανότητες, η υπαρξιακή απειλή που έθετε στο Ισραήλ το ιρανικό καθεστώς (μέσω των προσπαθειών για την ανάπτυξη ενός πυρηνικού όπλου) να έχει εξουδετερωθεί, ενδεχομένως για πολλά χρόνια.
Το 2001, ο πρώην πρόεδρος του Ιράν, Αλί Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί είχε δηλώσει πως «η χρήση έστω και μιας πυρηνικής βόμβας εντός του Ισραήλ θα καταστρέψει τα πάντα. Ωστόσο» –είχε προσθέσει– «μόνο κακό θα κάνει στον ισλαμικό κόσμο». Επί τρεις δεκαετίες κύρια έγνοια του Ισραήλ καθώς επίσης και του Μπενιαμίν Νετανιάχου, του μακροβιότερου πρωθυπουργού του, ήταν ακριβώς αυτή η ιρανική απειλή. Εως, όμως, την έλευση του Ντόναλντ Τραμπ, κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν πίστευε ότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί, ούτως ώστε να τερματιστεί, με κάθε διαθέσιμο μέσο.
«Ο Τραμπ ενδέχεται να μνημονεύεται ως ένας υποκριτής που υποσχέθηκε μια καθαρή αμερικανική έξοδο από τη Μέση Ανατολή, αλλά βρέθηκε -όπως και ο Τζίμι Κάρτερ και ο Ρόναλντ Ρίγκαν πριν από αυτόν- απελπιστικά παγιδευμένος στην κινούμενη άμμο του Ιράν. Η ρηξικέλευθη παρέμβαση στη Μέση Ανατολή μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική, ιδιαίτερα εάν το Ιράν καταφέρει να βρει γρήγορα έναν τρόπο να σώσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Αλλά θα μπορούσε επίσης να μείνει στην ιστορία ως ο πρόεδρος που απέτρεψε ένα δεύτερο Ολοκαύτωμα», υποστηρίζει το Atlantic.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο λεγόμενος Αξονας της Αντίστασης πλέον φυτοζωεί, και αυτό συνέβη, όχι μόνο γιατί το Ισραήλ ανασύνταξε με αξιοσημείωτα αποτελεσματικούς όσο και αντισυμβατικούς τρόπους τόσο τις ένοπλες δυνάμεις του όσο και τις μυστικές του υπηρεσίες, αλλά και επειδή ο Γιαχία Σινουάρ και οι σύμμαχοί του παρανόησαν βαθιά τον εχθρό τους, σύμφωνα, πάντα, με τον Τζέφρι Γκόλντμπεργκ. Οπως το καθεστώς της Τεχεράνης παρανόησε τις προθέσεις του Τραμπ.
Οσον αφορά ειδικά την παραπλάνηση των αγιατολάδων από τον αμερικανό πρόεδρο, το Atlantic σημειώνει ότι οι παρορμήσεις του Τραμπ όσον αφορά την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική μπερδεύουν ακόμη και τους πιο στενούς του συνεργάτες. Ούτε ο ίδιος ο Γκόλντμπεργκ, όπως γράφει, έχει ακόμη αντιληφθεί πώς μπορεί να σκέφτεται ο Τραμπ, όταν αναλαμβάνει δράση στη διεθνή σκηνή.
Ο αρχισυντάκτης του Atlantic περιγράφει ένα γεύμα στον Λευκό Οίκο το 2018, με έναν από τους στενότερους βοηθούς του Τραμπ εκείνην την περίοδο. Οι δύο άνδρες συζητούσαν για την εξωτερική πολιτική του Ομπάμα, με τον δημοσιογράφο να κρίνει πως ήταν ακόμη νωρίς να γίνεται λόγος για δόγμα Τραμπ. Ο συνομιλητής του, όμως, είχε αντίθετη γνώμη. «Υπάρχει σίγουρα ένα Δόγμα Τραμπ», του είπε. «Το δόγμα Τραμπ είναι: Εμείς είμαστε η Αμερική». Στη συνέχεια εξήγησε πως «ο Ομπάμα ζητούσε συγγνώμη από όλους για τα πάντα. Αισθανόταν άσχημα για τα πάντα». Ο Τραμπ «δεν αισθάνεται ότι πρέπει να ζητάει συγγνώμη για οτιδήποτε κάνει η Αμερική».
Το Δόγμα Τραμπ «δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την εξέταση πιθανών συνεπειών», γράφει σήμερα το Atlantic. Ειδικά όσον αφορά το Ιράν οι Δημοκρατικοί πρόεδροι (ο Ομπάμα κυρίως) αφιέρωναν πολύ χρόνο στην εξέταση των πιθανών συνεπειών, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων. Αντιθέτως σήμερα «δεν είναι καν σαφές εάν ο Τραμπ κατανοεί την έννοια των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων». Με λίγα λόγια, ο Τραμπ έπληξε το Ιράν, «επειδή ήταν απογοητευμένος [για όλες τις άλλες μη επιτυχίες του] και επειδή μπορούσε να το κάνει», αδιαφορώντας για το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα το οποίο, φυσικά, παραμένει αβέβαιο.
