1511
Ο Μελ Μπρουκς και «Αυτοί οι τρελοί, τρελοί παραγωγοί» του, με τους οποίους ξεκίνησε την καριέρα του ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης | Shutterstock / CreativeProtagon

Μελ Μπρουκς: «Ο Χίτλερ ήταν κακός με όλους τους Εβραίους, εκτός από εμένα»

Protagon Team Protagon Team 29 Αυγούστου 2025, 19:38
Ο Μελ Μπρουκς και «Αυτοί οι τρελοί, τρελοί παραγωγοί» του, με τους οποίους ξεκίνησε την καριέρα του ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης
|Shutterstock / CreativeProtagon

Μελ Μπρουκς: «Ο Χίτλερ ήταν κακός με όλους τους Εβραίους, εκτός από εμένα»

Protagon Team Protagon Team 29 Αυγούστου 2025, 19:38

Στις 28 Ιουνίου, ο θρυλικός αμερικανός σκηνοθέτης, που διασκεδάζει τον κόσμο εδώ και επτά δεκαετίες με τις ξεκαρδιστικές παρωδίες και τις φάρσες του, έγινε 99 ετών. Ο Μελ Μπρουκς γεννήθηκε το 1926 στο Μπρούκλιν και ήταν γιος του Μαξ Καμίνσκι, γερμανοεβραίου μετανάστη από το Γκντάνσκ (τότε Ντάντσιχ) της Πολωνίας. Το όνομά του ήταν Μέλβιν Τζέιμς Καμίνσκι, στην εφηβεία του, όμως, προτίμησε το όνομα Μελ Μπρουκς, ως αναφορά στο επίθετο Μπρούκμαν της ουκρανοεβραίας μητέρας του, από το Κίεβο.

Η αλλαγή ονόματος ήταν μια έξυπνη κίνηση εκ μέρους του. Εγινε εμπορικό σήμα που συνδέθηκε με μερικές από τις πιο αστείες αμερικανικές ταινίες, συνώνυμο μιας μορφής εκρηκτικής, γεμάτης θράσος, κωμωδίας.

Η καριέρα του στην κωμωδία (αρχικά στο θέατρο και ως κωμικός σεναριογράφος για την τηλεόραση) ξεκίνησε επίσημα μετά την στρατιωτική του θητεία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο ίδιος θεωρεί ότι προκαλούσε γέλια από τη στιγμή που άρχισε να μουρμουρίσει.

«Νομίζω ότι διασκέδαζα από μωράκι. Ηξερα ότι ήμουν αστείος, γιατί έβλεπα εκείνα τα πρόσωπα να κοιτάζουν την κούνια μου και να ξεσπούν σε γέλια. Πρέπει να ήμουν αστείος, και αυτό είναι καλό για την κωμωδία, ένα αστείο πρόσωπο», λέει στον Ντόμινικ Κάβεντις, επικεφαλής θεατρικό κριτικό της Telegraph, με αφορμή την αναβίωση της μουσικής παραγωγής «The Producers» («Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί») που θα ανεβεί στο θέατρο Γκάρικ του Λονδίνου το φθινόπωρο (30 Αυγούστου – 21 Φεβρουαρίου).

Είναι διάσημες οι ατάκες του σε εκπληκτικές κωμωδίες όπως «Η τελευταία τρέλα του Μελ Μπρουκς» («Silent Movie», 1976), η παρωδία των ταινιών του Χίτσκοκ «Λίγο πολύ τρελούτσικος» («High Anxiety», 1977) και «Ρομπέν των Δασών: Οι ήρωες με τα κολάν» («Robin Hood: Men in Tights», 1993). Αλλά είχε προηγηθεί το πρωτοποριακό αριστούργημά του «Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί» («The Producers», 1967).

Ηταν η πρώτη μεγάλη ταινία του Μελ Μπρουκς, ένα σατιρικό πορτρέτο του Μπρόντουεϊ, με τις τρελές  μηχανορραφίες του – μια τόσο θρασύτατη μαύρη κωμωδία ώστε χρειάστηκε να βρεθεί ένας ανεξάρτητος διανομέας  για να την κυκλοφορήσει, αρχικά ως ταινία τέχνης.

