Οταν ο Ουμπέρτο Έκο έγραφε ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, προφανώς δεν είχε στο νου του την Ελλάδα. Η νεότερη ελληνική Ιστορία βρίθει γεγονότων που συνέβησαν Ιούλιο και Αύγουστο μήνα. Ένα από τα πιο εμβληματικά δεν είναι άλλο από το Κίνημα στο Γουδί, που ξέσπασε τη νύχτα της 14ης προς 15η Αυγούστου 1909.
Πώς φτάσαμε όμως στο ξέσπασμα του Κινήματος εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο, και γιατί αποτελεί ένα από τα γεγονότα-σταθμούς της νεότερης Ιστορίας μας;
Η Ελλάδα στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα παρέμενε ένα ασφυκτικά μικρό κράτος, με τα βόρεια σύνορά του να βρίσκονται κάτω από την Ελασσόνα, πτωχευμένο, καταχρεωμένο κι έχοντας υποστεί πρόσφατα μία εξευτελιστική στρατιωτική ήττα. Η ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον πόλεμο του 1897 τραυμάτισε το ηθικό τόσο του στρατού όσο και του λαού. Μέσα σε διάστημα ενός μηνός οι Οθωμανοί κατάφεραν να καταλάβουν ολόκληρη τη Θεσσαλία και είχαν φτάσει έξω από τη Λαμία όταν υπογράφτηκε η ανακωχή, με πρωτοβουλία των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Ρωσίας, με προσωπική παρέμβαση του τσάρου Νικολάου Β’.
Παράλληλα, δύο από τα κυριότερα ζητήματα του ελληνικού αλυτρωτισμού βρίσκονταν σε πολύ κρίσιμο σημείο. Από τη μία μεριά, η λήξη του Μακεδονικού Αγώνα το 1908 προκάλεσε απογοήτευση, ιδίως μεταξύ των αξιωματικών και υπαξιωματικών που είχαν λάβει μέρος σε αυτόν. Από την άλλη μεριά, η διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος αναδείκνυε την ανικανότητα της χώρας να υπερασπιστεί τους αλύτρωτους Έλληνες κι έκανε ξεκάθαρα τα συνεχή αδιέξοδα της εθνικής εξωτερικής πολιτικής.
Εν τω μεταξύ, τα Βαλκάνια «έβραζαν». Το 1908 ξέσπασε το κίνημα των Νεοτούρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αυστροουγγαρία προσάρτησε πραξικοπηματικά τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Βουλγαρία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο βασίλειο με την ανοχή και την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων.
Την ίδια στιγμή όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις αρνιόντουσαν πεισματικά να παρέχουν αντίστοιχη υποστήριξη στην Ελλάδα, όταν στις 24 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς καταλύθηκαν στην Κρήτη οι υφιστάμενες αρχές από την Κρητική Βουλή και συγκροτήθηκε «Εκτελεστική Επιτροπή» εντεταλμένη να κυβερνήσει με τους νόμους του Ελληνικού Κράτους.
Οσο για το εσωτερικό της χώρας, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα. Η ήδη δυσχερής οικονομική κατάσταση που προκλήθηκε απότην πτώχευση του 1893 και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1897, εντάθηκε από τη διεθνή οικονομική ύφεση του 1908 που επέφερε σοβαρό πλήγμα στην οικονομία, λόγω της αδυναμίας διάθεσης των γεωργικών προϊόντων. Η επιβολή νέων φόρων ήταν μονόδρομος, πλήττοντας τους μισθωτούς – συνεπώς και τους αξιωματικούς.
Τέλος, σοβαρό πρόβλημα για τους αξιωματικούς αποτελούσε η ευνοιοκρατία που είχαν επιβάλει στο στράτευμα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και οι άλλοι πρίγκιπες σε έναν μικρό κύκλο ευνοούμενων, γεγονός που λειτουργούσε ανασταλτικά στην επαγγελματική εξέλιξη της πλειονότητας των αξιωματικών.
Το στρατιωτικό κίνημα (ή «Επανάσταση») στο Γουδί προέκυψε ως αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων. Εκείνο που δεν ήξεραν εκείνοι που έλαβαν μέρος στο Κίνημα ήταν ότι αυτή τους η πρωτοβουλία θα άλλαζε μια για πάντα τη μοίρα της Ελλάδας, με τρόπους που δεν μπορούσε κανένας να φανταστεί.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα είχαμε στρατιωτικές κινήσεις, αλλά γινόντουσαν πάντα σε συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις. Σε απόλυτη αντιδιαστολή, το Κίνημα στο Γουδί ήταν το πρώτο στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στο νεότερο ελληνικό κράτος ως πρωτοβουλία αμιγώς στρατιωτική, και στρεφόταν εναντίον του υφιστάμενου πολιτικού κατεστημένου στο σύνολό του, κατηγορώντας το για την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Πρωταγωνιστεί ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, μια ομάδα κυρίως νεότερων και κατώτερων αξιωματικών (έως το βαθμό του λοχαγού) που εν συνεχεία συνεργάστηκαν και με υπαξιωματικούς. Αρχηγός του Στρατιωτικού Συνδέσμου ορίστηκε ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς.
Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα από τα βασικά – και ίσως το πιο ξεκάθαρο αίτημα του Κινήματος στο Γουδί – ήταν η απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου και των πριγκίπων από το στράτευμα, καθώς και η αμνήστευση όσων έλαβαν μέρος στο Κίνημα. Τα υπόλοιπα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου είχαν περιεχόμενο γενικό και αρκετά ασαφές ως προς τον τρόπο ικανοποίησής τους.
Έδιναν βάρος πρωτίστως στην ανασυγκρότηση των ενόπλων δυνάμεων κι εν συνεχεία στη βελτίωση της διοίκησης και της παιδείας, και γενικότερα στην πάταξη της «απαισίας συναλλαγής».
Να πούμε εδώ ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ουσιαστικά δεν ανέλαβε την εξουσία, παρά προσπάθησε να επιβάλει τα αιτήματά του μέσω αυτής. Ίσως ακόμα δεν υπήρχαν στρατιωτικοί που να θεωρούσαν τους εαυτούς τους ικανούς να εμπλακούν ενεργά στα πολιτικά δρώμενα. Αυτό, όπως απέδειξε η Ιστορία, δυστυχώς θα άλλαζε σύντομα.
Οταν λοιπόν κάποια στιγμή εξαντλήθηκαν τα περιθώρια συνεργασίας του Στρατιωτικού Συνδέσμου με τις υφιστάμενες πολιτικές δυνάμεις, κλήθηκε ως «από μηχανής Θεός» ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την Κρήτη, προκειμένου να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις και να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Η Ιστορία και πάλι απέδειξε ότι ο Βενιζέλος θα έκανε πολλά περισσότερα από αυτά – θα έπαιρνε στα χέρια του τη μοίρα της Ελλάδας και τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο.
Το Κίνημα στο Γουδί λοιπόν δικαίως έχει συνδέσει το όνομά του με την έναρξη μιας νέας εποχής για τη χώρα, την οποία σημάδεψε ανεξίτηλα η προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Παράλληλα όμως, το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου εγκαινίασε την απευθείας παρέμβαση των δυνάμεων του στρατού στα πολιτικά δρώμενα, αφού αποτέλεσε το πρώτο από μια σειρά στρατιωτικών πραξικοπημάτων που έμελλε να ταλανίσουν τη χώρα στη διάρκεια των επόμενων 65 ετών. Αποτέλεσε δε «φυτώριο» μελλοντικών πραξικοπηματιών και δικτατόρων όπως ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο Γεώργιος Κονδύλης.