Η Χαμάς
Ομως η υποτίμηση του Ισραήλ από τον Σινουάρ ήταν αναμφίβολα βαθύτερη από την υποτίμηση του Τραμπ από το Ιράν. Τόσο η Χαμάς όσο και άλλες παλαιστινιακές ομάδες πιστεύουν (ή μάλλον πίστευαν) ότι οι Ισραηλινοί τρόπον τινά θεωρούν τους εαυτούς τους ως ξενόφερτους και επομένως μπορούν εύκολα να ηττηθούν. «Η στρεβλή πίστη του Σινουάρ σε θεωρίες περί αποικιοκρατίας των εποίκων και εβραϊκής δολιότητας υπονόμευσε τη στρατηγική του αποτελεσματικότητα», γράφει το Atlantic.
Ο Γιαχία Σινουάρ ήταν τόσο σίγουρος για τις απόψεις του, που το 2021 διοργάνωσε ακόμη και ένα συνέδριο («Η Υπόσχεση της Μετά Θάνατον Ζωής – Η Παλαιστίνη Μετά την Απελευθέρωση») στο οποίο συζητήθηκαν συγκεκριμένα σχέδια για την οικοδόμηση της Παλαιστίνης στα ερείπια του Ισραήλ. «Οι μορφωμένοι εβραίοι και οι ειδικοί στους τομείς της ιατρικής, της μηχανικής, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας θα πρέπει να παραμείνουν στην Παλαιστίνη για κάποιο χρονικό διάστημα και δεν θα πρέπει να τους επιτραπεί να φύγουν και να πάρουν μαζί τους τις γνώσεις και την εμπειρία που απέκτησαν, ζώντας στη γη μας και απολαμβάνοντας την αφθονία της», αναφερόταν, μεταξύ άλλων παρόμοιων, σε μία έκθεση.
Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 2000, ο Χασάν Νασράλα είχε δηλώσει, έχοντας κάτι παρόμοιο κατά νου, πως «αυτό το Ισραήλ, με τα πυρηνικά του όπλα και τα πιο προηγμένα πολεμικά αεροσκάφη στην περιοχή, ορκίζομαι στον Αλλάχ, είναι στην πραγματικότητα πιο αδύναμο από ιστό αράχνης… Το Ισραήλ μπορεί να φαίνεται ισχυρό από έξω, αλλά εύκολα καταστρέφεται και ηττάται». Τελικά ο ιστορικός ηγέτης της Χεζμπολάχ δολοφονήθηκε επίσης από το Ισραήλ τον περασμένο Σεπτέμβριο.
«Ο μόνος τρόπος για να θεωρεί κανείς ότι το Ισραήλ είναι ο ιστός της αράχνης του Νασράλα είναι να πιστεύει ότι δεν έχουμε ουσία εδώ, ότι δεν είμαστε ένας ριζωμένος λαός», είπε στο Atlantic, ο Γιόσι Κλάιν Χαλεβί, αναλυτής στην ισραηλινή δεξαμενή σκέψης Shalom Hartman Institute. «Το πρόβλημα με τον Σινουάρ ήταν είναι ότι πίστευε στην ίδια του την προπαγάνδα. Πίστευε ότι εμείς οι ίδιοι πιστεύουμε ότι δεν ανήκουμε εδώ. Οι εχθροί μας στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο δεν καταλαβαίνουν ότι η αντίληψή τους για το Ισραήλ και τους Εβραίους βασίζεται σε ένα ψέμα», πρόσθεσε.
«Αν μη τι άλλο, οι πόλεμοι των τελευταίων 20 μηνών απέδειξαν ότι οι αντίπαλοι του Ισραήλ δεν είναι επιδέξιοι στην ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων όπως εκδηλώνονται στην πραγματικότητα», συνοψίζει ο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ στο άρθρο του στο Atlantic.
Και ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του επικαλείται τον διακεκριμένο αμερικανό διεθνολόγο και ιστορικό Γουόλτερ Ράσελ Μιντ, ο οποίος εξήγησε κάποτε ότι μια αδυναμία των αντισημιτών είναι ότι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον κόσμο όπως λειτουργεί στην πραγματικότητα και δεν κατανοούν την έννοια της αιτιότητας ούτε στην πολιτική ούτε στην οικονομία. «Ο Σινουάρ, ο Νασράλα και ο ίδιος ο αγιατολάχ Χαμενεΐ έβλεπαν το Ισραήλ όπως θα ήθελαν να είναι, όχι όπως είναι στην πραγματικότητα. Και εν μέρει εξαιτίας αυτού, έθεσαν τα κινήματά τους σε θανάσιμο κίνδυνο»