Παρά τη μέτρια εμπορική επιτυχία της, στην 41η τελετή απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου η ταινία του Μελ Μπρουκς κέρδισε το Οσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου (με αντιπάλους τις «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «Hot Millions» των Πίτερ Ουστίνοφ και Αϊρα Γουάλαχ, «Πρόσωπα» του Τζον Κασσαβέτης και «Η Μάχη του Αλγερίου» του Τζίλο Ποντεκόρο).

Στη συνέχεια αγαπήθηκε από τους λάτρεις του underground σινεμά, σε προβολές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνα και σε home video. Αργότερα, δε, ο Μελ Μπρουκς και ο συνεργάτης του Τόμας Μίχαν διασκεύασαν το φιλμ σε θεατρικό μιούζικαλ, το οποίο σημείωσε τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ  το 2001 και έλαβε το πρωτοφανές ρεκόρ των 12 βραβείων Tony. Το 2005, μάλιστα, το μιούζικαλ έγινε ξανά ταινία, με τους Νέιθαν Λέιν και Μάθιου Μπρόντερικ στους ρόλους των Μαξ Μπιάλιστοκ και Λίο Μπλουμ αντίστοιχα.

Η υπόθεση. Στην προσπάθειά του να επιβιώσει, ο κάποτε θρυλικός αλλά πλέον ξοφλημένος παραγωγός Μαξ Μπιάλιστοκ (Ζίρο Μόστελ) φλερτάρει με πλούσιες υπερήλικες κυρίες, οι οποίες τον επισκέπτονται στο γραφείο του και φεύγοντας του γράφουν «τσεκάκια». Κατόπιν υπόδειξης του ηλίθιου και φοβικού λογιστή του Λίο Μπλουμ (Τζιν Γουάιλντερ) –ο οποίος του εξηγεί «πώς ένα αποτυχημένο έργο στο Μπρόντγουεϊ θα μπορούσε να φέρει περισσότερα χρήματα στον παραγωγό από ό,τι ένα επιτυχημένο»–, του έρχεται η «εμπνευσμένη» ιδέα να εξαπατήσουν τους χρηματοδότες, πουλώντας τους το 25.000% του έργου, προκαλώντας τη σίγουρη αποτυχία του στο box-office και κρατώντας τα υπόλοιπα χρήματα για τον εαυτό του και τον –συνεταίρο του, πλέον, στην κομπίνα– Μπλουμ.

Τι πιο σίγουρο από ένα μιούζικαλ για τον Αδόλφο Χίτλερ; Οι Μπιάλιστοκ και Μπλουμ επιλέγουν το «Springtime for Hitler» («Ανοιξη για τον Χίτλερ») –φόρος τιμής στον Φύρερ, με τραγούδια και χορούς–, γραμμένο από τον Φραντς Λίμπκιντ, έναν ανισόρροπο πρώην ναζί που κρύβεται στη Νέα Υόρκη, και με σκηνοθέτη κάποιον που το βλέπει «να κατεβαίνει από τις πρόβες», ενώ  οι ίδιοι, θρονιασμένοι στα πολυτελή γραφεία τους με ξανθές κουκλάρες ρεσεψιονίστ, περιμένουν απλώς τις βίαιες αντιδράσεις του κοινού τη βραδιά της πρεμιέρας… Το τέχνασμά τους, ωστόσο, αποτυγχάνει παταγωδώς. Γιατί το έργο αποδεικνύεται επιτυχία!

«Οι ταινίες δεν θα είναι ποτέ τόσο συναρπαστικές όσο η σκηνή»

Τώρα, η μουσική εκδοχή των «Τρελών παραγωγών» επιστρέφει στο Γουεστ Εντ, με τους Αντι Νάιμαν και Μαρκ Αντολιν ως Μπιάλιστοκ και Μπλουμ αντίστοιχα.

