1139
Από αριστερά: Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Καββαδίας, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος | CreativeProtagon

1940: Συγγραφείς και ηθοποιοί στο μέτωπο

Protagon Team Protagon Team 27 Οκτωβρίου 2025, 09:30
Από αριστερά: Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Καββαδίας, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος
|CreativeProtagon

1940: Συγγραφείς και ηθοποιοί στο μέτωπο

Protagon Team Protagon Team 27 Οκτωβρίου 2025, 09:30

Το πρώτο όνομα που έρχεται στο μυαλό είναι συνήθως του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος στις 28 Οκτωβρίου 1940 παρουσιάζεται στο Α’ Κέντρο Επιστρατεύσεως του Α’ Σώματος Στρατού (Α’ ΣΣ). Λίγες ημέρες αργότερα μετακινείται στην περιοχή της Καλαμπάκας και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων για την απόκρουση των Ιταλών. Στη συνέχεια φτάνει στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ανάμεσα στα Ακροκεραύνια και το Τεπελένι.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 εισάγεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο Νοσοκομείο Αξιωματικών Ιωαννίνων, το λεγόμενο «Ρουμανικόν». Υστερα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα. Τις εμπειρίες του μεταφέρει στην «Πορεία προς το μέτωπο», από το «Αξιον εστί», από όπου και το γνωστό απόσπασμα: «Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Επρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ώς τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ώς Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο… Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας…»

Ο Οδυσσέας Ελύτης (στο μέσον) στο αλβανικό μέτωπο (Αρχείο Ιουλίτας Ηλιοπούλου)

Από κοντά και ο Αγγελος Τερζάκης, ο οποίος μετέφερε τις εμπειρίες του ως στρατιώτης στο Αργυρόκαστρο στον «Απρίλη» (1946) – εδώ, από τα μετόπισθεν: «Οι ιταλικοί όλμοι ωστόσο, στο μέτωπο, είχαν αρχίσει να πελεκάνε συστηματικά τους φαντάρους. Οι περισσότερες λαβωματιές ήταν από όλμους, λοιπόν το στράτευμά τους είχε πάρει πολύ από κακό. Στο ταχτικό μας λουκουματζίδικο, ο Μελετίου, μπαίνοντας με την παρέα του ένα δειλινό, δε βρήκε τραπεζάκι αδειανό κι αναγκάστηκε να καθίσει αντίκρυ σ’ ένα άγνωστο φανταράκι, που απόσωνε ήσυχα και στοχαστικά τη μερίδα του…»

Ο Νίκος Καββαδίας, εξάλλου, υπηρέτησε ως ημιονηγός στο μέτωπο και έζησε τις κακουχίες της πρώτης γραμμής. Την πολεμική εμπειρία του  κατέγραψε σε ένα από τα ελάχιστα πεζά κείμενά του, τη σπαρακτική ανεπίδοτη επιστολή προς το άλογό του: «Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Επαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Επαψα να μη σε γνωρίζω… Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο.[…] Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου» («Του πολέμου. Στο άλογό μου», εκδ. Αγρα, Αθήνα 1987, σ. 35-39).

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (καθιστός) υπηρέτησε ως ημιονηγός (Αρχείο οικογένειας Ν. Καββαδία)

O Γιάννης Μπεράτης, παρά την εύθραυστη υγεία του, ζήτησε και κατετάγη εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το χρονικό του πολέμου «Πλατύ Ποτάμι», από όπου το εξής απόσπασμα: «Μας δώσανε κάτι ζώα, αχ! Θεέ μου, κάτι τόσο δύστυχα, μελλοθάνατα ζώα, που ‘λεγες πως αν λίγο τα σπρώξεις, αν τους δώσεις έτσι μια με το χέρι σου, θα σωριαστούν εκεί που βρίσκονται κ’ ίσως από μέσα τους θα σ’ ευχαριστούν γι’ αυτό. Ολες αυτές οι πληγές, έτσι σαν κόκκινο γυαλί που κάτι υγρό διαφαίνεται από κάτω του: πίσω στ’ αχαμνά μπούτια κοντά στην ουρά, σ’ όλα τα πλευρά τους και την πλάτη τους απ’ τα σαμάρια· σ’ όλα τα γόνατα που δεν είχαν πια τρίχα… Μα πώς θα πάμε μ’ αυτά τα ζώα; Είναι δυνατόν να πάμε μ’ αυτά τα ζώα; διαμαρτυρόμουνα στους αρμοδίους αξιωματικούς. Αφού ακριβώς πριν τους είπα και τους το τόνισα τόσο πολύ ότι για τα μηχανήματα θέλω γερά, ψηλά ζώα… Σηκώνανε τους ώμους, τεντώνανε προς τα μπρος το πηγούνι τους και λέγανε: “Τι να σου κάνουμε; Τι να σου κάνουμε; Αυτά είχαμε διαθέσιμα αυτή την ώρα, κι αυτά σου δώσαμε. Πάντως η διαταγή είναι να φύγεις αμέσως”».

Επίσης, στο μέτωπο πολέμησαν οι Νίκος Εγγονόπουλος και Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο δεύτερος μεταφέρει ποιητική αδεία τις συνθήκες που έζησε στο «Ενας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο»: «Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;/ Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο/ να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας/ βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο/ με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας./ να φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού:/ ένας κόσμος χαμένος».

Ηθοποιοί

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είχε πολεμήσει με τον βαθμό του έφεδρου αξιωματικού στην πρώτη γραμμή, στο πλευρό του φίλου του Οδυσσέα Ελύτη (μια άγνωστη για πολλούς λεπτομέρεια). Ο δεύτερος, μάλιστα, σύμφωνα με αφηγήσεις συγγενών του ηθοποιού, τον μετέφερε στο νοσοκομείο ύστερα από χτύπημα όλμου. Είχε τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι και έπρεπε να του κάνουν διάτρηση στο κρανίο. Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί αργότερα: «Μου ζήτησαν την υπογραφή μου για να μου κάνουν διάτρηση στο κρανίο. Δεν υπέγραψα και γλίτωσα».

Μετά τη συνθηκολόγηση, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Διακοφτό, με τα πόδια

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος πήρε μέρος σε μάχες στην πρώτη γραμμή. Αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν μια ανάμνηση από το παρελθόν, ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του: «Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες».

Μετά τη συνθηκολόγηση, μάλιστα, ο μετέπειτα ηθοποιός επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Διακοφτό, με το μόνο διαθέσιμο μέσο: τα πόδια του. Στο μέτωπο βρέθηκαν επίσης ο Κώστας Χατζηχρήστος (είχε καταταγεί νωρίτερα στη Στρατιωτική Σχολή της Σύρου), ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Μάνος Κατράκης (ο οποίος κινδύνευσε όταν ένα άλογο τού πλάκωσε το πόδι).

Ο Γιάννης Τσαρούχης με την εικόνα της Παναγίας που ζωγράφισε στο Αλβανικό μέτωπο, 1940-41 (Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη/ Μαρίας Καραβία, «Ο Τσαρούχης με το χακί του ’40»)

Τέλος, στα βουνά της Αλβανίας βρέθηκε ο μεγάλος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος το καλοκαίρι του 1939 είχε καταταγεί στο 34ο Στρατόπεδο στο Γουδί. Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκε στα σύνορα, στο Κούτσι, όπου απασχολούνταν με τη δημιουργία καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών για τους φαντάρους. Εκεί μάλιστα θα ζωγραφίσει και μια εικόνα, την «Παναγία της Νίκης», έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια, όπως είχε εξομολογηθεί.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...