Ο ίδιος ο Μπρουκς τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για την εκδοχή του μιούζικαλ, η οποία σηματοδότησε τη μεγάλη στιγμή ολοκλήρωσης της καριέρας του, δεδομένου ότι εμπνεύσθηκε να ασχοληθεί με τον χώρο του θεάματος (και να αποφύγει την κοινή τοπική πορεία στο εμπόριο ενδυμάτων) σε ηλικία εννέα ετών, όταν είδε στο Μπρόντγουεϊ το μιούζικαλ του κορυφαίου στιχουργού και συνθέτη Κόουλ Πόρτερ «Anything Goes».

«Οι ταινίες είναι πολύ καλές, είναι σημαντικές, αλλά ποτέ δεν θα είναι τόσο συναρπαστικές όσο η σκηνή. Κάθε στιγμή στη σκηνή μετράει. Το γεγονός ότι [το έργο] παίζεται ζωντανά είναι συναρπαστικό. Οι ταινίες είναι υπέροχες, αλλά δεν είναι συναρπαστικές», λέει στον κριτικό της Telegraph μιλώντας από το σπίτι του, στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας.

Οσο απίθανο κι αν ακούγεται, δε, η υπόθεση των «Τρελών παραγωγών» έχει τις ρίζες της στην πραγματική ζωή. Στην εφηβεία του ο Μπρουκς έτρεχε για τις δουλειές ενός παραγωγού του Μπρόντγουεϊ ονόματι Μπέντζαμιν Κούτσερ. «Δεν ήταν απατεώνας. Αλλά οι περισσότεροι από τους “αγγέλους” του [χρηματοδότες] ήταν ηλικιωμένες κυριούλες. Και τον φώναζαν Μπένι ή Μπέντζι. Αν τις άκουγα να λένε “Ω, Μπέντζι, Μπέντζι, Μπέντζι…”, ήξερα ότι δεν έπρεπε να μπω», λέει στον θεατρικό κριτικό της βρετανικής εφημερίδας.

Υπήρχαν όμως και «μερικοί ανώνυμοι παραγωγοί στο Μπρόντγουεϊ, που συγκέντρωναν περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονταν. Ετσι, η υπόθεση ότι μπορείς να βγάλεις περισσότερα χρήματα με μια αποτυχία από ό,τι με μια επιτυχία χαράχτηκε στη μνήμη μου», προσθέτει.

«Ο κόσμος κατάλαβε ότι δεν υποστήριζα τον Χίτλερ»

Η εξωφρενική φαντασμαγορία «Ανοιξη για τον Χίτλερ: Ενα γκέι πάρτι με τον Αδόλφο και την Εύα στο Μπέρχτεσγκάτεν», η οποία σατιρίζει την ιστορία του θεάτρου και τα κλισέ της σόουμπιζ, με την εκπληκτικά χορογραφημένη –σε στυλ Μπάσμπι Μπέρκλι (αμερικανός σκηνοθέτης και χορογράφος που επινόησε περίτεχνα μουσικά νούμερα με πολύπλοκα γεωμετρικά μοτίβα)– περιστρεφόμενη σβάστικα, την οποία σχηματίζουν στη σκηνή ναζί στρατιώτες που περπατούν με γρήγορο βηματισμό χήνας, οι «Παραγωγοί» μπορούν ακόμα να σοκάρουν, παρατηρεί ο Κάβεντις στην Telegraph. Αλλά, αναπόφευκτα, με την πάροδο των χρόνων, ο παράγοντας οργή έχει ξεθωριάσει. Ωστόσο, μόλις 20 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, τότε η μεταφορά της στην οθόνη είχε θεωρηθεί πρόκληση.

«Πήγα ένα πρόχειρο σενάριο της ταινίας στην Universal και οι τύποι εκεί είπαν: “Είναι πολύ αστείο. Αλλά πρέπει να παραδεχτείς, Μελ, ότι είναι πραγματικά προσβλητικό. Θα το κάνουμε αν το αλλάξεις σε “Ανοιξη για τον Μουσολίνι”, επειδή δεν ήταν τόσο κακός όσο ο Χίτλερ”. Εγώ απάντησα: “Νομίζω ότι δεν καταλάβατε το νόημα”». Τελικά το γύρισε ο παραγωγός Σίντνεϊ Γκλέιζιερ, ο οποίος έριξε τον καφέ του από τα γέλια καθώς ο Μπρουκς του το περιέγραφε. Παρ’ όλα αυτά, και ενώ ο Πίτερ Σέλερς έβαλε μια διαφήμιση στο περιοδικό Variety, επαινώντας την ιδιοφυή σύλληψή της, η ταινία είχε και τους επικριτές της.

Ο Μπρουκς έλαβε επιστολές διαμαρτυρίας, «πολλές από ραβίνους. Απάντησα σε όλους εξηγώντας ότι δεν μπορείς να εκφράσεις δυναμικά τις απόψεις σου [ενάντια] για δικτάτορες, είναι ρήτορες. Αλλά αν τους κοροϊδέψεις, κερδίζεις. Στο τέλος, ο κόσμος κατάλαβε ότι δεν υποστήριζα τον Χίτλερ», λέει στην Telegraph.

Εκτός αυτού, μπορούσε πάντα να υπενθυμίζει ότι είχε πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (όπως και οι τρεις μεγαλύτεροι αδελφοί του) ως μηχανικός μάχης, προελαύνοντας στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ευρώπη στις αρχές του 1945. «Δυσκολεύτηκα μισώντας τον τόσο πολύ, και δυσκολεύτηκα κάνοντάς τον δημοφιλή ξανά. Είπα: “Τι κάνω, τον κάνω αστείο;” Αλλά δούλεψε. Ηταν κακός με όλους τους Εβραίους στον κόσμο. Αλλά ήταν καλός μαζί μου«.

»Ο αείμνηστος, σπουδαίος (βρετανός τηλεοπτικός δημιουργός) Αλαν Γιέντομπ, ένας πολύ αγαπητός φίλος, είδε [την ταινία] σε ένα σινεμά στο Γκόλντερς Γκριν, μια εβραϊκή γειτονιά, και είπε ότι το μισό κοινό την αποδοκίμαζε και το άλλο μισό την επευφημούσε», προσθέτει.

Σήμερα, ο Μπρουκς έχει σαφή όρια για το τι είναι αποδεκτό στην κωμωδία: «Το μόνο πράγμα που αποφεύγω είναι η κωμωδία με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν γίνεται. Αλλά όλα τα άλλα, ξέρετε, είναι αποδεκτά», λέει στην Telegraph.

Σε κάθε περίπτωση, η φήμη του Μελ Μπρουκς θα ήταν εξασφαλισμένη ακόμα και αν δεν είχε κάνει τίποτε άλλο εκτός από τους «Τρελούς παραγωγούς». Η δημοτικότητά του στο ευρύ κοινό είναι απόδειξη ότι έσπασε τα ταμπού και άλλαξε τα δεδομένα. Η τρελή αυτή σάτιρα συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του, ότι το πολύ δεν είναι ποτέ υπερβολικό. «Είμαι περήφανος που κορόιδεψα τον Χίτλερ. Νομίζω ότι, όσον αφορά την κωμωδία γενικά, πρέπει να την πας στα άκρα. Δεν μπορείς να την πάρεις χαλαρά. Πρέπει να την πας μέχρι το τέλος», υποστηρίζει.

Και σε αυτό ακριβώς έγκειται η τέχνη του. Παραπονιέται, ωστόσο, ότι πολλοί δεν παίρνουν την κωμωδία αρκετά στα σοβαρά. «Διστάζουν να απονείμουν Οσκαρ σε μια αστεία ταινία. Ευτυχώς ο Γούντι [Αλεν] το κέρδισε για τον “Νευρικό Εραστή”. Αλλά πολύ λίγες κωμωδίες παίρνουν Οσκαρ. Νομίζω ότι τις θεωρούν επιπόλαιες», σχολιάζει.

Στα απομνημονεύματά του, «All About Me!: My Remarkable Life in Show Business», που κυκλοφόρησαν το 2021, ο Μπρουκς έγραψε: «Η κωμωδία έχει να πει τα περισσότερα για την ανθρώπινη κατάσταση». Στη συνέντευξή του το επιβεβαιώνει: «Πραγματικά το πιστεύω αυτό», λέει στην Telegraph, «Νομίζω ότι η κωμωδία είναι αυτή που μας λέει περισσότερα για το ποιοι είμαστε από ό,τι η τραγωδία».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...